«Μα, πώς δεν ζαλίζεται;». Αυτή ήταν η μόνιμη απορία όσων είδαν πέρυσι την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη να στροβιλίζεται επί αρκετά λεπτά της ώρας σαν δερβίσης για τις ανάγκες της παράστασης «Πέρσες». Το έργο του Αισχύλου, το παλαιότερο από τα σωζόμενα έργα του αρχαίου ελληνικού δράματος και το μοναδικό που βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα, ανέβηκε στο πλαίσιο του περυσινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, σε παραγωγή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και σε σκηνοθεσία Αρη Μπινιάρη, μιας νέας δυναμικής παρουσίας στο ελληνικό θέατρο. Η ανάγνωσή του ευτύχησε να συναντήσει απρόσκοπτα την αποδοχή κοινού και κριτικών, γι’ αυτό και αποφασίστηκε να επανέλθει αυτό το καλοκαίρι. Στις 30 Ιουνίου και την 1η Ιουλίου (τα εισιτήρια έχουν ήδη εξαντληθεί για τη δεύτερη ημερομηνία) οι «Πέρσες» θα παρουσιαστούν στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, ενώ μετά η παράσταση θα συνεχίσει την περιοδεία της στην Ελλάδα έως τα τέλη Ιουλίου. Πέραν της Καραμπέτη (η οποία συνεργάστηκε με τον Μπινιάρη την περασμένη σεζόν και στις «Βάκχες»), στον θίασο συμμετέχουν καταξιωμένοι και νεότεροι ηθοποιοί, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Ψαρράς, ο Αντώνης Μυριαγκός και ο Χάρης Χαραλάμπους.
Κυρία Καραμπέτη, έχετε λιγότερο άγχος παίζοντας έναν ρόλο που ήδη έχει δοκιμαστεί, και μάλιστα με επιτυχία, στο κοινό;
«Οταν επιστρέφεις σε έναν ρόλο έπειτα από μια παύση, τον ξανασυναντάς σε μεγαλύτερο βάθος, έχουν λίγο ωριμάσει τα πράγματα. Αν είσαι αγχώδης άνθρωπος, δεν σταματάς ποτέ να έχεις αγωνία –αν ωστόσο επιστρέφεις σε μια παράσταση που έχει ήδη κάνει έναν κύκλο, η αγωνία αυτή περιορίζεται στην κάθε ημέρα: αν θα πάνε όλα καλά και τώρα, αν θα έχεις όλη σου την ενέργεια, αν θα βρεθεί πάλι κάτι αληθινό. Το μεγάλο άγχος που υπάρχει όταν ετοιμάζεις μια καινούργια παράσταση απουσιάζει, γιατί ξέρεις τον αντίκτυπο και νιώθεις πως έχεις τον κόσμο μαζί σου. Πάντως, γενικά μιλώντας, έτσι είναι η δουλειά μας, πάντα υπάρχει ένα ρίσκο, και, παρ’ όλο που έχουν περάσει τα χρόνια, εγώ δεν εννοώ να το καταλάβω και προσπαθώ να πείσω επιτέλους τον εαυτό μου ότι εκείνο που έχει σημασία είναι η διαδικασία, το να έχεις τις κεραίες σου ανοιχτές και να προσπαθείς, και αν κάτι δεν αρέσει είναι και αυτό μέσα στο παιχνίδι».
Σας ικανοποιεί να εντυπωσιάζονται οι άλλοι από τα σκηνικά κατορθώματά σας; Ο στροβιλισμός σας συζητήθηκε πολύ.
«Το θέμα δεν είναι αυτό, αυτό είναι το πρακτικό κομμάτι, που με σκληρή προετοιμασία μπορείς να το πετύχεις. Ο ρόλος είναι ο εσωτερικός κόσμος, το εάν κάποιος έχει καταφέρει να αγγίξει μια άλλη σφαίρα, οπότε με ενδιαφέρουν πιο πολύ τα σχόλια που αφορούν την ατμόσφαιρα μιας σκηνής».
Τι σας γοητεύει στο συγκεκριμένο έργο;
«Δεν μιλάει μόνο για τον πόλεμο ως ένα από τα μεγαλύτερα δεινά της ανθρωπότητας, δεν λοιδορεί τους ηττημένους, δεν τους χλευάζει με κακία, αντιθέτως παρουσιάζει τα γεγονότα από την πλευρά τους με πολύ μεγάλο σεβασμό και βρίσκει την αφορμή να μιλήσει για τα αίτια και τα αποτελέσματα μιας τέτοιας σύγκρουσης, για την παγκοσμιότητα του θρήνου, της απώλειας, του θανάτου, αυτά τα συναισθήματα που είναι κοινά, που υπερβαίνουν κουλτούρα, καταγωγή και πολίτευμα. Βλέπουμε επίσης τα ολέθρια αποτελέσματα της ύβρεως, πως όταν κάποιος υπερβεί το μέτρο, τότε η υπέρμετρη αλαζονεία και φιλοδοξία οδηγούν τόσο τον ίδιο όσο και τον λαό του στην καταστροφή».
Σας δυσκόλεψε κάτι στον ρόλο της Ατοσσας;
«Ηταν δύσκολο για εμένα να υποδυθώ μια βασίλισσα που είναι το θηλυκό υποκατάστατο μιας ανδρικής εξουσίας και έπρεπε να συνυπάρξουν σε αυτήν πάρα πολλά και ίσως αντικρουόμενα, αντιφατικά στοιχεία. Η Ατοσσα είναι εθισμένη στον πλούτο και στη χλιδή, και ο πόλεμος αποτελεί για εκείνη πηγή κέρδους. Πρόκειται για μια γυναίκα που διακρίνεται από την έπαρση της εξουσίας, από ατσάλινη πυγμή και σιδερένια πειθαρχία, αλλά και για μια μητέρα που ανησυχεί για την τύχη του γιου της».
Με τον Αρη Μπινιάρη φαίνεται να σας συνδέει μια γόνιμη συνεργασία…
«Είχα και έχω μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό του, παρακολούθησα από την αρχή το έργο του. Μου αρέσει να δοκιμάζομαι σε καινούργια πράγματα και να συνεργάζομαι με νέους ανθρώπους, και ήταν μια καλή ευκαιρία η πρόταση για τις «Βάκχες», η οποία πρέπει να σας πω πως είχε προηγηθεί, ασχέτως αν ανέβηκαν τελικά πρώτα οι «Πέρσες». Αυτή η συνάντηση για εμένα ήταν πολύ σημαντική, είδα το πάθος του Αρη, τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει, και χρειάστηκε κι εγώ να ενταχθώ στον ρυθμό, στην έντονη σωματικότητα και στη μουσικότητα της παράστασης».
Η παρουσία σας στις «Βάκχες» έμοιαζε πάντως και σαν επιστροφή, καθώς είχατε παίξει σε αυτό το έργο πριν από 33 χρόνια ως νεαρή ηθοποιός.
«Ναι. Ηταν το 1985 σε σκηνοθεσία του Γιώργου Σεβαστίκογλου, του μεγάλου αυτού σκηνοθέτη και δασκάλου του θεάτρου που δυστυχώς λόγω των ιστορικών συνθηκών είχε ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό, στην Τασκένδη, στη Μόσχα, και με το που επέστρεψε στην Ελλάδα έγινε η δικτατορία και πήρε για δεύτερη φορά τον δρόμο της εξορίας, πηγαίνοντας στο Παρίσι. Είχα τη χαρά να τον συναντήσω τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Είχαμε κάνει μαζί του, με τον Κώστα Αρζόγλου, τους «Αλλοπαρμένους» των Μίντλετον και Ρόουλεϊ στο περίφημο Αεικίνητο, ένα θέατρο που ήταν σαν τσίρκο και μπορούσε να μετακινηθεί, χάριν της λεγόμενης αποκέντρωσης –αυτό ήταν το όνειρο. Και μετά με είχε πάρει στον Χορό του «Ορέστη» που θα παρουσιαζόταν στη Μόσχα για να αντικαταστήσω την Πέμη Ζούνη, η οποία δεν μπορούσε να πάει στο ταξίδι».
Ετυχε να σας δω και πριν από λίγους μήνες, την ημέρα της κηδείας του Γιώργου Πάτσα, ενός σημαντικού ανθρώπου του θεάτρου, τον οποίο γνωρίζατε καλά. Γίνονται πιο εύκολα διαχειρίσιμες οι απώλειες όσο μεγαλώνουμε;
«Οχι. Οχι, γιατί κάθε κομμάτι της ζωής μας που φεύγει είναι μοναδικό, συναρπαστικό και αναντικατάστατο. Λέμε καμιά φορά στη ροή του λόγου «ουδείς αναντικατάστατος». Ε, λοιπόν, «ουδείς αντικαταστάσιμος». Είμαστε πάρα πολλοί, αλλά ο καθένας ξεχωριστά είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Και είναι πραγματικά ευλογία και τύχη να έχεις συναντήσει αυτούς τους ανθρώπους και να έχεις μοιραστεί κάτι από τη ζωή σου μαζί τους και να έχεις διδαχτεί από αυτούς –με αυτά τα μεγάλα μαθήματα που παίρνουμε από τα μικρά της ζωής. Ο Γιώργος Πάτσας ήταν ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης και ένας άνθρωπος με σπάνιο ήθος. Με κάθε θάνατο έρχεσαι σε επαφή με τα μεγάλα αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα, με το γιατί και το πώς. Ολα εξαρτώνται από την πίστη, στην οποία εναποθέτει κανείς τις ελπίδες του ούτως ώστε να παρηγορηθεί ή να ελαφρύνει το βάρος της απώλειας. Το θέμα είναι, όσο είμαστε εδώ, να διαχειριστεί ο καθένας με σύνεση τον πολύτιμο χρόνο του: να είναι σεμνός, ταπεινός, ευγενής, καλός, δημιουργικός και να προσφέρει στο σύνολο».
Σας συνοδεύει η φήμη της φιλόπονης, της διακριτικής και του καλού παιδιού. Σε έναν χώρο στον οποίο ανθούν οι προσωπικότητες με παράφορη, ασυγκράτητη συμπεριφορά, υπήρξαν φορές που αυτό πιθανώς σάς δημιούργησε πρόβλημα;
«Πολύ πιθανόν, αν και δεν μου το είπαν ποτέ κατάμουτρα. Ενας δημοσιογράφος πάντως μου έκανε την ερώτηση: «Σκέφτηκες ποτέ ότι μπορεί να είσαι βαρετή;». Το δικό μας έργο είναι η ερμηνεία κάποιων ρόλων και όχι το να περιφέρουμε την προσωπικότητά μας, ίσα-ίσα το να θέτουμε την προσωπικότητά μας στην υπηρεσία των ρόλων που ερμηνεύουμε είναι και το ζητούμενο. Μακάρι το έργο που ο καθένας μας παρουσιάζει να είναι ενδιαφέρον και από εκεί και πέρα το πώς είμαστε στην προσωπική μας ζωή είναι θέμα δικό μας και των κοντινών μας ανθρώπων. Θυμάμαι μικρή, απαντώντας στην ερώτηση «τι σε ώθησε να γίνεις ηθοποιός;», χωρίς να το πολυσκεφτώ είπα: «Η ανεπάρκειά μου». Οτι αισθανόμουν δηλαδή να ασφυκτιώ στα στενά όρια της δικής μου ύπαρξης και αυτής της έλλειψης ενδιαφέροντος που μπορεί να νιώθει ότι κουβαλάει κάποιος. Ολα αυτά με τον ρομαντισμό που συνοδεύει την εφηβεία μας, με τα στερεότυπα που φαίνονται φυσικά πολύ γοητευτικά την περίοδο της νεότητας, γι’ αυτό και βλέπουμε τι αντίκτυπο έχουν στους εφήβους φαινόμενα όπως η «μπλε φάλαινα», οι αυτοκτονίες online, κάτι τρομακτικά πράγματα».
Είναι σύμφυτη με το πέρασμα στην ωριμότητα και η επιλογή της συντροφικότητας σε σχέση με την επιπολαιότητα της νεότητας;
«Νομίζω ότι είναι θέμα χαρακτήρα και ιδιοσυγκρασίας, αλλά και συγκυριών. Μπορεί σε κάποια φάση της ζωής του κάποιος να κυνηγά εμπειρίες εκρηκτικές και παθιασμένες και μετά να συναντήσει κάτι άλλο, το οποίο το ανακαλύπτει και βλέπει ότι έχει κι αυτό την τεράστια αξία και ομορφιά του και στη δεδομένη περίοδο να τον καλύπτει περισσότερο. Επίσης, όσο μεγαλώνεις, τα πράγματα καταλαγιάζουν μέσα σου και τα βλέπεις όλα με πιο κριτική ματιά. Αντιλαμβάνεσαι ότι όλα ένας μύθος είναι. Οταν είσαι νέος, αρέσκεσαι σε διάφορες περίεργες καταστάσεις, αλλά τελικά μήπως κι αυτό είναι ένδειξη ανωριμότητας ή της ανάγκης μας –μέσα από μια σχέση που μπορεί ακόμη και αυτοκαταστροφική να είναι –να αντιμετωπίσουμε και να διερευνήσουμε εκείνο το κομμάτι του εαυτού μας που είναι προβληματικό, ελλειμματικό;».
Στρατηγική στον έρωτα είχατε ποτέ;
«Τα απεχθάνομαι όλα αυτά τα κλισέ, να το παίζεις δύσκολη, να βαδίζεις βάσει σχεδίου. Από μικρό κορίτσι είχα την εντιμότητα και την καθαρότητα να είμαι ο εαυτός μου ανά πάσα στιγμή και να κάνω και το πρώτο βήμα στο φλερτ αν κάποιος μου άρεσε ή αν κάποιος δεν μου άρεσε να πω: «Χίλια συγγνώμη, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση». Ντόμπρα λόγια και σταράτα. Τώρα αν ο άλλος δεν μπορούσε να δεχτεί την απόρριψη ή δεν μπορούσε να εκτιμήσει ότι εσύ από το πρώτο βράδυ μπορούσες να είσαι μαζί του, δικό του πρόβλημα. Κι αν τον έχανες, ε, τι να κάνουμε, μάλλον δεν άξιζε και τόσο να το προσπαθήσεις καν μαζί του».
Είναι και θέμα γενιάς αυτή η φιλοσοφία;
«Μπορεί. Η δική μου γενιά βίωσε τις εποχές της μεγάλης σεξουαλικής απελευθέρωσης –πριν από την εμφάνιση του AIDS -, μετά συντηρητικοποιήθηκε πάλι η κοινωνία μας. Δεχτήκαμε, καθυστερημένα έστω, την επίδραση του Μάη του ’68 και των παιδιών των λουλουδιών. Στην εφηβεία μας διαβάσαμε Μπατάιγ και Ντε Σαντ, δεν είχαμε χώρο για τεχνάσματα, εκεί το θέμα ήταν η μεγάλη χαρά του ερωτισμού, της ηδονής, του να σπάσουμε τις συμβάσεις, να εναντιωθούμε στο κατεστημένο. Αν στην πορεία σου συναντήσεις έναν άνθρωπο που θα γίνει για εσένα εξαιρετικός σύντροφος και σας ενώνουν η αγάπη, η κατανόηση και η αλληλοστήριξη, τουλάχιστον δεν έχεις πια απωθημένα και είσαι μια χαρά με την επιλογή σου, δεν υπάρχει κάποιο κρυμμένο μυστικό σε αυτό. Και αν κάποια στιγμή δεν σου κάνει και προτιμάς τη μοναξιά σου ή το να μπεις πάλι στο παιχνίδι, τότε με γεια σου και χαρά σου. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλλει στον οποιονδήποτε το πώς θα ζει τη ζωή του. Θυμάμαι ότι στα πρώτα δημιουργικά μας χρόνια στη Θεσσαλονίκη με τις διάφορες καλλιτεχνικές ομάδες πειραματιζόμασταν παντού, στην τέχνη και στον έρωτα».
Σας φαίνεται οπισθοδρομική η κοινωνία σήμερα;
«Δεν είναι δυνατόν σχεδόν 40 χρόνια μετά η κοινωνία όχι μόνο να μην έχει προχωρήσει προς τα εμπρός, αλλά να κάνει βήματα πίσω. Είναι τρομακτικό να βλέπεις τα σχόλια και τα κουτσομπολιά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που φανερώνουν ένα σκεπτικό που σε κάνει να ντρέπεσαι για το πόσο κακοί, μίζεροι και δυστυχισμένοι είναι κάποιοι άνθρωποι. Καθένας μας έχει το δικαίωμα να κάνει την ερωτική επιλογή του σύμφωνα με τα δικά του «θέλω» –τη στιγμή, εννοείται, που υπάρχει συναίνεση μεταξύ ενηλίκων. Κάθε μορφή βίας, σαδισμού και εκμετάλλευσης εξουσίας με βρίσκει ενάντια. Δεν μπορώ όμως να διαβάζω ρατσιστικά σχόλια για τον σεξουαλικό προσανατολισμό, για την «ελευθεριότητα» ή για την ηλικία, το χρώμα και τη φυλή κάποιου. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος σε αυτό το περιορισμένο διάστημα που του δίνεται πάνω στη Γη έχει το δικαίωμα να ζήσει έτσι όπως ο ίδιος θέλει ώστε να είναι ευτυχισμένος, διότι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι κάνουν τις ευτυχισμένες κοινωνίες. Οταν οι μονάδες δυστυχούν, δυστυχεί και η κοινωνία. Τα απωθημένα είναι πολύ μεγάλη πηγή προβλημάτων».
Εδώ και καιρό γίνεται λόγος για τον σεξισμό στη βιομηχανία του θεάματος και τη σεξουαλική παρενόχληση στο Χόλιγουντ…
«Τα πράγματα στη μεγάλη βιομηχανία, στο Χόλιγουντ εν προκειμένω, είναι πολύ διαφορετικά σε σχέση με το πώς είναι τα πράγματα στη μικρή χώρα που ζούμε εμείς. Δηλώνω σαφώς ότι είμαι κατά κάθε μορφής άσκησης βίας, ψυχολογικής ή σωματικής, με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση μιας γυναίκας ή ενός άνδρα. Ωστόσο, θεωρώ το ίδιο απωθητικό κάποιος από μόνος του να υπόσχεται σεξουαλικά ανταλλάγματα προκειμένου να ανελιχθεί –αν και αυτά τα άτομα θύματα ενός συστήματος είναι, πρόκειται για ένα μεγάλο θολό τοπίο. Χαίρομαι που έστω και καθυστερημένα έγιναν αυτές οι μεγάλες επαναστάσεις, χαίρομαι και τις γυναίκες που είχαν τη δύναμη να βγουν μπροστά και να κάνουν επωνύμως καταγγελίες, να μπουν όρια και να δημιουργηθεί φόβος στους μέχρι τώρα ασύδοτους. Υπάρχει πάντα και ο σκεπτικισμός μήπως πάρει λάθος διαστάσεις μια ατυχής σεξουαλική συνεύρεση, όπως φαίνεται να συνέβη με τον κωμικό Αζίζ Ανσάρι στις ΗΠΑ. Ας μην τα ρίχνουμε όλα στο ίδιο τσουβάλι, χρειάζεται και λίγη ψυχραιμία. Εγώ προσωπικά, ως γυναίκα στην Ελλάδα, στον χώρο της τέχνης, δεν έχω ζήσει ποτέ τέτοιο περιστατικό. Δεν ξέρω τι θα έλεγα αν ήμουν θύμα μιας τέτοιας κατάστασης».
* «Πέρσες»: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 30 Ιουνίου και 1η Ιουλίου, και περιοδεία στην Ελλάδα έως τις 27 Ιουλίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ