Μαρίλια Αϊζενστάϊν-Αβέρωφ
Από την τέχνη της τοξοβολίας στην «τέχνη» της ψυχανάλυσης
Μετάφραση Τερέζα Βεκιαρέλλη
Επιμέλεια μετάφρασης και υπεύθυνος σειράς Θανάσης Χατζόπουλος
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2018
σελ. 252, τιμή 15 ευρώ
Το νέο βιβλίο της Μαρίλιας Αϊζενστάιν αποτελεί συλλογή ορισμένων από τα σημαντικότερα άρθρα της, τα οποία δημοσιεύτηκαν από το 1992 έως και το 2011 σε ξένα περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Δεκαπέντε κείμενα που αποτυπώνουν τους προβληματισμούς και τη διαδρομή μιας ακαταπόνητης ψυχαναλύτριας που έχει αφήσει το στίγμα της στη γαλλική, στην ελληνική αλλά και στη διεθνή ψυχαναλυτική σκέψη (βραβείο Maurice Bouvet το 1992). Σε αυτά η Αϊζενστάιν, διδάσκουσα αναλύτρια της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (ΕΨΕ) και της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού (SPP), καθώς και του Ψυχοσωματικού Ινστιτούτου του Παρισιού (IPSO), στοχεύει την «τέχνη» της ψυχανάλυσης ανατρέχοντας σε εκείνη της τοξοβολίας. Μια μεταφορά που δίνει τη δυνατότητα στη συγγραφέα, λάτρη της ιαπωνικής λογοτεχνίας, να προσεγγίσει όπως λέει «μια σειρά από ερωτήματα, ατελώς διατυπωμένα ακόμα μέσα μου, σχετικά με την πρακτική αυτού του παράξενου, ασυνήθιστου επαγγέλματος της ψυχανάλυσης»· σε σχέση ειδικότερα με τα ζητήματα που τίθενται στη «διαμόρφωση του εν τω γίγνεσθαι ψυχαναλυτή και την ψυχική του λειτουργία στην ανάλυση και στη ζωή». Διότι, όπως αναρωτιέται: «Η ιδιαιτερότητα της τέχνης μας δεν προσδένεται [άραγε] στην ιδιαιτερότητα αυτού του αέναου γίγνεσθαι, διαμόρφωση που περνά από μέσα μας και μέσα μας και δεν έχει τέλος; Εκεί όπου κάθε γνώση αποτελεί μια αναδημιουργία, που αναγνωρίζεται εκ των υστέρων». Αυτή η μακρά πορεία, που απαιτεί δέσμευση και εσωτερική πάλη, ενέχει κινδύνους, όπως υποστηρίζει, καθότι στο πλαίσιό της δεν παραμένει κανείς άθικτος, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό, με τη μοναξιά, ενώ για να σημαδέψει σωστά τον στόχο, στοχεύει επίσης τον ίδιο του τον εαυτό. Κάπου εδώ όμως σταματούν οι ομοιότητες καθώς, όπως υπενθυμίζει η Αϊζενστάιν, «η ψυχανάλυση δεν είναι σε θέση να προσφέρει μια Weltanschauung [κοσμοθεωρία]».

Σε κατάσταση συναγερμού

Μέσα από μια σύγχρονη ματιά και από την εμπειρία της –κλινική, θεωρητική και θεσμική –η συγγραφέας επικεντρώνεται στα άκρα, θα λέγαμε, της ψυχαναλυτικής λειτουργίας: εκεί όπου η αντιμεταβίβαση δοκιμάζεται θέτοντας τον αναλυτή σε κατάσταση συναγερμού, εκεί που οι δυνάμεις ζωής οδεύουν προς τον θάνατο ή όπου οι έννοιες διχάζουν και οι θεωρητικές κατασκευές –αν και απαραίτητες –δεν εκφράζουν πλήρως τα φαινόμενα που περιγράφουν. Σε κλινικό επίπεδο εστιάζει κυρίως σε περιπτώσεις η προβληματική των οποίων υφαίνεται πέραν του φάσματος της νεύρωσης, όπου «η νεύρωση μεταβίβασης δεν μπορεί να ξετυλιχθεί» (ασθενείς με ακραίες αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές σε ένα «πέραν της αποσυναρμογής», οριακοί, σωματικοί ασθενείς ή ασθενείς με μηχανιστική λειτουργία), αναδεικνύοντας τα δυσεπίλυτα και συχνά συγκλονιστικά αντιμεταβιβαστικά διλήμματα που θέτουν στον αναλυτή. «Τι γίνεται η ερμηνεία στην κλινική ακραίων περιπτώσεων, όπου η επίδραση ακόμα και ο ορισμός της μεταβίβασης είναι αινιγματικά;» διερωτάται μεταξύ άλλων σε σχέση με ασθενείς η ψυχική οργάνωση των οποίων καθιστά «δυσδιάκριτο το σημείο συνάντησης μεταξύ των ψυχικών λειτουργιών του ψυχαναλυτή και του ασθενούς και όπου η ερμηνεία καθίσταται εν τέλει τραυματική».
Παράλληλα, οι σπουδές της στη φιλοσοφία και η αγάπη της για τα έργα γνωστών συγγραφέων και σκηνοθετών κεντρίζουν τις συνειρμικές της περιπλανήσεις και λειτουργούν ως έναυσμα για κλινικό και θεωρητικό στοχασμό πάνω σε ζητήματα όπως το όνειρο και ο σωματικός πόνος, η προβληματική της υπακοής και του κομφορμισμού ή η μετουσίωση και ο καταναγκασμός για γράψιμο στην περίπτωση της ερωτικής λογοτεχνίας· ακόμα και πάνω σε έννοιες που δεν εμπίπτουν στο μεταψυχολογικό λεξιλόγιο όπως ο έρωτας ή το πάθος.
Εστιάζοντας στο ύστερο κυρίως έργο του Φρόιντ (όπως προδιαγράφεται ήδη από το 1914-15), οι θεωρητικοί προβληματισμοί της συγγραφέως, με βάση την κλασική ψυχαναλυτική θεώρηση και την ψυχοσωματική, εμπλουτίζονται και διευρύνονται από το έργο ορισμένων από τους σημαντικότερους σύγχρονους ψυχαναλυτές (A. Green, M. de M’ Uzan, M. Fain, P. Marty, B. Rosenberg κ.ά). Αναδεικνύοντας τις πολύπλευρες κλινικές τους εκφάνσεις μέσα στη δυναμική της μεταβίβασης, η Αϊζενστάιν στοχεύει έννοιες όπως η ενόρμηση του θανάτου, η ανυπαρξία του θανάτου στο ασυνείδητο, η αποψυχικοποίηση, η αναμνημόνευση ή ο χαρακτήρας «που θέτει πάντοτε το ζήτημα του τραυματισμού»· καθώς και θέματα που άπτονται της τεχνικής όπως η ερμηνεία και ο λόγος, η αντίσταση και η ψυχική διεργασία. Γράφει λ.χ.: «Η ενόρμηση θανάτου […] δεν είναι μόνο η κίνηση αποσύνδεσης […] αλλά εκείνο που, από το εσωτερικό του ψυχισμού, απειλεί κάθε εργασία σκέψης» ή επίσης: «Μου φαίνεται ότι υπάρχουν λιγότερο συχνές αναφορές στο ζήτημα της αναζήτησης εκείνου που κινεί την ψυχική λειτουργία του ψυχαναλυτή κατά τη διάρκεια αυτού του δύσκολου έργου, που είναι συναρπαστικό αλλά μερικές φορές απογοητευτικό, και αποβλέπει στην αποκατάσταση, στην ανασύσταση μιας ψυχικής εργασίας που διεξάγεται από κοινού».

Μετά τον Φρόιντ

«Μετά τον Φρόιντ τι εννοούμε εμείς, σήμερα, όταν μιλάμε για θεραπευτική πράξη της ψυχανάλυσης ή για την αποτελεσματικότητά της;». Καίριο ερώτημα που η Αϊζενστάιν διερευνά με βάση την εργασία της ως επόπτριας αλλά και την εμπειρία της από τη λειτουργία των ψυχαναλυτικών θεσμών (πρόεδρος της SPP και του IPSO, μέλος σε διεθνείς ψυχαναλυτικές ομάδες εργασίας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της Revue Française de Psychanalyse και ιδρυτικό μέλος της Revue Française de Psychosomatique). Υπενθυμίζοντας ότι «τα τεχνικά κείμενα του Φρόιντ είναι πράγματι κείμενα δεοντολογίας και ηθικής», προσεγγίζει με κριτικό πνεύμα τα θεωρητικο-κλινικά μοντέλα μετάδοσης της ψυχανάλυσης, καθώς και συνοδά θέματα, όπως εκείνα του πλαισίου και της αντιμεταβίβασης, στην οποία συμπυκνώνεται το ζήτημα της ηθικής τής ψυχανάλυσης, που «είναι πρωτίστως η μη χρησιμοποίηση της μεταβίβασης που συνεπάγεται την ουδετερότητα, τον σεβασμό του πλαισίου, την εγκράτεια και τέλος αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «ασκητισμό του ψυχαναλυτή», που είναι καθαυτό αδιανόητος χωρίς προηγούμενη ανάλυση του ψυχαναλυτή».
Και καταλήγει: «Τι να σκεφτεί κανείς για τους δρόμους που οδηγούν στην άσκηση ενός «σχεδόν ανέφικτου» επαγγέλματος, αν όχι ότι είναι δύσβατοι, δύσκολοι, επώδυνοι κι ότι απαιτούν υπομονή, πάθος, επιμονή και ταπεινότητα». Με αυτά τα εφόδια στη φαρέτρα της η Αϊζενστάιν ξετυλίγει την πολύπλευρη εμπειρία της και μας τη μεταφέρει γενναιόδωρα μέσα από τη γραφή της.
Η κυρία Ελίζα Νικολοπούλου είναι κλινική ψυχολόγος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ