Κοινός τόπος είναι ότι η ελληνική ύφεση είναι χειρότερη από την περίφημη «Great Depression» των ΗΠΑ τη 10ετία του ’30. Χαρακτηριστικά, μία 10ετία μετά το ξεκίνημα των κρίσεων (1929 για τις ΗΠΑ, 2007 για την Ελλάδα) οι ΗΠΑ ανέκτησαν το 110% του ΑΕΠ του ’29, ενώ η Ελλάδα μόλις το 74,6% του ΑΕΠ του 2007.
Παίρνοντας μάλιστα ως βάση το έτος 2007 και τις 100 μονάδες, η ευρωζώνη βρίσκεται σήμερα περίπου στο 107, ενώ η ελληνική οικονομία υποχώρησε στο 74 αφού η χώρα έχασε το 26,4% του ΑΕΠ της, την ώρα που η ζώνη του ευρώ ανέκαμπτε. Ετσι η απόκλιση της ελληνικής οικονομίας με την ευρωζώνη διαμορφώθηκε την τελευταία 10ετία στις 32 μονάδες βάσης. Γίναμε φτωχότεροι κατά 34% σε σχέση με τους εταίρους μας. Οι σωρευτικές απώλειες του ΑΕΠ της χώρας, από το υψηλό των 242 δισ. ευρώ το 2008 ως το χαμηλό του 2015 στα 176,3 δισ. ευρώ, διαμορφώθηκαν στα 65,7 δισ. ευρώ, ενώ το ΑΕΠ του 2017 (177,7 δισ. ευρώ) υπολείπεται ακόμη αυτού του 2014 (178,7 δισ. ευρώ).
Να σημειωθεί ότι χώρες όπως η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Πορτογαλία όχι μόνο κατάφεραν να εξέλθουν των μνημονίων, αλλά έχουν σε μεγάλο βαθμό ανακτήσει ή και ξεπεράσει (π.χ. το ΑΕΠ της Ιρλανδίας είναι πια 45% μεγαλύτερο) την απώλεια του ΑΕΠ που σημειώθηκε στη διάρκεια της κρίσης. Η απόκλιση της ελληνικής οικονομίας ήταν σημαντική και στη γειτονιά μας καθώς, ενώ στις αρχές του 21ου αιώνα το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν σχεδόν ίσο με το ΑΕΠ όλων των βαλκανικών χωρών και λίγο μικρότερο της Τουρκίας, σήμερα η Ρουμανία βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής και η τουρκική οικονομία είναι 4 φορές μεγαλύτερη της ελληνικής.
Και ενώ η ελληνική οικονομία θα έπρεπε να εκτιναχθεί σαν ελατήριο μετά τις δραματικές απώλειες στην κρίση, δείχνει απλώς να σταθεροποιείται σε ήπιους ρυθμούς ανάπτυξης στην περιοχή του 1,5%-2%.
Βαριά φορτία
Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως μπορεί τα «δίδυμα ελλείμματα» στο δημοσιονομικό και στο εξωτερικό πεδίο να έχουν εξαφανιστεί, όμως οι δημοσιονομικές ανισορροπίες έχουν μεταφερθεί στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα. Ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές και μη εξυπηρετούμενα δάνεια βρίσκονται στα ύψη, καθώς οι μισοί φορολογούμενοι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και τα μισά δάνεια είναι «κόκκινα». Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (92,4 δισ. ευρώ), αν και έχουν μειωθεί την περίοδο 2016-2018, παραμένουν στα ύψη, όπως και οι επιχειρήσεις-ζόμπι.
Οι τραπεζικές καταθέσεις μειώθηκαν κατά 40 δισ. ευρώ από τον Σεπτέμβριο του 2014 και πάνω από τα 100 δισ. ευρώ στη διάρκεια της κρίσης, περιορίζοντας τη δυνατότητα των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια.
Η υπερφορολόγηση, που φθάνει για τους ελεύθερους επαγγελματίες το 70%, πιέζει το επιχειρηματικό κλίμα με αποτέλεσμα την αδυναμία προσέλκυσης επενδύσεων, την ώρα που οι ιδιωτικές επενδύσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης κατέρρευσαν από 21,1% του ΑΕΠ το 2007 σε 8,5% ή στο 1/3 σε απόλυτους αριθμούς. Η φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή γιγαντώθηκαν, ενώ η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλή την ώρα που συνολικά τα αντικίνητρα για εργασία, αποταμίευση, επενδύσεις και παραγωγή αυξάνουν.

Αποταμιευτικό κενό

Παράλληλα, ο πληθυσμός μειώνεται καθώς 500.000 νέοι Ελληνες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση έφυγαν από τη χώρα. Οι υποχρεώσεις για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% ως το 2022 και 2,2% ως το 2060) δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στην οικονομία. Επιπροσθέτως, χωρίς τη μαζική προσέλκυση ξένων παραγωγικών κεφαλαίων και επενδύσεων, που παρά τη βελτίωση παραμένουν στο 2% του ΑΕΠ το 2017, δεν καλύπτεται το τεράστιο αποταμιευτικό κενό που αντιμετωπίζει η χώρα.
Κλειδί για την επόμενη μέρα είναι οι επενδύσεις, οι οποίες σήμερα αποτελούν μόλις το 30% της περιόδου 2001-2009, με αποτέλεσμα το επενδυτικό κενό να ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ, οι εξαγωγές, αν και χρειάζεται μια πιο ανταγωνιστική εγχώρια παραγωγή, αλλά και ο περιορισμός των μη εξυπηρετούμενων δάνειων σε διαχειρίσιμα επίπεδα για να ανακάμψει η υγιής πιστωτική επέκταση, ώστε να επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης για να επουλωθούν σταδιακά οι πληγές της κρίσης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ