Ο Νίκος Μαστοράκης ετοιμάζεται για μια, στο παρά πέντε, πρεμιέρα: Είναι οι «Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης» του Εντεν Φον Χόρβατ, μια παράσταση που θα ζωντανέψει τον κόσμο του Μεσοπολέμου, ο οποίος, όπως λέει ο ίδιος σκηνοθέτης, «μοιάζει τόσο πολύ με τον δικό μας σήμερα». Γραμμένο λίγο πριν από την άνοδο του ναζισμού στην Ευρώπη, μας μεταφέρει σε μια κοινωνία που γλεντάει –στην άγνοια και κυρίως στη βλακεία της…
Kύριε Μαστοράκη, ήταν δική σας επιλογή το έργο;
«Ναι. Είναι ένα από τα κλασικά έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου και πολύ δύσκολο. Ο Χόρβατ παίρνει τη Βιέννη σαν την εμβληματική πόλη της Κεντρικής Ευρώπης, της χαράς, του κεφιού, της αυτοκρατορίας, της ελαφράδας, της σαμπάνιας, και λέει ότι όλα αυτά είναι ένα ψέμα και οι άνθρωποι μικροαστοί στα όρια της φτώχειας. Σε αυτούς στηρίχτηκε ο Χίτλερ, που πάνε με τον άνεμο. Οπως κι εδώ. Εχεις δει κανέναν διανοούμενο να πηγαίνει με τη Χρυσή Αυγή;».
Υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά με την εποχή μας;
«Πρώτα απ’ όλα η τρομακτική οικονομική κρίση. Οι άνθρωποι σχεδόν δεν έχουν να φάνε, είναι άνεργοι, κάνουν αεριτζίδικα επαγγέλματα και δεν καταλαβαίνουν γιατί τους συμβαίνουν όλα αυτά. «Τίποτα δεν είναι τόσο άπειρο όσο η βλακεία» λέει ο Χόρβατ ως υπότιτλο στο έργο του. Είναι οι άνθρωποι που θα κάνουν το καλύτερο για τον διπλανό τους και την επόμενη φορά θα βγουν να μιλήσουν υπέρ του Χίτλερ».
Ο φόβος τούς κινεί;
«Οχι, η βλακεία, η έλλειψη παιδείας. Πιστεύω ότι το μεγαλύτερο έλλειμμα στην Ελλάδα είναι η έλλειψη παιδείας. Τις κοινωνίες τις κάνουν οι άνθρωποι και ιδίως οι πολιτικοί. Κάποιοι ψηφίζουν συνειδητά, κάποιοι άλλοι από σπόντα. Είμαστε σε άθλιο χάλι, πάντα σε τέτοιο άθλιο χάλι ήταν η Ελλάδα –με εξαίρεση την περίοδο του ΠαΣοΚ της ψευδοευημερίας. Και όλοι αξιολογούν έτσι τα πράγματα, που αφήνουν την παιδεία για το τέλος. Οι προτάσεις Διαμαντοπούλου ήταν η αφετηρία για έναν διάλογο, αλλά έμεινε εκεί».
Είναι ηττημένοι οι ήρωες του Χόρβατ;
«Από γενέσεως. Είναι ηττημένοι από γενέσεως. Γιατί με το να ανήκεις σε μια τάξη αυτό σε ακολουθεί. Μπορεί να αλλάξει αργότερα, αλλά η νοοτροπία υπάρχει. Ας μην ξεχνάμε ότι ο μικροαστισμός δεν είναι μόνο ταξικό θέμα, αλλά είναι και μια ιδεολογία. Ακριβώς αυτό που κάνουμε σήμερα: Εχουμε τριακόσια ευρώ στο χέρι; Λέμε, μη μιλάς, με αυτά θα ζήσουμε… Βγήκε κανείς να φωνάξει επί της ουσίας; Αγανακτισμένοι, ναι, βγήκαν να φωνάξουν, και; Τι προτείνουν; Και εγώ θα μπορούσα να αυτοπυρποληθώ στην πλατεία. Και; Εχει χάσει ο κόσμος πια τον συνδετικό συλλογικό του ιστό. Ο Χόρβατ με την κινηματογραφική του γραφή, τις πολλές μικρές σκηνές και τις εναλλαγές χώρων είναι σαν να θέλει να δώσει ένα κοινωνικό fresco και να πει ότι «ναι, η βλακεία εξουσιάζει τον κόσμο». Γι’ αυτό και η παράστασή μας καταλήγει στο βαλς από τη «Nυχτερίδα» του Στράους που λέει ότι «ευτυχής είνα αυτός που μπορεί να ξεχάσει ό,τι δεν μπορεί να αλλάξει»».
Εσείς θέλετε να ξεχάσετε;
«Εγώ έχω πολύ καλές σχέσεις με τη μνήμη. Μου αρέσει να σκέφτομαι τα παλιά, πως αντιμετώπισα καταστάσεις αλλά και ανθρώπους που με καθόρισαν –δεν ήταν όλοι ονόματα, ήταν και φίλοι μου. Ενας από εκείνους που επηρέασε τις σκέψεις μου ήταν ο Δημήτρης Μαρωνίτης, αυτό το εκθαμβωτικό μυαλό –πήγαινα καθημερινά στις παραδόσεις του, στη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς υπάρχει μια τεράστια παρένθεση και με το που τελειώνει αυτή η γενιά δεν αντικαθιστά κανένας και τίποτα. Οπως και την άμεση επαφή δεν την αντικαθιστά καμιά αφήγηση. Το βλέμμα του ανθρώπου σού λέει τα πάντα. Επίσης ο Λευτέρης Βογιατζής: Εφυγα από τη «Σπασμένη στάμνα» και πήγα στη Βιέννη. Οταν επέστρεψα, μου ζήτησε να παίξω στον «Θείο Βάνια» και ήμουν ο πρώτος που σκηνοθέτησα στο θέατρό του –«Στην Εθνική με τα μεγάλα». Ως τότε σκηνοθετούσε μόνο ο ίδιος».
Πώς αντιδρά ένας καλλιτέχνης μέσα σε αυτή τη συγκυρία;
«Τρελαίνεται… Εγώ νομίζω ότι είμαι ημίτρελος πλέον. Γιατί αυτό δεν συμβαίνει μόνο στον ευρύτερο κόσμο, αλλά και στην καθημερινότητά μας. Ο φασισμός δεν έρχεται εξ ουρανού, ούτε είναι ομαδικός. Φασίστες είμαστε και στην προσωπική μας ζωή, στο θέατρο, παντού».
Και πού καταλήγετε;
«Δεν υπάρχει λύση. Και αν υπάρξει θα είναι τυχαία, και αυτό αφορά όλον τον πλανήτη. Δεν ξέρω πώς, αλλά αναίμακτα αδύνατον να συμβεί. Αυτή τη στιγμή ο κόσμος επαναπροσδιορίζεται. Αλλά με έναν Τραμπ και έναν Πούτιν, δεν είναι και η πιο κατάλληλη στιγμή. Λύσεις δεν υπάρχουν. Ισως αυτό να ήταν και το μεγάλο λάθος του κομμουνισμού –πολλοί σύγχρονοι διανοούμενοι το διερωτώνται σήμερα».
Πώς βλέπετε τους νέους;
«Δυστυχώς δεν έχουν κανενός είδους συνείδηση. Θα μπορούσα να είμαι πατέρας τους. Ανατράφηκαν με πολλές παροχές και δεν έμαθαν ποτέ τι σημαίνει βρίσκομαι στην κοινωνία, αγωνίζομαι, δουλεύω. Νοίζω ότι έχουν παρασυρθεί από το Internet και οι αντιδράσεις τους γίνονται μέσα στο Διαδίκτυο. Δεν υπάρχει πια η κοινωνικοποίηση του παρελθόντος. Ούτε αλληλογραφούμε πια –ανταλλάσσουμε SMS».
Τελικά, από την εμπειρία σας, είναι καλύτερα να δουλεύετε με μια συγκεκριμένη ομάδα ηθοποιών;
«Η οικειότητα γίνεται πολλές φορές κάτι το παρεξηγήσιμο. Δημιουργεί ένα ακαθόριστο όριο μεταξύ των ειδικοτήτων, μεταξύ του επαγγελματικού και του φιλικού, και αυτό δεν είναι πάντα καλό».
Θέατρο βλέπετε;
«Ναι, μου αρέσει να πηγαίνω στο θέατρο. Είμαι από τους πιο αφελείς θεατές που μπορείς να φανταστείς. Μου αρέσουν όλα. Θα πρέπει να είναι κάτι που να αντιτίθεται στην ιδεολογία μου ή στην αισθητική μου για να πω ότι δεν μου αρέσει. Συγκινούμαι και με τις μελό ιστορίες ενώ είμαι πολύ επιρρεπής στο γέλιο. Λατρεύω τις κωμωδίες και τους κωμικούς ηθοποιούς».
Τον χειμώνα στο θέατρο Αλίκη σκηνοθετείτε Φεϊντό.
«Δεν είναι εύκολο πράγμα η κωμωδία. Τη θεωρώ το πιο δύσκολο είδος. Γιατί το δράμα το εμπεριέχουμε όλοι. Η κωμωδία και το χιούμορ δεν είναι ίσα διανεμημένα. Ο ηθοποιός πρέπει να το ‘χει από μόνος του, δεν μπορείς να του επιβάλεις το χιούμορ. Αλλωστε υπάρχουν και κωμωδίες στις οποίες δεν χαχανίζεις, απλώς αισθάνεσαι μια ευχαρίστηση. Οπως εκείνες τις λεγόμενες κομεντί με την Ελλη Λαμπέτη που σου δημιουργούσαν ευφορία».
Συνήθως επιλέγετε έργα ενός κοινωνικού προβληματισμού.
«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να θέτω κάποια ερωτήματα, σαν να κάνω την αρχή για έναν διάλογο. Με τον χρόνο που περνάει πολλά πράγματα καταλαγιάζουν μέσα μου, αλλά συγχρόνως ανοίγουν πολύ περισσότερα από την άλλη μεριά. Οταν περάσεις τα εξήντα αρχίζει η ζωή να μετράει ανάποδα και να υπολογίζεις τα χρόνια που σου απομένουν. Οπότε τα ερωτήματα αφορούν το τι έχεις κάνει, ποιος είσαι, ποιος νομίζεις ότι είσαι, ποιες είναι οι σχέσεις σου με τους άλλους, τι νομίζουν οι άλλοι για σένα».
Και τα συμπεράσματα;
«Νομίζω ότι οι άλλοι έχουν πολύ πιο δίκιο σε αυτή την επαφή που έχουν μαζί μου για να με περιγράψουν. Γιατί εγώ βλέπω αυτό που λέει ο Λακάν, το στάδιο του καθρέφτη. Βλέπω ένα μέρος του εαυτού μου, δεν βλέπω τι γίνεται πίσω μου, ενώ οι άλλοι το βλέπουν ολόκληρο. Μόνο από τα βλέμματα των άλλων έχουμε το όλον».
Πού και πότε:
Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Υπόγειο.
Η πρεμιέρα προγραμματίζεται για τα μέσα Ιουνίου
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης» του Εντεν φον Χόρβατ.
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας.
Σκηνοθεσία – σκηνογραφία: Νίκος Μαστοράκης.Κοστούμια: Κλερ Μπρέισγουελ.
Κίνηση: Βάλια Παπαχρήστου.
Παίζουν: Ναταλία Τσαλίκη, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Κωνσταντίνα Τακάλου, Ολγα Δαμάνη, Ιωάννα Μαυρέα κ.ά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ