Δυο αρχεία μετακινήθηκαν τις τελευταίες μέρες. Το αρχείο Νίκου Σκαλκώτα από το Ίδρυμα Χουρμουζίου-Παπαϊωάννου προς τη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη» και το αρχείο Νίκου Γκάτσου προς τη Βιβλιοθήκη Houghton του Χάρβαρντ, το κύριο αποθετήριο σπανίων βιβλίων και χειρογράφων του αμερικανικού πανεπιστημίου.
Δεν έχει σχολιαστεί ακόμη δημοσίως ο ξενιτεμός του αρχείου Γκάτσου. Ενδεχομένως επειδή ο πολύ σημαντικός (ποιητής, μεταφραστής και στιχουργός) Γκάτσος δεν φέρει το εθνικά βαρύ όνομα ενός Σεφέρη, ενός Ελύτη, ενός Καζαντζάκη ή ενός Καβάφη για να γίνει εθνικό θέμα η μετακόμιση του αρχείου του στην Αμερική. Αλλά, για να προλάβουμε τυχόν σχόλια, γιατί θα έπρεπε να γίνει θέμα; Υποχρέωση των κληρονόμων και των διαχειριστών των αρχείων είναι να φροντίσουν τα αρχεία αυτά να βρουν ασφαλή στέγη σε έναν φορέα που έχει τα μέσα να εγγυηθεί τη διατήρηση και φύλαξή τους, την επεξεργασία τους και τη διάθεσή τους στους ερευνητές για να τα αξιοποιήσουν; Πόσα αρχεία στην Ελλάδα μπορούν να υποσχεθούν ότι θα ικανοποιήσουν αυτές τις προϋποθέσεις σε πραγματικές συνθήκες και σε βάθος χρόνου;
Έλλειψη οικονομικών πόρων και σταθερής χρηματοδότησης, ελλιπής υλικοτεχνική υποδομή, ελλιπής ψηφιακή παιδεία και ψηφιακές υπηρεσίες, έλλειψη προσωπικού είναι παράγοντες που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα και την καλή λειτουργία πολλών ελληνικών αρχείων, ιδιωτικών και δημόσιων. Εδώ προστίθεται το καθαρά ελληνικό φαινόμενο, όπως σχολιάζουν ξένοι ερευνητές, της ανάπτυξης προσωπικής σχέσης ορισμένων υπαλλήλων αρχείων με το αρχείο που διαχειρίζονται, σε βαθμό που δυσχεραίνει την πρόσβασή του για τους ερευνητές.
Καθώς αρχίζει να αναπτύσσεται μια αρχειακή παιδεία, όλο και περισσότεροι κάτοχοι προσωπικών αρχείων λογοτεχνών προβληματίζονται σοβαρά για τη διάθεσή τους. Άλλοι, για λόγους οικονομικούς, ενδιαφέρονται να τα πουλήσουν. Ελάχιστοι εδώ είναι οι αρχειακοί φορείς που μπορούν να επενδύσουν στην αγορά αρχείων. Άλλοι ενδιαφέρονται να τα δωρίσουν, αρκεί ο φορέας που θα τα αποκτήσει να ενθαρρύνει την έρευνα, την προβολή τους και να δρομολογήσει την έκδοση ανέκδοτου υλικού. «Πού να τα δώσω;» είναι το συχνό ερώτημα.
Για τον ερευνητή, το πόσο stress-free είναι ένα αρχείο θα μπορούσε να αποτελεί κριτήριο αξιολόγησής του. Θετικά παραδείγματα δεν μας λείπουν. Για να περιοριστούμε στα λογοτεχνικά πράγματα, ψηλά σε μια υποτιθέμενη stress-free κλίμακα, βάσει του εύρους του πλούτου τους, της σπουδαιότητας των αρχείων τους, του αριθμού των επισκεπτών που εξυπηρετούν και των αναφορών τους σε μελέτες και διατριβές, είναι το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), με μεγάλο αριθμό λογοτεχνικών αρχείων, και τα Αρχεία της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, που εξελίσσονται σταδιακά στο αποθετήριο των λογοτεχνικών αρχείων της γενιάς του 1930.
Χαρακτηριστική και στα δύο είναι η ταχεία καταγραφή των προσκτήσεών τους και η δημοσιοποίησή τους, η άμεση εξυπηρέτηση εξ αποστάσεως και διά ζώσης, η γνώση και ο επαγγελματισμός των αρχειονόμων τους, τα καθημερινά τους ωράρια λειτουργίας, στοιχεία όλα που απελευθερώνουν τον ερευνητή από το άγχος των γραφειοκρατικών και άλλων κωλυμάτων. Τα Αρχεία της Γενναδείου ανήκουν σε ένα αμερικανικό ίδρυμα, την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, ίσως γι’ αυτό μένουν μακριά από ελληνικές παθογένειες.
Το ΕΛΙΑ, που κινείται ακόμη στη φιλέρευνη πεπατημένη του μακαρίτη Μάνου Χαριτάτου, ανήκει πλέον στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) που χρηματοδοτείται από την Εθνική Τράπεζα, η οποία οπωσδήποτε έχει τα μέσα και ευχόμαστε και τη θέληση να υποστηρίξει μέσω του Ιδρύματός της τη βιωσιμότητα και τη μεγάλη προσφορά στην έρευνα αυτού του αρχειακού φορέα.
Η Ακαδημία Αθηνών τιμά κατά καιρούς με τα μετάλλια και τα βραβεία της τέτοιους φορείς. Πέρα από τα πολλά λογοτεχνικά βραβεία, είναι καιρός να θεσπιστεί ένα μεγάλο ειδικό βραβείο, αναγνώριση για τους αρχειακούς φορείς που κάνουν καλά τη δουλειά τους. Ίσως αποτελέσει κίνητρο γενικής αναβάθμισης.