Δεν είναι σύνηθες να πραγματοποιείται μια συνέντευξη σε τρένο που βρίσκεται εν κινήσει (εκτελώντας το δρομολόγιο Βερολίνο – Αννόβερο, για όποιον ενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες), ούτε φυσικά να βρίσκει ο συνεντευξιαστής τον συνεντευξιαζόμενο με μια ελέγκτρια εισιτηρίων καθισμένη στα γόνατά του προσπαθώντας να πάρει πόζα για μια καλή σέλφι. Ωστόσο ο Μπιλ Μάρεϊ δεν ήταν ποτέ ένας τυπικός σταρ του Χόλιγουντ, και αυτό το γνωρίζουμε εδώ και πολλά χρόνια, από τότε, για παράδειγμα, που του επέβαλαν οι παραγωγοί της «Μέρας της Μαρμότας» να προσλάβει μια γραμματέα να του μεταφέρει τα αιτήματά τους γιατί δεν τον έβρισκαν ποτέ οι ίδιοι και εκείνος επέλεξε μια κωφάλαλη για τη θέση.
Υπάρχουν φυσικά και άλλες ενδεικτικές ιστορίες: κάποτε τράκαρε στη Στοκχόλμη οδηγώντας μεθυσμένος ένα αμαξάκι του γκολφ, μια φορά εμφανίστηκε εντελώς απροειδοποίητα σε φοιτητικό πάρτι στο σκωτσέζικο Πανεπιστήμιο του St Andrews και βοήθησε μάλιστα στο τέλος και στο πλύσιμο των πιάτων και των ποτηριών, ενώ συνηθίζει να κλέβει τηγανητές πατάτες από τα πιάτα αγνώστων περπατώντας προς το τραπέζι του όταν βρίσκεται σε κάποιο εστιατόριο –αν του παραπονεθούν απαντάει ανέκφραστα: «Κανείς δεν θα σας πιστέψει». Υπάρχει άλλωστε ολόκληρη ιστοσελίδα (www.billmurraystory.com) που είναι αφιερωμένη στα παράξενα, αξέχαστα συναπαντήματα που έχουν να αφηγούνται οι θαυμαστές του.
Αφορμή για τη δική μας συνάντηση, η οποία συνέβη τελικά έπειτα από διάφορες περιπέτειες, που θα άξιζαν να γίνουν ανάρτηση στο προαναφερθέν site, είναι η παράσταση «New Worlds», την οποία θα δούμε στις 19 Ιουνίου στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Κάποιοι θα υποθέσουν ότι πρόκειται για θέατρο, όμως όχι. Ο 67χρονος ηθοποιός αποδεικνύει χάρη στο άκρως ψυχαγωγικό αυτό θέαμα τις ικανότητές του ως ολοκληρωμένου περφόρμερ, αφού για τις ανάγκες του σόου απαγγέλλει κείμενα, αναπαριστά διαλόγους, χορεύει (ελαφρώς αδέξια, αλλά χαριτωμένα) και τραγουδάει (δεν είναι Παβαρότι, αλλά τον ακούς πολύ ευχάριστα). Την αγάπη του για το τραγούδι την έχει επιδείξει άλλωστε και στο παρελθόν: στο πλατό του «Saturday Night Live», καθώς και σε μια σκηνή με καραόκε που είδαμε στην ταινία «Χαμένοι στη μετάφραση», αλλά και ερμηνεύοντας πριν από έναν χρόνο το τραγούδι «Happy Street» στο τελευταίο άλμπουμ του καναδού μουσικού Πολ Σάφερ με τίτλο «Paul Shaffer & the World’s Most Dangerous Band».
Η ιδέα για το «New Worlds» γεννήθηκε με αφορμή τη φιλία του αμερικανού κωμικού με τον φημισμένο γερμανό τσελίστα Γιαν Βόγκλερ, ο οποίος έστησε κατά βάση το πρόγραμμα της παράστασης που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ποιήματα, αποσπάσματα από βιβλία του Ερνεστ Χέμινγουεϊ και του Μαρκ Τουέιν, συνθέσεις του Σούμπερτ, του Πιατσόλα και του Μπαχ, ακόμη και τραγούδια από το «Porgy and Bess» ή το «West Side Story». Οι δυο τους γνωρίστηκαν πριν από μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια αεροπορικής πτήσης. Οι θέσεις τους βρίσκονταν πολύ κοντά και ο Μάρεϊ δεν έχασε την ευκαιρία να πειράξει τον μουσικό σχετικά με το αν θα κατάφερνε να χωρέσει στο αεροπλάνο την ογκώδη θήκη τού (κατασκευασμένου από τον Στραντιβάρι) τσέλου του. Δέθηκαν τελικά πιο ουσιαστικά όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν από κοινού την κρίση πανικού που έπαθε μια συνεπιβάτιδά τους: «Εγώ είχα καλά χάπια και ο Μπιλ καλά αστεία» είπε γελώντας ο φημισμένος σολίστας τη λίγη ώρα που μιλήσαμε προτού συναντήσω τον διάσημο φίλο και συνεργάτη του. Το προηγούμενο βράδυ το κοινό της Φιλαρμονικής του Βερολίνου όπου εμφανίστηκαν τους είχε αποθεώσει.
«Οταν καταλήξαμε στην απόφαση να συνδυάζει η παράσταση κείμενα και μουσική, δοκιμάσαμε πρώτα διάφορα τραγούδια γιατί θέλαμε να δούμε αν ο Μπιλ μπορεί να τα ερμηνεύσει καθώς γνωρίζουμε πόσο ανιαρά μπορούν να γίνουν τα βράδια κλασικής μουσικής και λογοτεχνίας, οπότε μας ενδιέφερε να παρεμβάλλονται και τραγούδια» εξήγησε ο Βόγκλερ. «Οσον αφορά την επιλογή των κειμένων, στη διαδικασία μάς βοήθησαν κάποιοι φίλοι που γνωρίζουν καλά από λογοτεχνία. Χρησιμοποιήσαμε όσες αλληλοσυμπληρούμενες δυνάμεις μπορούσαμε». Για την ερμηνεία των μουσικών κομματιών επιστρατεύτηκαν δύο εξαιρετικές μουσικοί: η κινέζα βιολίστρια (και σύζυγος του Βόγκλερ) Μίρα Γουάνγκ και η Βανέσα Πέρεζ, πιανίστρια από τη Βενεζουέλα.
Οταν τελικά κάθομαι απέναντι από τον Μπιλ Μάρεϊ, μου ξεκαθαρίζει ότι δεν θέλει να μιλήσει καθόλου για το σινεμά ή τα προσωπικά του. Δεν μοιάζει να βρίσκεται γενικώς στην καλύτερή του διάθεση –ίσως να φταίει που τα αμερικανικά μέσα τον περνούσαν γενεές δεκατέσσερις εκείνη την ημέρα επειδή δήλωσε στο πλαίσιο συνέντευξης στη βρετανική εφημερίδα «The Guardian» ότι δεν γνωρίζει για τι ακριβώς κατηγορείται ο Χάρβεϊ Γουάινστιν –αν και ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος τι συμβαίνει πίσω από αυτό το πρόσωπο που συνδυάζει μοναδικά ανία και ειρωνεία. Μιλάμε αρχικά για το «Jeanie With the Light Brown Hair» του Στίβεν Φόστερ, ένα τραγούδι ερωτικού αποχωρισμού που μου άφησε την αίσθηση ότι τον συγκινεί.
Εκείνος κάνει για λίγο έναν ήχο σαν προσευχή προτού απαντήσει: «Πράγματι, το ξεχώρισα από την πρώτη στιγμή που μου το πρότειναν. Οπως μου είπε και κάποιος, αυτό το τραγούδι είχε ακουστεί μόνο από τον Μπαγκς Μπάνι (σ.σ.: είχε όντως χρησιμοποιηθεί παραφρασμένο σε κάποια επεισόδια της σειράς κινουμένων σχεδίων), οπότε με τιμά να το ερμηνεύω ολόκληρο για να το μάθει ο κόσμος όπως του αξίζει. Το κομμάτι αυτό σηματοδοτεί επίσης την πρώτη ίσως φορά στην παράσταση που πηγαίνουμε κάπου που δεν το περιμένει το κοινό, γι’ αυτό και αποτελεί πάντα μια ξεχωριστή στιγμή, όπως και τα τρελά μας ανκόρ. Η παράσταση είναι δομημένη έτσι που να αψηφά τις προσδοκίες των θεατών και να τους επιτρέπει να είναι ανοιχτοί. Νομίζω ότι όσοι έρχονται να μας δουν έχουν εμπιστοσύνη στην ευφυΐα των κειμένων και στη μαεστρία των μουσικών».
Η μοναδική ξεκάθαρη δική του συνεισφορά στο setlist είναι το τραγούδι «When Will I Ever Learn To Live In God?» του Βαν Μόρισον. Γιατί το αγαπάει τόσο που ζήτησε να έχει την ευκαιρία να το πει ο ίδιος; «Η επιλογή οφείλεται σε κάτι σαν ιερό ταξίδι που έκανα. Οδηγούσα πριν από μερικά χρόνια μέσα στην έρημο της Καλιφόρνιας, μια διαδρομή που την έχω κάνει αμέτρητες φορές, όμως εκείνη τη χρονιά είχε βρέξει πολύ και το τοπίο είχε γεμίσει με λουλούδια. Αντίκρισα αυτό το υπέροχο θέαμα την ώρα που έπαιζε το τραγούδι –το CD το έχω στο αυτοκίνητο, αλλά είχα πολύ καιρό να το ακούσω. Είχε σταματήσει πολύς κόσμος για να χαζέψει την ομορφιά και θυμάμαι πως έβλεπα την αντανάκλαση του ηλιοβασιλέματος στα γυαλιά ηλίου που φορούσαν. Με επηρέασε πολύ βαθιά αυτή η εμπειρία, ήταν πολύ δυνατή, και έστειλα αμέσως μήνυμα στον Γιαν ότι πρέπει να εντάξουμε αυτό το τραγούδι στο πρόγραμμα».
ΟΜπιλ Μάρεϊ γεννήθηκε και μεγάλωσε κοντά στο Σικάγο ως μέλος μιας πολύτεκνης ρωμαιοκαθολικής οικογένειας με καταγωγή από την Ιρλανδία, μοτίβο που το επανέλαβε στη ζωή του, καθώς έχει αποκτήσει έξι γιους από τις δύο συζύγους του. Ενα από τα οκτώ αδέλφια του, ο Μπράιαν Ντόιλ Μάρεϊ, έχει εμφανιστεί μάλιστα σε αρκετές ταινίες του.
Ο δημοφιλής κωμικός έγινε σταρ στα 80s παίζοντας σε επιτυχημένες κωμωδίες όπως οι «Ghostbusters» και το «Κλαμπ με τις λωλές» και επανεφηύρε –τρόπον τινά –τον εαυτό του στις αρχές του 21ου αιώνα πρωταγωνιστώντας σε ταινίες arthouse σκηνοθετών όπως η Σοφία Κόπολα, ο Τζιμ Τζάρμους και ο Γουές Αντερσον. Αναρωτιέμαι τι τον έχει διδάξει τώρα, έπειτα από μια τόσο μεγάλη καριέρα, η αναγκαστική του συνύπαρξη με τους κλασικούς μουσικούς, οι οποίοι, σε αντίθεση με τον ίδιο, φημίζονται για την πειθαρχία και την αφοσίωσή τους στην τέχνη τους: «Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω κάνει ποτέ κάποια σοβαρή εκπαίδευση στη μουσική» απαντά. «Προσπαθώ να απορροφώ ό,τι μπορώ όταν βρίσκομαι στη σκηνή μαζί τους. Αισθανόμουν στην αρχή σαν ένα άχρηστο εξάρτημα της παράστασης, πλέον όμως νιώθω κανονικό κομμάτι της και απολαμβάνω την επικοινωνία μας εν ώρα δράσης».
Υπάρχουν στιγμές κατά τη διάρκεια της παράστασης που κρύβεται πίσω από το πιάνο. Το κάνει για να αφήνει χώρο στους συνεργάτες του και να μην αποσπά συνεχώς το ενδιαφέρον του κοινού η δική του αναγνωρισιμότητα; «Μα, ποιος δεν χρειάζεται έναν μικρό υπνάκο;» λέει κάνοντας πλάκα. «Κρύβομαι για να μπορώ να τους παρατηρώ απρόσκοπτα. Αγαπούν πάρα πολύ τη δουλειά τους και μοιάζουμε σε αυτό. Δεν την αγαπώ, βέβαια, πριν και μετά την παράσταση, αλλά τα δευτερόλεπτα που ετοιμαζόμαστε να βγούμε στη σκηνή κάτι μαγικό συμβαίνει και διαρκεί για όσο βρισκόμαστε μπροστά στο κοινό. Εχω μιλήσει πρόσφατα με κάτι ροκάδες για την κούραση που συσσωρεύεται κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας, την ολοένα αυξανόμενη εξάντληση που νιώθεις ύστερα από κάθε σόου. Πριν από κάθε συναυλία σκέφτεσαι: «Δεν μπορώ καθόλου να το κάνω αυτό, δεν μου έχει μείνει τίποτα να δώσω, είμαι πτώμα, βάλτε με σε ένα κουτί και θάψτε με ή στείλτε με κάπου κι αν είμαι τελικά ζωντανός όταν φτάσω, θα χαρώ πολύ». Μόλις ωστόσο πατήσεις στο σανίδι, κάτι σαν Αγιο Πνεύμα σε καταλαμβάνει και το πιο παράξενο είναι ότι, παρά την κούραση που αυξάνεται, το κάνεις κάθε φορά και καλύτερα».
ΟΜάρεϊ έχει μιλήσει, με τον γνωστό αινιγματικό του τρόπο, κάπως επικριτικά όσον αφορά τον Ντόναλντ Τραμπ. Η παράσταση, ωστόσο, μοιάζει να στρέφεται αποκλειστικά σε μια νοσταλγική βουτιά στο παρελθόν. Σε μια τόσο ταραγμένη περίοδο όπως η τωρινή, πώς και δεν συμπεριελήφθησαν στα κείμενα ή στα τραγούδια κάποια πιο πρόσφατα που να μιλούν για το σήμερα; «Δεν θέλαμε να κάνουμε μια πολιτική δήλωση με αυτή την παράσταση, όμως ως άνθρωποι που ζουν και εργάζονται σήμερα είναι απίθανο να μην εκφράσουμε τελικά, έστω υπογείως, τις ιδέες και τις πεποιθήσεις μας, ακόμη κι αν σε πρώτη ανάγνωση αυτό που κάνουμε μοιάζει να έχει αναφορές σε περασμένες εποχές» λέει.
Τον ρωτώ αν έχει επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα. «Δεν έχω έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Εχω επισκεφθεί όμως την Κύπρο και θυμάμαι ένα υπέροχο γεύμα σε μια ελληνορθόδοξη μονή, εκκλησία, κάτι τέτοιο». Τον προβληματίζει το γεγονός ότι θα πρέπει να απαγγέλλει κάποια μακροσκελή αποσπάσματα στα αγγλικά σε θεατές που δεν είναι απολύτως εξοικειωμένοι με τη γλώσσα; (Να σημειωθεί εδώ πως η παράσταση στην Αθήνα θα έχει υπέρτιτλους.) «Στις χώρες όπου τα αγγλικά δεν είναι η κύρια γλώσσα, αλλά και επειδή ούτως ή άλλως κάποια αποσπάσματα χρησιμοποιούν αμερικανική σλανγκ προηγούμενου αιώνα, προσπάθησα να απαγγέλλω τα κείμενα παίζοντας, δραματοποιώντας τα, χρησιμοποιώντας το πρόσωπο, το σώμα και τη φωνή μου, και συνειδητοποίησα ότι αυτό θα έπρεπε να είχα κάνει από την αρχή. Η προσπάθεια να αναδείξεις το υλικό σε διδάσκει, σε οδηγεί» απαντάει και μου επισημαίνει ότι το τρένο πλησιάζει στον προορισμό του. Επόμενος σταθμός, Ηρώδειο. l
«Bill Murray, Jan Vogler and Friends: New Worlds»: Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στις 19 Ιουνίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιουνίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ