«Νεαρέ, κάνε πράγµατα. Φτιάξε αξεσουάρ, φτιάξε παπούτσια!». Ηταν στα 1970 όταν η θρυλική Νταϊάνα Βρίλαντ, κοιτώντας τον κατάµατα, έδινε στον 28χρονο τότε Μανόλο Μπλάνικ τη συµβουλή που έµελλε να καθορίσει αποφασιστικά το επαγγελµατικό του µέλλον. Η εµβληµατική συντάκτρια µόδας, διευθύντρια την εποχή εκείνη της αµερικανικής «Vogue», είχε εντυπωσιαστεί πραγµατικά από τα σχέδια παπουτσιών του νεαρού Ισπανού. Εκείνος την άκουσε και έκτοτε εξελίχθηκε στον απόλυτο κυρίαρχο του χώρου το υπόλοιπο του 20ού και τις πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα. Ακόµη και τώρα δηλώνει πως θεωρεί τη Βρίλαντ κάτι σαν την αγαπηµένη «νονά» του. Τη φέρνει ολοζώντανη στη µνήµη του, φυλάει φωτογραφίες της και τη νιώθει διαρκή πηγή έµπνευσης. Παρότι σήµερα είναι ταυτισµένος µε τις γυναικείες γόβες έχοντας επανεφεύρει το τακούνι-στιλέτο τη δεκαετία του ’70, την εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της πλατφόρµας δηλαδή, αρχικά δοκίµασε τις δυνάµεις του στο ανδρικό. Αµέσως, όµως, αισθάνθηκε περιορισµένος στυλιστικά και συνειδητοποίησε ότι δεν θα µπορούσε να φτάσει στο επίπεδο της φινέτσας που επιδίωκε. Εφτιαχνε πάντως παπούτσια για τον εαυτό του και, κατά καιρούς, όποτε είχε τη διάθεση, για τους φίλους του: τον Μπράιαν Φέρι, τον Πίτερ Σλέσινγκερ, τον Ντέιβιντ Χόκνεϊ, τον Μάικλ Ρόµπερτς.
Η αλήθεια είναι ότι η προσωπική διάθεση του δημιουργού έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια της (σχεδόν μισού αιώνα) καριέρας του. Πάντα «έπαιζε το τύμπανο στον δικό του ρυθμό», σύμφωνα με τον βρετανικό Τύπο, χωρίς να υπακούει στις συμβατικές επιταγές της βιομηχανίας. Ετσι, το 2013 παρουσίασε μια ανδρική συλλογή-κάψουλα και τώρα ετοιμάζεται για τα εγκαίνια (στις 5 Ιουλίου) του πρώτου καταστήματός του αφιερωμένου αποκλειστικά στο ανδρικό παπούτσι στη Στοά Burlington της ακριβής συνοικίας Μέιφερ, έναν από τους ομορφότερους στεγασμένους εμπορικούς δρόμους του Λονδίνου. Θα είναι το 17o κατά σειρά κατάστημά του, παρότι ο ίδιος, κατά δήλωσή του, δεν τα μετράει. Λέει πως αυτά τα γνωρίζει πλέον η αγαπημένη του ανιψιά, στην οποία έχει αναθέσει τη διεύθυνση της εταιρείας. Εκείνη από την πλευρά της έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει τον απέραντο θαυμασμό της στη δημιουργία του «θείου Λόλο».
Γεννηµένος στις 27 Νοεµβρίου 1942 στη Σάντα Κρουζ ντε λα Πάλµα, στα Κανάρια Νησιά, από πατέρα αυστρο-ουγγρικής καταγωγής και µητέρα Ισπανίδα, ο Μανουέλ (Μανόλο) Μπλάνικ Ροντρίγκεζ έλαβε την πρώτη του εκπαίδευση µε διδασκαλία κατ’ οίκον. Αργότερα συνέχισε σε ελβετικό σχολείο. Οι γονείς του είχαν πολύ διαφορετικά σχέδια για το µέλλον του από τον δρόµο τον οποίο επέλεξε τελικά ο ίδιος. Εκείνοι ήθελαν να ακολουθήσει ο γιος τους διπλωµατική καριέρα, γι’ αυτό και τον έστειλαν στο Πανεπιστήµιο της Γενεύης προκειµένου να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήµες και Νοµική. Αντ’ αυτών, ο νεαρός Μανόλο σπούδασε τελικά Φιλολογία και Αρχιτεκτονική. Το 1965 πήρε το δίπλωµά του και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι να συνεχίσει τις σπουδές του στην Καλών Τεχνών και στη Σκηνογραφία στην École du Louvre, ενώ παράλληλα δούλευε σε ένα κατάστηµα vintage ενδυµάτων. Τρία χρόνια αργότερα, µετακόµισε στο Λονδίνο –όπου παραµένει µέχρι σήµερα η έδρα του –και εργάστηκε ως buyer στην µπουτίκ µόδας «Zapata», την οποία έµελλε να αγοράσει µε δάνειο, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν µε την ανδρική έκδοση της ιταλικής «Vogue» («L’ Uomo Vogue»).
Το 1972, ενώ είχε προηγηθεί η καθοριστική συνάντησή του µε την Νταϊάνα Βρίλαντ, ο σχεδιαστής Οσι Κλαρκ τον κάλεσε να σχεδιάσει παπούτσια για το σόου του και σύντοµα συνεργάστηκε µε σχεδιάστριες όπως η Ζαν Μουίρ και η Ζάντρα Ρόουντς. Το 1974 έγινε ο δεύτερος άνδρας που φιλοξενήθηκε στο εξώφυλλο της βρετανικής «Vogue», µετά τον αυστριακό ηθοποιό Χέλµουτ Μπέργκερ. Ωστόσο, το σηµείο καµπής στην καριέρα του ήρθε το 1977, όταν πούλησε τα παπούτσια του στις ΗΠΑ και άνοιξε εκεί το κατάστηµά του. Εκτοτε, απέκτησε µεγάλη φήµη ως σχεδιαστής παπουτσιών και η φίρµα του εξελίχθηκε σε επιτοµή του κλασικού στυλ.
Μία από τις µεγαλύτερες επιρροές του υπήρξε η µητέρα του, η οποία λάτρευε τη µόδα και συνήθιζε να φορά χειροποίητα παπούτσια. Απ’ αυτήν κληρονόµησε την αγάπη για τα λεπτά και φίνα υλικά που υπογραµµίζουν και αναδεικνύουν τη θηλυκότητα και έγιναν σήµα κατατεθέν των παπουτσιών του από κοινού µε την άνεση. Σηµαντική επιρροή υπήρξε επίσης και η θεία του, η οποία εν πολλοίς διαµόρφωσε το γούστο του. Από εκείνη έµαθε να εκτιµά την οµορφιά της πολυτέλειας, την τέχνη και την ευτυχία.
Από την πριγκίπισσα Νταϊάνα έως τη διευθύντρια της αµερικανικής «Vogue» Αννα Γουίντουρ και από την Κέιτ Μος έως τη Ριάνα, η λίστα των διάσηµων γυναικών που λατρεύουν τα παπούτσια του είναι µακρά και εντυπωσιακή. Ποιος δεν θυµάται, αλήθεια, την Κάρι Μπράντσο του «Sex and the City» που υπερασπίστηκε το δικαίωµα των γυναικών στα παπούτσια θυσιάζοντας το ενοίκιό της για ένα ζευγάρι «Manolos»;
Ο ίδιος, πάντως, έχει τη φήµη του δύσκολου συνεργάτη και το παραδέχεται χωρίς πρόβληµα. Ουδέποτε σπούδασε επισήµως υποδηµατοποιία. Απέκτησε τη δεξιότητά του επισκεπτόµενος εργοστάσια και µιλώντας σε κατασκευαστές και τεχνίτες. Ασχολείται προσωπικά µε τη δηµιουργία των παπουτσιών του σε όλα τα στάδια και όταν η διαδικασία φτάσει στη µαζική παραγωγή την επιβλέπει στενά ώστε να διασφαλίσει ότι κάθε ζευγάρι είναι ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου. «Το παπούτσι είναι σαν το άρωµα» δήλωσε πρόσφατα. «Το µυρίζεις και θυµάσαι». «Εργάζοµαι το βράδυ. Εχω όνειρα και απλώς τα καταγράφω. Ξέρω όµως ότι κανείς δεν µπορεί να είναι τέλειος. Η τελειότητα είναι αδύνατη…».
Λίγο προτού συµπληρώσει τα 76 του χρόνια, δεν δείχνει την παραµικρή διάθεση να αποσυρθεί, ούτε καν να µειώσει ταχύτητα. Ισως επειδή, όπως έχει πει, διατηρεί ακόµη τεράστια περιέργεια για τη ζωή: «Οταν κάνω κάτι, ίσως δεν είναι καινούργιο, αποπνέει όµως πάντα µια νέα αίσθηση…».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιουνίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ