«Να μην παραμελώ την ευπρέπεια, ή την καθαριότητα,
για να μην εκπέσω στη ρυπαρότητα»,
Τζόναθαν Σουίφτ
Εγινα µάρτυρας ενός πολύ δυσάρεστου γεγονότος στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο. Μέσα σε ένα έτοιμο να ανοίξει σαν κονσέρβα από τους συμπιεσμένους επιβάτες βαγόνι, μια κυρία από εκείνες τις ξανθές, τις τσαούσες, με τις μπούκλες, τα μακριά κόκκινα νύχια και τις επώνυμες τσάντες-μαϊμούδες επέπληξε σε έντονο ύφος μια άλλη για τη μυρωδιά της. Γύρισε ξαφνικά και της είπε: «Κυρία μου, για όνομα του Θεού, κάντε και κανένα μπάνιο όταν χρησιμοποιείτε το τρένο, ζέχνετε! Τι σας φταίμε εμείς οι υπόλοιποι;». Ο τρόπος της ήταν εξαιρετικά αγενής. Ομως η άλλη κυρία πράγματι έζεχνε σαν κουνάβι, το είχα διαπιστώσει κι εγώ, όταν βρέθηκα δίπλα της. Μην αντέχοντας κατάφερα να συρθώ λίγο πιο ‘κεί και να στρέψω τη μύτη μου προς το ανοιχτό παράθυρο.
Η γυναίκα-κουνάβι αντέδρασε όχι με την ντροπή που θα περίμενα, αλλά με θυμό, λέγοντας στην ξανθιά: «Εσύ ζέχνεις, παλιοβρωμιάρα!». Ενας κύριος παρενέβη για να ηρεμήσει τα πνεύματα με όχι ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο, φωνάζοντας: «Μην κάνετε έτσι, όλοι βρωμάμε!». Ε, όχι και όλοι! Γύρω μου ξέσπασε πόλεμος. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι πως περισσότερα άκουσε η μοσχομυριστή ξανθή με την τσάντα-μαϊμού παρά η γυναίκα-κουνάβι, την οποία πολλοί έσπευσαν να υπερασπιστούν φωνάζοντας: «Ντροπή! Δεν μιλάνε έτσι!». Ναι, αλλά δεν κυκλοφορούν και έτσι άπλυτοι, να τα λέμε όλα. Κάποια στιγμή ακούστηκε και το καταπληκτικό: «Να πάρεις ταξί, κυρά μου, που σε πείραξε η βρώμα μας και μας κάνεις την αριστοκράτισσα! Αντε χάσου!».
Ηρθαν τα άπλυτα να διώξουν τα πλυµένα; Δεν τόλμησα να πάρω το μέρος της ξανθιάς γιατί θα με στοχοποιούσαν κι εμένα. Στο μεταξύ, εκείνη κατέβηκε από το τρένο και έμεινε, δυστυχώς, η γυναίκα-κουνάβι να σκορπάει παντού την απερίγραπτη μυρωδιά της, με τους υπόλοιπους επιβάτες (είχαμε αραιώσει αρκετά) να κάνουν πως «δεν τρέχει τίποτα, η ζωή είναι ωραία ακόμα και όταν μυρίζει σαν χαλασμένο τυρί. Ελευθερία στη βρώμα!».
Θυμήθηκα την Ελλη, η οποία τις προάλλες έλεγε: «Σκέφτομαι σοβαρά να σταματήσω να παίρνω λεωφορεία και τρένα τώρα με τη ζέστη, δεν αντέχω άλλο αυτή την απλυσιά!». Επιθυμούσα από τότε να γράψω κάτι σχετικό, αλλά το θέμα είναι λεπτό και δεν ήθελα να προσβάλω κόσμο. Πώς να πεις στον άλλο «πλύσου»; Ομως, βλέποντας τις αντιδράσεις μέσα στο τρένο, τη στοχοποίηση της πλυμένης και την υποστήριξη της άπλυτης, αποφάσισα να γράψω. Γιατί κι εγώ έχω παρατηρήσει από την καθημερινή εμπειρία μου στα μέσα μαζικής μεταφοράς πως έχει πέσει επιδημία απλυσιάς. Ημασταν πιο καθαροί παλαιότερα; Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να πω… Φαίνεται πως ήμασταν! Ισως να έπλεναν και πιο συστηματικά τα οχήματα. Δεν είναι όμως τα οχήματα, είναι οι άνθρωποι που φταίνε, και τους καταλαβαίνω δυστυχώς έναν-έναν τους αμπανιάριστους, με τη βιονική μύτη μου.
Το γράφω λοιπόν, και όποιος προσβληθεί ας κάνει ένα μπάνιο, ας ρίξει και ένα λούσιμο, δεν στοιχίζουν πολύ. Ας αγοράσει και κανένα αποσμητικό –είδος που κυκλοφορεί στην αγορά εδώ και δεκαετίες. Σε ένα περιβάλλον όλο και πιο επιβαρυμένο λόγω πολυκοσμίας, λόγω φτώχειας και κατάθλιψης, ακόμα και λόγω του Προσφυγικού-Μεταναστευτικού (γιατί, ναι, αυτή τη στιγμή ζουν ανάμεσά μας και χιλιάδες άνθρωποι με εντελώς διαφορετικές συνήθειες προσωπικής υγιεινής από τις δικές μας, συχνά όχι καλύτερες), το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, αν σεβόμαστε όχι τον διπλανό μας αλλά τον εαυτό μας τον ίδιο, είναι ένα ντους κάθε μέρα. Που την ξανθιά γλωσσού με την τσάντα-μαϊμού την κάνει πέρα. Την κάνει;
Μερικές ημέρες μετά το συμβάν, πάλι στο τρένο, την ώρα που σκεφτόμουν πόσο όμορφα μύριζε η εμφανώς φρεσκοπλυμένη διπλανή μου, άλλη ξανθιά γλωσσού άρχισε ξαφνικά να φωνάζει: «Για όνομα του Θεού, σταματήστε να φοράτε κολόνιες και αρώματα όταν παίρνετε το τρένο, κοντεύετε να μας σκάσετε!». Πόσο ήθελα στην επόμενη στάση να έμπαινε η γυναίκα-κουνάβι και να στεκόταν ακριβώς κάτω από τη μύτη της! Δυστυχώς (δηλαδή ευτυχώς) δεν μπήκε. Συνεχίσαμε, με την ξανθιά να κάνει γκριμάτσες αηδίας λόγω… κολονίλας κι εμένα να σκέφτομαι πως είτε πλυμένοι είτε άπλυτοι, ένα είναι σίγουρο: Δεν είμαστε στα καλά μας!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ