Η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, έστω και με χαμηλές αυξήσεις προκειμένου να σηματοδοτηθεί η «νέα εποχή». Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων σε οποιονδήποτε βαθμό επιτευχθεί, παρότι το περιβάλλον είναι δύσκολο και το νέο καθεστώς δεν θα ταυτίζεται με την προ του 2012 περίοδο. Και η περαιτέρω αποκλιμάκωση των ποσοστών της ανεργίας που παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, παρά την υποχώρηση των τελευταίων ετών.
Πρόκειται για τους τρεις βασικούς άξονες της κυβερνητικής πολιτικής που συνθέτουν το μεταμνημονιακό σκηνικό για την αγορά εργασίας. Η κυβέρνηση καλλιεργεί ως προεκλογικό αφήγημα για τη μεταμνημονιακή εποχή τα θέματα αυτά, τα οποία αναμένεται να πρωταγωνιστήσουν την προεκλογική περίοδο ως αποδεικτικά στοιχεία «της επιτυχούς εξόδου από τα μνημόνια και από την οικονομική κρίση».
Ωστόσο οι προσδοκίες, τόσο για το περιεχόμενο της αύξησης του κατώτατου μισθού όσο και για τον τρόπο επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων, παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές, καθώς οι δεσμεύσεις της χώρας είναι αυστηρές και τα περιθώρια και στους δύο αυτούς τομείς περιορισμένα.

Χαμηλό ποσό
Το κυβερνητικό αφήγημα περιλαμβάνει εξαιρετικά χαμηλό ποσό αύξησης, το οποίο χρονικά δεν πρόκειται να δοθεί εντός του 2018 αλλά στις αρχές του επόμενου έτους, υπό «στενές –αυστηρές προϋποθέσεις». Ενδεικτική αυτού είναι η αναφορά στο κείμενο με τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας μας, όπου γίνεται αναφορά «για ετήσια αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, με διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, αρχής γενομένης από το 2019».
Η κυβέρνηση που θα λάβει την τελική απόφαση, σύμφωνα με το νέο νομικό καθεστώς διαμόρφωσης των κατώτατων αμοιβών, έχει συμφωνήσει με τους δανειστές ότι θα πρέπει να αποφευχθούν οι «υπερβολές». Για τον λόγο αυτόν οι τελευταίες δηλώσεις της αρμόδιας υπουργού Εργασίας κυρίας Εφης Αχτσιόγλου αναφέρονται σε «προσεκτική αύξηση» όταν οι πρώτες δηλώσεις διαβεβαίωναν ότι μετά τη λήξη του Μνημονίου θα υπάρξει «σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού».
Οι αισιόδοξοι της κυβέρνησης ομιλούν για αύξηση που μετά βίας θα φθάνει τα 20 ευρώ μηνιαίως, ενώ οι απαισιόδοξοι υπενθυμίζουν ότι υπάρχει σε ισχύ μνημονιακή δέσμευση –από το 2012 –που αναφέρει ότι «οι κατώτατοι μισθοί θα αναπροσαρμοστούν όταν η ανεργία μειωθεί στο 10%».
Σήμερα το ποσοστό της ανεργίας κυμαίνεται άνω του 20%.
Αλλωστε, θα πρέπει να σημειωθεί ότι την οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου θα την εισηγηθεί στην υπουργό Εργασίας επιτροπή εμπειρογνωμόνων η οποία θα εξετάσει «τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας για ανάπτυξη και παραγωγικότητα, αλλά και τα ποσοστά της ανεργίας και της αύξησης της απασχόλησης».
Επιβράδυνση
Ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης, που το 2017 άγγιξε το 2,1% σε ετήσια βάση, φαίνεται πως παρουσιάζει κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 σημάδια επιβράδυνσης, φθάνοντας το 1,7% σε ετήσια βάση. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σε 21,5% το 2017, από 23,6% το 2016, και έφθασε 20,1% τον Μάρτιο του 2018.
Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα είναι μακράν υψηλότερο από το μέσο ευρωπαϊκό, που εκτιμάται στο 8,6%. Η περαιτέρω αποκλιμάκωσή του αποτελεί ένα από τα «βασικά στοιχήματα της επόμενης μέρας».
Με δεδομένα όλα αυτά, το κυβερνητικό αφήγημα για –ουσιαστικές –αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μετά την έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο και το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, εμφανίζεται μάλλον «γκρίζο» και υπεραισιόδοξο.

Οι διαπραγματεύσεις


Στο σκέλος των συλλογικών διαπραγματεύσεων η κυβέρνηση σημειώνει ότι με την ολοκλήρωση του Μνημονίου θα αποκατασταθούν οι αρχές της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Το θέμα αυτό έχει ήδη πυροδοτήσει εντάσεις μεταξύ της υπουργού Εργασίας και της ΓΣΕΕ, για τον τρόπο με τον οποίο το υπουργείο επέλεξε για την πιστοποίηση της αντιπροσωπευτικότητας των εργοδοτικών οργανώσεων, προκειμένου να υπογράφουν κλαδικές συμβάσεις που θα επεκτείνονται σε ολόκληρο τον κλάδο.
Η υπουργός Εργασίας εξέδωσε εγκύκλιο για το θέμα αυτό και δηλώνει ότι «από τον ερχόμενο Αύγουστο οι κλαδικές συμβάσεις θα επεκτείνονται σε ολόκληρο τον κλάδο, εφόσον οι επιχειρήσεις που υπογράφουν τη συλλογική σύμβαση απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου, μέγεθος το οποίο θα πιστοποιείται μέσω της αξιοποίησης των στοιχείων του συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ»».
Ωστόσο η ΓΣΕΕ καταγγέλλει το υπουργείο ότι η διαδικασία που εισήγαγε δεν θα λειτουργήσει, καθώς η κατάθεση των απαραίτητων στοιχείων για τα μέλη τους από τις εργοδοτικές οργανώσεις είναι προαιρετική και ως εκ τούτου στην πράξη δεν θα πραγματοποιείται, και η διαδικασία επέκτασης των συμβάσεων θα καταρρεύσει.
Πέραν τούτου το υπουργείο θεωρεί βέβαιη και την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, δηλαδή να υπερισχύει η ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο ρύθμιση στις περιπτώσεις συρροής συλλογικών συμβάσεων.
Πάντως, ενστάσεις για την επαναφορά των διατάξεων που πάγωσαν κατά την περίοδο της κρίσης και αφορούν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας διατυπώνει ο ΣΕΒ, σε αντίθεση με τη ΓΣΕΕ, αλλά και τις εργοδοτικές οργανώσεις ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ που συνηγορούν.
Ο ΣΕΒ εκτιμά ότι η μη εφαρμογή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων και το πάγωμα της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης λειτούργησαν και λειτουργούν ευεργετικά για τις επιχειρήσεις και την απασχόληση.

«Φοβούνται» μονομερείς ενέργειες οι θεσμοί

Οι θεσμοί «φοβούνται» μονομερείς ενέργειες της κυβέρνησης, οι οποίες – για προεκλογικούς λόγους – θα ανατρέψουν την εύθραυστη οικονομική κατάσταση της χώρας. Αφήνουν «ανοιχτό» ένα παράθυρο για αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά «σε βάθος χρόνου» και υπό την προϋπόθεση σύνδεσης με την παραγωγικότητα και την αύξηση της απασχόλησης. Πάντως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το νέο καθεστώς με το οποίο καθορίζεται – πλέον – ο κατώτατος μισθός είναι χρονοβόρο και πολύπλοκο. Εφαρμόζεται για πρώτη φορά και προβλέπει ότι ο κατώτατος μισθός ορίζεται πλέον από την κυβέρνηση ύστερα από διαδικασία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και τεκμηριωμένη συνεκτίμηση των πραγματικών δεδομένων και δυνατοτήτων της οικονομίας και της απασχόλησης (ύψος ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ