11 ερωτήσεις στην Τζούλια Γκανάσου

Η συγγραφέας Τζούλια Γκανάσου θα ήθελε να ζήσει σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο και πιστεύει ότι για να απολαύσεις τη ζωή πρέπει να λησμονείς τον θάνατο. Από την Ερη Βαρδάκη

Στους «Γονυπετείς» περιγράφετε την εκπλήρωση του τάματος μιας γυναίκας για την ίαση του βαριά άρρωστου συζύγου της. Πώς προέκυψε η ιδέα;
«Παρατηρώντας τους «γονυπετείς» ικέτες της Τήνου, εντυπωσιάστηκα από την επιμονή και την προσήλωση. Αναρωτήθηκα αν κάποιος θα έμπαινε σε αυτή τη διαδικασία καταπόνησης του σώματος και απόπειρας εξιλέωσης της ψυχής, όχι για τον εαυτό του αλλά για ένα αγαπημένο πρόσωπο… Και αν ναι, γιατί θα το έκανε; Από αγάπη; Από ανάγκη; Από ενοχή;».
Η ηρωίδα σας φαντάζεται ότι είναι μοριακή βιολόγος. Εχουμε μια σύγκρουση ανάμεσα σε λογική και πίστη;
«Η ηρωίδα φαντάζεται ότι είναι μοριακή βιολόγος κυριευμένη από την επιθυμία να πραγματοποιήσει μια καινοτόμο ανακάλυψη, γοητεύεται από την έρευνα, αλλά απευθύνει τελικά έκκληση προς την Παναγία… Συνεπώς, στο βιβλίο αναπαρίσταται μια συγκρουσιακή και ταυτόχρονα συμπληρωματική σχέση ανάμεσα σε πίστη και λογική».
Χρειαζόμαστε περισσότερο την πίστη ή τη λογική για να πορευτούμε στη ζωή;
«Ο ορθός λόγος αποτελεί το εφαλτήριο για μια ισόρροπη εξέλιξη. Ομως, η πίστη στον Θεό, στον έρωτα, στο πείραμα, στην ίδια τη ζωή, κινητοποιεί ανεξερεύνητα κομμάτια του εγκεφάλου, δύναται να «μετακινήσει βουνά»! Ο συνδυασμός και των δύο είναι ό,τι καλύτερο».
Για να εκπληρώσει το τάμα της, η ηρωίδα της νουβέλας σας σύρεται στα γόνατα. Γιατί χρησιμοποιείτε αυτό το στοιχείο-συμβολισμό; Το θαύμα θα πρέπει να έρθει μέσα από την ταπείνωση;
«Η επαφή με τη γη –με το σώμα –παρακινεί την ηρωίδα να ξεπεράσει τον εαυτό της, να πραγματοποιήσει μια εκ βαθέων εξομολόγηση και να αποδείξει ότι είναι διατεθειμένη να θυσιάσει τα πάντα ώστε να πορευτεί προς την αρχή, προσεγγίζοντας με θάρρος το ανέφικτο, το οποίο καθίσταται, υπό συνθήκες, εφικτό».
Η δική σας σχέση με τον Θεό ποια είναι;
«Πιστεύω ότι υπάρχει μια ανώτερη δύναμη, η οποία δεν έχει ανθρωπομορφικά στοιχεία. Ή αλλιώς: «Πίστευε και μη ερεύνα»».
Πώς αισθάνεστε για τη βράβευσή σας στον θεσμό των Βραβείων Βιβλίου Public, όπου οι «Γονυπετείς» διακρίθηκαν από τους αναγνώστες ως το καλύτερο ελληνικό διήγημα;
«Τα προηγούμενα βιβλία μου είχαν διακριθεί σε φεστιβάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και ήταν υποψήφια για βραβεία, όπως το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014. Ωστόσο, το «πρώτο βραβείο» προωθεί την αύξηση της αναγνωσιμότητας ενός βιβλίου, και αυτό με χαροποιεί βαθιά, ιδίως επειδή στην περίπτωση αυτή πρόκειται για βραβείο κοινού».
Η δική σας περιπέτεια με τη γραφή πώς ξεκίνησε;
«Ενα βράδυ κάτω από μια μουριά γεννήθηκε ένα παιδικό όνειρο. Σταδιακά μεταμορφώθηκε σε κυρίαρχο πάθος».
Φαντάζεστε ποτέ τους αναγνώστες σας;
«Για να απολαύσεις τη ζωή, πρέπει να λησμονήσεις τον θάνατο. Ετσι, για να απολαύσεις τη συγγραφή, πρέπει να μη σκέφτεσαι τους αναγνώστες».
Είστε μητέρα ενός μικρού παιδιού, εργάζεστε στον τομέα της πληροφορικής. Πότε προλαβαίνετε να βρίσκετε χρόνο για να γράφετε;
«Τις νύχτες, όταν όλα σωπαίνουν, ή το ξημέρωμα, όταν όλα αναγεννώνται από την αρχή».
Σαν ποιον λογοτεχνικό ήρωα θα θέλατε να έχετε ζήσει και γιατί;
«Σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο, για την ομορφιά της επιβίωσης».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.