Στις καλύτερες παραδόσεις της δυτικής σκέψης η πολιτική πράξη είναι δισυπόστατη: σύγκρουση και συμφωνία, αντιπαλότητα και διάλογος, άρνηση και κατάφαση. Οχι φυσικά σε ισόποσες δόσεις, ούτε πάντα ισορροπημένα και «ζυγισμένα», αφού τα πάθη, τα αισθήματα, τα πιο πεζά –και θεμιτά –κομματικά συμφέροντα αλλάζουν τη σύσταση. Φυσικά και στις δημοκρατίες τα κομματικά συστήματα οργανώνουν κυρίως τον ανταγωνισμό για την εξουσία. Δεν μπορεί όμως να εξαντλούνται μόνο σε αυτό.
Ενα απόλυτο «Οχι» και σε όλα τα ζητήματα είναι περισσότερο ψυχολογία παρά πολιτική. Ενδεχομένως να συνιστά μια κλασική πολιτική τεχνική ανάμεσα στις άλλες. Θριάμβευσε, όπως ξέρουμε, μαζί με μια κάποια αριστερή αυταρέσκεια και ριζοσπαστικά λαϊκιστικά σχήματα στα χρόνια του αντιμνημονίου. Με πολύ διαφορετικούς τόνους, το άκαμπτο «Οχι» κερδίζει τώρα ως ένα στυλ μαχητικού ρεαλισμού στη Νέα Δημοκρατία αλλά και στον χώρο του ΚΙΝΑΛ. Τα όσα τώρα συνοδεύουν τη συμφωνία με τα Σκόπια / Βόρεια Μακεδονία φανερώνουν τα όρια αυτού του αρνητισμού. Ειδικά σε εκείνους που πάντα υποστήριζαν μια μορφή συμβιβασμού με τον βόρειο γείτονα και γενικά την εκλογίκευση των διεθνών σχέσεων της χώρας. Διότι η άρνηση για τη συμφωνία στο τώρα δεν είναι, όπως ειπώθηκε, αναβολή για μια καλύτερη συμφωνία στο μέλλον. Η άρνηση καλλιεργεί στον λαό την αυταπάτη μιας «ανόθευτης» ονομασίας για τη γειτονική χώρα. Από κάτω δηλαδή στήνεται μια ατμόσφαιρα αντίδρασης όχι για αυτή ειδικά τη συμφωνία αλλά για την «εθνική μειοδοσία», την εθνομηδενιστική προσβολή, το «ξεπούλημα» κ.λπ.
Με άλλα λόγια, ένα «Οχι» που ισχυρίζεται πως αποβλέπει απλώς στη διαπραγμάτευση κάποιας μελλοντικής συμφωνίας μπλέκεται σε μια κίνηση που δεν θέλει καμιά συμφωνία χωρίς ταπείνωση του «κρατιδίου» και απόλυτο θρίαμβο του δικού μας δίκιου.
Πάλι βλέπουμε πως το δίκιο ή η δικαιοσύνη πάνε να μονοπωληθούν από το κόμμα του «Οχι». Η θετική στάση έναντι της συμφωνίας παρουσιάζεται και ως αφέλεια κάποιων διανοουμένων που έχουν άγνοια από «πραγματική πολιτική».
Είναι έτσι απίστευτο το πόσο έχει εισχωρήσει ένας δεξιοαριστερός ψευτολενινισμός ακόμα και σε φιλελεύθερες ψυχές. Εντυπωσιάζει, από την άλλη, η υποτίμηση των συνεπειών από τη φορτισμένη συναισθηματικά άρνηση και την αντίληψη ότι χάνουμε, ότι «ηττηθήκαμε». Λες και θα μπορούσε ένα κράτος, το όποιο κράτος, να επιβάλει μια μορφή γλωσσικής και εθνοτικής συνείδησης σε έναν άλλο λαό, ενώ το ζήτημα είναι η ασφάλεια και η εγγύηση της σταθερότητας και της διακρατικής συνύπαρξης.
Εχω την εντύπωση επιπλέον ότι το απόλυτο «Οχι» σπάνια θα μείνει στον χώρο του Κέντρου ή ακόμα και στη Κεντροδεξιά. Η ίδια του η λογική φέρνει μαζί της στοιχεία ανάφλεξης και φανατισμού που υπονομεύουν τις κομματικές του χρήσεις. Το έχουμε διαπιστώσει και στην περίπτωση της πρώτης αριστερόστροφης «Αγανάκτησης»: διαρκώς τα γεγονότα ξέφευγαν από το τάχα έλλογο πολιτικό τους πλαίσιο και οδηγούσαν σε εκδοχές εξαγρίωσης. Και αν ισχυριστεί κανείς πως έτσι, μέσα από την άρνηση, κατάφερε να γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, μην ξεχνάμε πως όλη αυτή η κληρονομιά ανέδειξε πολλές τοξικές πλευρές. Εδειξε, εν τέλει, ότι ο εθνορομαντισμός, είτε με οικονομίστικα και «ταξικά» είτε με ταυτοτικά αιτήματα, αλλοιώνει το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Αυτό δεν σημαίνει πως δικαιούται η κυβέρνηση να καταγγέλλει εκ προοιμίου κάθε αντίδραση και ένσταση ως «ακροδεξιά» ή εκπορευόμενη από τη Νέα Δημοκρατία. Δεν σημαίνει, επίσης, οχύρωση σε έναν περίκλειστο ορθολογισμό ελίτ αδιάφορο για την τραυματική πρόσληψη της εξέλιξης με τη συμφωνία από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Η πονηρή λογική που θέλει τα «Οχι» (στη συμφωνία) «ακροδεξιά» και η πνιγηρή και ισοπεδωτική αντίληψη που σπεύδει να χρεώνει όλα τα «Ναι» με συριζαϊσμό τρέφουν ένα αδιέξοδο: δημιουργούν πάλι συνθήκες πολιτικής ασφυξίας ιδιαίτερα για εκείνους τους πολίτες που δεν θέλουν την υποκατάσταση του εθνορομαντισμού της Αριστεράς από τους νέους «μακεδονομάχους».
Επανέρχομαι όμως στον αρχικό συλλογισμό που αφορά το πώς προσεγγίζουμε την πολιτική μες στο δημοκρατικό παιχνίδι. Λέω λοιπόν ότι, με την εξαίρεση των φασιστικών, βίαιων και ολοκληρωτικών κινημάτων, η πολιτική δεν μπορεί να περιορίζεται στις αντανακλαστικές / αυτόματες αρνήσεις. Οι προσανατολισμοί και τα σχέδια αποκλίνουν και αντιπαρατίθενται, αλλά την ίδια στιγμή οφείλει να χειρίζεται κανείς τις συγκεκριμένες καταστάσεις και τα εθνικά προβλήματα και όχι πάντα στις ιδεώδεις συνθήκες. Δεν πρόκειται για συναίνεση αλλά για ορθολογική επιλογή του πεδίου της διαφωνίας με τον άλλον.
Φυσικά η τωρινή δυναμική για λύση στο Σκοπιανό / Μακεδονικό σχετίζεται με τις νατοϊκές και γενικότερες ευρωενωσιακές μέριμνες στην ευρύτερη περιοχή. Πάνω σε αυτό το γεγονός χτίζεται άλλωστε και μια ορισμένη αμφισβήτηση της συμφωνίας και όλων των προσαρμογών που τη συνοδεύουν. Εδώ ανήκει η θέση του ΚΚΕ και της παραδοσιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς που επιμένουν στην «αντιιμπεριαλιστική» θέαση των πραγμάτων και συνδυάζουν τη ρητορική της εθνικής ανεξαρτησίας με κάποια αντικυβερνητική (από τα αριστερά φυσικά) κινητοποίηση.
Το θέμα είναι όμως ότι και στον συντηρητικό και φιλελεύθερο χώρο συναντά κανείς μια δυσθυμία με τις «πιέσεις των Ευρωπαίων και των Αμερικανών». Το ίδιο και σε εκείνη την Κεντροαριστερά που θέλει να επιστρέψει, εκ νέου, σε μια λαϊκή και πατριωτική ατζέντα, πιστεύοντας πως έτσι τελικά «κάνεις πολιτική» στην Ελλάδα και κρατάς τον κόσμο σου.
Ναι, έτσι κάνει κανείς πολιτική, αν με αυτόν τον όρο εννοούμε πως έτσι θυμώνει κανείς λιγότερο το κοινό του. Αυτή είναι όμως η συλλογιστική που έχει παραιτηθεί από την παιδαγωγική λειτουργία της πολιτικής. Στο όνομα της παραδοσιακής πολιτικής μάχης αφήνει να αιωρούνται ελεύθερα στον αέρα νέα αντιευρωπαϊκά συναισθήματα και η ανακύκλωση της οικείας εθνικής συνωμοσιολογίας.
Τη στιγμή όμως που βλέπουμε πόσο εύφορο είναι το έδαφος για καινούργιες αυταπάτες, είναι νομίζω ασυγχώρητη η αδιαφορία για τις εθνικιστικές-λαϊκιστικές μεταλλάξεις της συγκυρίας. Εκτός των άλλων γιατί θα τις βρουν μπροστά τους και στην επόμενη κυβέρνηση.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ