Θα πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός για να εντοπίσει το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Χάρβαρντ στο Ναύπλιο: το όμορφο νεοκλασικό κτίριο που αποτελούσε το παλιό δημαρχείο της πόλης δηλώνει τη σημερινή του ιδιότητα χωρίς να καταφεύγει σε κραυγαλέες επιδείξεις, μόνο με το λάβαρο του πανεπιστημίου στην πρόσοψη που βλέπει στην πλατεία Φιλελλήνων. Αθόρυβα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την παρουσία του στην Ελλάδα, η οποία αυτές τις ημέρες κλείνει δέκα ιδιαίτερα δημιουργικά χρόνια καθώς η επίσημη εγκατάστασή του στο Μέγαρο Ιατρού χρονολογείται στις 28 Ιουνίου 2008. Ξεκίνησε την ύπαρξή του ως γραφείο του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Χάρβαρντ στην Ουάσιγκτον (Center for Hellenic Studies), έκτοτε όμως η έκταση και η ποικιλία των δραστηριοτήτων του στην Ελλάδα οδήγησαν στο να θεωρείται πλέον δίδυμο κέντρο του αμερικανικού. Η εξέλιξη αυτή ήταν και ένα από τα πρώτα πράγματα που μας επισήμανε στην ξενάγησή του ο κ. Ιωάννης Πετρόπουλος, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στην Ελλάδα και καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Περνώντας από την αίθουσα διαλέξεων στην ψηφιακή βιβλιοθήκη «Γεώργιος Δ. Βερναρδάκης», σταματώντας για να ρίξουμε μια ματιά στο εντυπωσιακό «Cradle», τη μηχανή ψηφιοποίησης βιβλίων του Κέντρου, για να καταλήξουμε τελικά στην αίθουσα σεμιναρίων, είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για τις απαρχές, τους σκοπούς και τις δράσεις του στη δεκαετία της ύπαρξής του.
Εν αρχή ην το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών της Ουάσιγκτον. «Ιδρύθηκε το 1961, επί προεδρίας Τζον Κένεντι», μας λέει ο Ιωάννης Πετρόπουλος, «σε μια εποχή αισιοδοξίας αλλά και εγρήγορσης για θέματα παιδείας. Ιδρυτές ήταν ο Πολ Μέλον, ευεργέτης, φιλότεχνος αλλά πρωτίστως φιλέλληνας, και η Μαρί Μπίαλ, κόρη αμερικανού υπουργού Εξωτερικών και πρώην σύζυγος αμερικανού πρεσβευτή στην Ελλάδα. Σκοπό είχε την ανάπτυξη νέων μεθόδων διδασκαλίας και διάδοσης των ελληνικών γραμμάτων –κυρίως όμως την ανάδειξη των ανθρωπιστικών αξιών των αρχαίων Ελλήνων που υπήρξαν και γενεσιουργές αρχές του Διαφωτισμού και της βορειοαμερικανικής πολιτείας».
Το Χάρβαρντ στην Ελλάδα
Η σκέψη ωστόσο για μια φυσική παρουσία στην Ελλάδα θα ερχόταν σαράντα περίπου χρόνια αργότερα με πρωτοβουλία του Γκρέγκορι Ναζ, καθηγητή Κλασικών Σπουδών του Χάρβαρντ και διευθυντή του αμερικανικού Κέντρου από το 2000. «Το Κέντρο των Ελληνικών Σπουδών ανά τον κόσμο, ο φυσικός τους χώρος είναι η Ελλάδα. Δεν είναι παράξενο που ο καθηγητής Γκρέγκορι Ναζ σκέφτηκε λοιπόν ότι οφείλει να αποκτήσει παρουσία εδώ. Η γένεση της ιδέας ανάγεται μεταξύ 2002 και 2003, στα χρόνια που το Χάρβαρντ ακολουθεί πια μια συνειδητή πολιτική εξωστρέφειας, όταν σταθμοί και γραφεία συγκεκριμένων Κέντρων του ιδρύονται σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Για παράδειγμα, το 2004 ιδρύθηκε το Dubai Center από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, το 2005 απέκτησε νομική υπόσταση στην Ελλάδα το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών, προτού καν εγκατασταθεί στο Ναύπλιο δηλαδή, και έπονται άλλα, το 2010 στη Σανγκάη, το 2017 στο Γιοχάνεσμπουργκ και στην Τυνησία. Η σημασία της παρουσίας μας εδώ έγκειται στο ότι, όπως καταλαβαίνετε, έχει σημασία για έναν αμερικανό φοιτητή να δει από κοντά την Ακρόπολη ή ακόμη και μια ελιά στην Ελλάδα –η επιτόπια παρουσία αλλάζει τα δεδομένα της διδασκαλίας. Προσφέρει μια βιωματική απτότητα, μια immersion όπως λέμε στα αγγλικά, μια εμβάθυνση ή εμβάπτιση στον ζωτικό χώρο των ελληνικών σπουδών. Επιπλέον, το Χάρβαρντ επωφελείται από το δυναμικό των συναδέλφων των ελληνικών πανεπιστημίων, τη δεξαμενή ταλέντου που υφίσταται στην Ελλάδα της κρίσεως».
Θα περίμενε κανείς ότι ένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου θα επέλεγε ως βάση του την Αθήνα –ή αυτή είναι η πρώτη σκέψη σε μια χώρα που έχει συνηθίσει στην αθηνοκεντρική λογική. Επισημαίνω στον κ. Πετρόπουλο πως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι οι ιθύνοντες του Χάρβαρντ στράφηκαν σε άλλη κατεύθυνση. «Η επιλογή υπαγορεύθηκε από τη σκέψη του καθηγητή Ναζ ότι ένα τέτοιο Κέντρο θα έπρεπε να δίνει στον φοιτητή και στον ερευνητή την ευκαιρία να γνωρίσει την Ελλάδα από πρώτο χέρι –κάτι που δεν γίνεται στην τύρβη της Αθήνας. Εδώ, έστω και σε μικρή κλίμακα, μπορεί να γίνει. Το Ναύπλιο κρύβει άλλωστε έναν βαθύτερο συμβολισμό: ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της μετεπαναστατικής Ελλάδας, επομένως το Κέντρο επιστρέφει κατά μία έννοια στις ρίζες του νεοελληνικού κράτους. Η Αργολίδα επίσης υπήρξε η κοιτίδα του μυκηναϊκού πολιτισμού, του πρώτου αναγνωρίσιμου ελληνικού πολιτισμού. Και η περιοχή, από πρακτικής άποψης, προσφέρει στρατηγική πρόσβαση σε πολύ σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, στις Μυκήνες, στην Ολυμπία, στη Νεμέα».
Η δράση του Κέντρου
Ποιες ακριβώς είναι οι κύριες δράσεις που επιτελεί το Κέντρο στην Ελλάδα; «Πρώτα-πρώτα θα έλεγα ότι το Κέντρο είναι μια βιβλιοθήκη του Χάρβαρντ, ανήκει στο σύστημα των 73 βιβλιοθηκών του. Αυτό σημαίνει ότι ηλεκτρονικά οι βιβλιοθήκες του Χάρβαρντ βρίσκονται στο Ναύπλιο και είναι προσιτές στους πάντες.
Είμαστε δηλαδή προέκταση της μεγαλύτερης πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης του κόσμου, το φυσικό τμήμα της οποίας εκτείνεται σε 18 εκατομμύρια τόμους, αν δεν κάνω λάθος. Πέρα από αυτή την πρόσβαση στη γνώση, το Κέντρο είναι χώρος φιλοξενίας προγραμμάτων του Χάρβαρντ, προγραμμάτων με φοιτητές και καθηγητές με αντικείμενο πρωτίστως τον ελληνικό πολιτισμό».
Τα προγράμματα αυτά αφορούν κατά βάση φοιτητές του Χάρβαρντ και πολλών άλλων αμερικανικών πανεπιστημίων που συνεργάζονται με αυτό, έχουν ωστόσο και διακριτό ελληνικό χρώμα. «Υπάρχει το πρόγραμμα λυκειοπαίδων: 18 μαθητές της Αργολίδας διδάσκονται εδώ το καλοκαίρι από μέλη ΔΕΠ του Χάρβαρντ, που φέρνουν μαζί τους τέσσερις προπτυχιακούς ως βοηθούς έδρας. Μετακαλούνται να διδάξουν και καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμπράττει επίσης και το Ιδρυμα Φούλμπραϊτ. Το πρόγραμμα έχει χαρακτήρα μεθοδολογικό, εισάγει τους μαθητές σε ένα σεμινάριο που τους μαθαίνει να σκέπτονται, να γράφουν και να εκφράζονται επιστημονικά με αντικείμενο τις κοινωνικές επιστήμες, από τον Αριστοτέλη ως τον Μαρξ και τον Νίτσε. Πρόκειται για μια ηπιότερη, θα έλεγα, μορφή ενός μαθήματος που προσφέρεται σε πρωτοετείς του Χάρβαρντ. Υπάρχει επίσης το πρόγραμμα της πρακτικής άσκησης. Πέρυσι είχαμε 12 φοιτητές, 7 Αμερικανούς και 5 από ελληνικά ΑΕΙ, που απασχολήθηκαν εθελοντικά σε συγκεκριμένες δραστηριότητες με επιστημονικό περιεχόμενο. Μετά το πέρας του ελληνικού μέρους του προγράμματος που διαρκεί πέντε εβδομάδες, οι έλληνες φοιτητές πηγαίνουν στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών της Ουάσιγκτον για ένα δεκαήμερο επισκεπτόμενοι ιδρύματα συναφή με το αντικείμενο των σπουδών τους».
Δέκα χρόνια μετά την επίσημη έναρξη της λειτουργίας στο κτίριο που ο Δήμος Ναυπλιέων αποφάσισε να ανακαινίσει και να εκμισθώσει στο Κέντρο, η αποτίμηση του αποτελέσματος είναι για τον Ιωάννη Πετρόπουλο «μια ευχάριστη έκπληξη. Ξεκινήσαμε πολύ ταπεινά το 2008, έτος κατά το οποίο ξέσπασε η οικονομική κρίση στις ΗΠΑ και εν συνεχεία και στην Ελλάδα. Αποκτήσαμε συνεργασίες με την τοπική κοινωνία, με σχεδόν όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια, με τοπικές βιβλιοθήκες, με την Εθνική Βιβλιοθήκη. Αναπτυχθήκαμε σε πείσμα των καιρών λοιπόν».
Η αρχαιότητα σήμερα
Ρωτώ αν οι καιροί αυτοί είναι ευμενείς για τις κλασικές σπουδές. «Θα έλεγα ότι οι κλασικές σπουδές βρίσκονται σε άνθηση. Δεν έχουμε την εξάπλωση της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο, έχουμε όμως μια υγιή εμμονή στην πρόσληψη. Ωφελείται μέσω αυτού η αρχαιογνωσία. Ελλοχεύει βέβαια ένας κίνδυνος: να ασχολούμαστε με τη μετάπλαση και τη μεταγενέστερη μορφή αγνοώντας το πρωτότυπο, ιδίως όταν πρόκειται για κείμενο η γνώση του οποίου απαιτεί και αυστηρή εκπαίδευση και τριβή. Θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας επίσης ότι σήμερα υφίσταται αμείωτο ενδιαφέρον για την Ελλάδα στη Λατινική Αμερική, στη Νότια Αφρική και στην Κίνα. Ξέρετε, μεγαλύτερος πόλος έλξης παγκοσμίως, μεγαλύτερος και από την έννοια της δημοκρατίας, είναι η ελληνική μυθολογία. Θα έλεγα ότι η μυθολογία και η αξιοποίησή της από λογοτέχνες και καλλιτέχνες είναι μείζον κληροδότημα των αρχαίων Ελλήνων. Στον αγγλόφωνο ειδικά κόσμο συναντούμε πολύ συχνά μεταπλάσεις της –το 2017, για παράδειγμα, ο ιρλανδός συγγραφέας Κολμ Τόιμπιν παρουσίασε μια μετάπλαση της «Ορέστειας» με το μυθιστόρημα «House of Names». Βλέπω λοιπόν με συγκρατημένη αισιοδοξία, όχι όμως με αυταρέσκεια ή ανακούφιση, ότι οι ελληνικές σπουδές κρατούν καλά και δεν χρειάζονται καν πρόγραμμα δημοσίων σχέσεων πουθενά γιατί η αξία τους είναι δεδομένη».
Δεδομένη οπωσδήποτε, με ποιους τρόπους και μέσα όμως ικανή να εμπνεύσει ως καθημερινή πραγματικότητα, όχι απλά ως διαρκής μνημόνευση μιας χρυσής, περασμένης εποχής; «Πρέπει να ξεφύγουμε από την άκριτη ευλάβεια, να δούμε τη ζωτική σημασία της αρχαιότητας για το σήμερα. Και θα πρέπει να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ χρήσης και κατάχρησης του ελληνικού πνεύματος. Εχω διδάξει πρόσφυγες που τους συνήρπασαν τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη. Ζητήματα όπως ο δεσποτισμός φάνηκαν μεμιάς να βρίσκουν κατανόηση σε ανθρώπους από την Υποσαχάρια Αφρική. Από την άλλη πλευρά, ας θυμηθούμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936: είναι η πλήρης διαστροφή ενός ιδεώδους από τον Χίτλερ. Γι’ αυτό και σήμερα χρειαζόμαστε ερευνητές όπως οι άνθρωποι του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών, εδώ και στην Ουάσινγκτον, που θα λειτουργήσουν ως θεματοφύλακες, που θα προστατέψουν από τις επιδιωκόμενες στρεβλώσεις της ελληνικής σκέψης. Θα μνημονεύσω εδώ τον μεγάλο φιλόλογο Βέρνερ Γέγκερ, του οποίου η βιβλιοθήκη αποτέλεσε τον πυρήνα της βιβλιοθήκης του Κέντρου της Ουάσιγκτον. Βλέπω ένα πορφυρό νήμα να συνδέει τη βιβλιοθήκη του με το χειρόγραφο «Venetus A», την αρχαιότερη σωζόμενη έκδοση της «Ιλιάδας» που έφερε στη Δύση ο καρδινάλιος Βησσαρίων μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, έναν βυζαντινό θησαυρό του 10ου αιώνα, τον οποίο ακριβώς ψηφιοποίησε το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών στην Ουάσιγκτον το 2007 και μέσω του ιστοτόπου του Χάρβαρντ έχει διαθέσει ελεύθερα, έτσι ώστε οι πάντες να έχουν πρόσβαση σε αυτό. Δεν είναι τυχαίο όμως ότι το έμβλημα του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών είναι ο Φάρος της Αλεξάνδρειας. Και εμείς, όπως ένα από τα θαύματα του αρχαίου κόσμου, κοιτάζουμε προς τα έξω, ανταποκρινόμαστε στην καταστατική αρχή του ιδρυτή του κέντρου, του Πολ Μέλον, να είμαστε φάρος των ανθρωπιστικών αξιών που πηγάζουν από τον ελληνικό πολιτισμό. Αναδεικνύουμε την ακαταμάχητη ήπια δύναμη του ελληνικού πολιτισμού».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ