Στη διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής δύο πυλώνων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου φαίνεται ότι προσανατολίζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, με σκοπό να περιορίσουν την αυξανόμενη επιρροή της Ρωσίας, τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει το Ιράν και την ενισχυόμενη παρουσία της Κίνας. Βασικά στοιχεία αυτής της νέας στρατηγικής αποτελούν η προσπάθεια να τοποθετηθούν οι σχέσεις Ουάσιγκτον και Αγκυρας σε νέα και πιο ρεαλιστική βάση, αρχικά με επίκεντρο τις εξελίξεις στη Συρία, καθώς επίσης και η εμβάθυνση της συνεργασίας των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ελλάδα και την Κύπρο, ως εναλλακτικές και παράλληλες λύσεις σε περίπτωση που οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις οδηγηθούν σε περαιτέρω επιδείνωση. Οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης Τραμπ φαίνεται ότι βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, όπως αποδεικνύεται από τις πρόσφατες αμερικανοτουρκικές συνομιλίες στην Ουάσιγκτον, αλλά και από τη σύσφιγξη των ελληνοαμερικανικών αμυντικών σχέσεων, με «αγωγό» το Ισραήλ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όλα τα παραπάνω παρουσιάζει η εμπεριστατωμένη μελέτη που συνέταξε η σημαντική αμερικανική δεξαμενή σκέψης Center for Strategic International Studies (CSIS) με τίτλο «Restoring the Eastern Mediterranean as a U.S. Strategic Anchor».
Οι συγγραφείς της πραγματοποίησαν πολλές επισκέψεις και σε χώρες της περιοχής, μεταξύ των οποίων στην Ελλάδα, συλλέγοντας ιδέες για το πώς μπορεί να εμπλουτιστεί η αμερικανική στρατηγική. Το κεντρικό τους συμπέρασμα, επί του οποίου βασίζουν τις προτάσεις τους για μια αναδιαμόρφωση της αμερικανικής στρατηγικής, είναι ότι «η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ανατολική Μεσόγειο σήμερα είναι συνήθως μια σειρά τακτικών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Αυτές οι επιχειρήσεις εστιάζουν σε στενούς σκοπούς, χωρίς μια μακροπρόθεσμη θεώρηση είτε του στρατηγικού πλαισίου είτε της επίδρασής τους στην επιρροή στην αμερικανική περιοχή». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα «άλλες δυνάμεις –πρωταρχικά η Ρωσία, η Κίνα, η Τουρκία και το Ιράν –να έχουν ενισχύσει το στρατηγικό τους ίχνος, αποδυναμώνοντας τις σχέσεις των τοπικών κυβερνήσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη».
Η αμερικανική στρατηγική
Για τους συντάκτες της έκθεσης του CSIS, η νέα αμερικανική στρατηγική πρέπει να ασχοληθεί με δύο βασικά ζητήματα. Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στρατηγικό συμφέρον να τερματιστεί η σύρραξη στη Συρία με όρους που θα διατηρήσουν την επιρροή τους στην περιοχή. Δεύτερον (και πολύ σημαντικό για την Ελλάδα), ένας από τους στρατηγικούς σκοπούς των Ηνωμένων Πολιτειών πρέπει να είναι η ανάπτυξη μιας συνολικής προσέγγισης έναντι της Τουρκίας, χώρας-κλειδί με την οποία υπάρχει σήμερα διευρυνόμενη απόκλιση. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η Ουάσιγκτον πρέπει από τη μία πλευρά να επιτύχει την επαναπρόσδεση της Τουρκίας στο δυτικό άρμα, ενισχύοντας παράλληλα τις διμερείς της σχέσης με τα υπόλοιπα παράκτια κράτη της Ανατολικής Μεσογείου, με προτεραιότητα την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η τοποθέτηση Μίτσελ
Πολύ διαφωτιστική για τις αμερικανικές σκέψεις ήταν η ομιλία του βοηθού υπουργού Εξωτερικών για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας Γουές Μίτσελ πριν από μερικές ημέρες στη δεξαμενή σκέψης Heritage Foundation. Ο κ. Μίτσελ έκανε εκτενή αναφορά στην Ανατολική Μεσόγειο, την οποία χαρακτήρισε ως «αναδυόμενο θαλάσσιο μέτωπο» για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο, ο αμερικανός αξιωματούχος τόνισε ότι «προσπαθούμε να συνδυάσουμε τα κομμάτια για μια στρατηγική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών» στην περιοχή. Δεν αναφέρθηκε δε μόνο στη συνεργασία με την Ελλάδα ή στο τι θα πράξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες αν υπάρξει παρενόχληση της γεώτρησης της ExxonMobil στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, αλλά και στην προσπάθεια επαναπροσέγγισης με την Τουρκία.
Κατά τον αμερικανό αξιωματούχο, η Ουάσιγκτον «αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως μια άγκυρα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Δυτικά Βαλκάνια» ενώ συνεργάζεται με την Κύπρο «ως ένα ευάλωτο κράτος που έχει ανάγκη από μεγαλύτερη προσοχή από τη Δύση». Ο κ. Μίτσελ τόνισε ότι «με την Ελλάδα είχαμε ήδη ξεκινήσει μια στενότερη σχέση από την προηγούμενη κυβέρνηση, πάνω στην οποία τώρα στηριζόμαστε για να την ενισχύσουμε». Οπως δε πρόσθεσε, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταστήσει σαφές προς την Αγκυρα ότι «η παρενόχληση των γεωτρήσεων στην ΑΟΖ της Κύπρου δεν είναι κάτι που θα επιτρέψουμε να περάσει απαρατήρητο και κάτι για το οποίο δεν θα μιλήσουμε».
Σε ό,τι αφορά την Τουρκία πάντως ο κ. Μίτσελ αφιέρωσε σημαντικό κομμάτι της ομιλίας του λέγοντας ότι η Ουάσιγκτον θέλει να τη διατηρήσει στη «δυτική στρατηγική τροχιά». Υπογράμμισε ότι μια «μόνιμη ρήξη σε αυτή τη σχέση θα προκαλούσε ζημιά σε βάθος πολλών γενεών για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Σε μακροπρόθεσμη βάση», σημείωσε με έμφαση ο κ. Μίτσελ, «η Τουρκία είναι η μόνη χώρα στην περιοχή που διαθέτει το ειδικό βάρος να εξισορροπήσει το Ιράν!». Επίσης, «ως σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, έχει νομιμοποιημένες ανησυχίες σε θέματα ασφαλείας που πρέπει να τη βοηθήσουμε να αντιμετωπίσει».
Την ίδια στιγμή, εξήγησε ότι «δεν μπορούμε να σιωπήσουμε όταν οι τούρκοι ηγέτες περιορίζουν τις δημοκρατικές ελευθερίες και το κράτος δικαίου». Η Ουάσιγκτον επιδιώκει «να σταθεροποιήσει τη σχέση με την εκπλήρωση βραχυπρόθεσμων στόχων, αποτρέποντας την αγορά του συστήματος S-400 και διαμορφώνοντας ένα modus vivendi για την αποτροπή σύγκρουσης των δυνάμεών μας στη Συρία» –αναφερόμενος προφανώς στη συμφωνία που προέκυψε κατά τη συνάντηση του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο με τον τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Ουάσιγκτον επί ενός «οδικού χάρτη» για την περιοχή του Μανμπίτζ που θα λαμβάνει υπόψη το τουρκικό αίτημα για περιορισμό της δράσης των συροκουρδικών δυνάμεων του YPG.
Γέφυρα Ουάσιγκτον – Αγκυρας
Η συνάντηση των κ.κ. Πομπέο και Τσαβούσογλου στις 4 Ιουνίου υπήρξε η τελική πράξη μιας συνεχούς ανταλλαγής απόψεων των δύο χωρών επί του Συριακού, που είχε ξεκινήσει από την επίσκεψη του προκατόχου του κ. Πομπέο, του Ρεξ Τίλερσον, στην Αγκυρα. Τότε είχε αποφασιστεί η δημιουργία μιας σειράς Ομάδων Εργασίας επί διαφόρων θεμάτων ώστε να υπάρξει ένας στρατηγικός διάλογος. Οι κ.κ. Πομπέο και Τσαβούσογλου συμφώνησαν επί ενός οδικού χάρτη σε σχέση με την περιοχή του Μανμπίτζ, τον οποίο είχαν επεξεργαστεί διπλωμάτες, στρατιωτικοί και αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών των δύο χωρών. Ουσιαστικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες, που διατηρούν μικρές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή, έκαναν δεκτό το τουρκικό αίτημα για την απόσυρση από το Μανμπίτζ των ανδρών των Μονάδων Λαϊκής Προστασίας (YPG), του ένοπλου τμήματος της οργάνωσης PYD των σύρων Κούρδων που η Αγκυρα θεωρεί ως παρακλάδι του ΡΚΚ. Οι Κούρδοι θα πρέπει να αποσυρθούν ανατολικά του ποταμού Ευφράτη, ενώ παράλληλα το δημοτικό συμβούλιο του Μανμπίτζ θα πρέπει να στελεχωθεί από κατοίκους της περιοχής και όχι Κούρδους. Με τον τρόπο αυτόν γίνεται μια προσπάθεια να διασκεδαστούν οι ανησυχίες της Τουρκίας, ενώ οι Αμερικανοί διασφαλίζουν ότι οι σύροι Κούρδοι, οι στενότεροι σύμμαχοί τους επί συριακού εδάφους, θα συνεχίσουν τη μάχη εναντίον υπολειμμάτων του Ισλαμικού Κράτους.
Οι ακριβείς λεπτομέρειες της αμερικανοτουρκικής συμφωνίας δεν έχουν γίνει γνωστές, πέραν όσων δήλωσε ο κ. Τσαβούσογλου περί έναρξης εφαρμογής του μέσα σε 10 ημέρες. Σύμφωνα με τον τούρκο υπουργό Εξωτερικών, ο κ. Πομπέο του είπε ότι το FBI έχει ξεκινήσει έρευνα εναντίον του ευρισκομένου στην Πενσιλβάνια Φετουλάχ Γκιουλέν, την έκδοση του οποίου έχει επανειλημμένως ζητήσει η Αγκυρα, καθώς τον θεωρεί οργανωτή της απόπειρας πραξικοπήματος. Επιπλέον, ο κ. Τσαβούσογλου είπε ότι σχεδιάζεται συνεργασία ΗΠΑ, Τουρκίας, Ιράκ και της περιφερειακής κυβέρνησης του ιρακινού Κουρδιστάν για την καταπολέμηση του ΡΚΚ στο ιρακινό έδαφος.
Η προσέγγιση Ουάσιγκτον – Τουρκίας στο Συριακό θεωρείται κρίσιμη, διότι με βάση και την έκθεση του CSIS, οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να διασπάσουν την περίεργη συμμαχία Ρωσίας – Τουρκίας – Ιράν και τη διπλή Διαδικασία της Αστάνας και του Σότσι που έχει διαμορφώσει η Μόσχα. Αν η αμερικανοτουρκική συνεννόηση προχωρήσει, τότε οι συνομιλίες για το πολιτικό μέλλον της Συρίας θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο απονευρωμένο πλαίσιο της Διαδικασίας της Γενεύης υπό τον ΟΗΕ, ενώ θα καθίστατο δυνατή η δημιουργία μιας Ομάδας Επαφής που δεν θα ελέγχεται αποκλειστικά από τη Ρωσία. Παράλληλα, η Τουρκία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην περαιτέρω διεύρυνση της επιρροής του Ιράν στη Συρία και ενδεχομένως να αποτραπεί ο φόβος της Ουάσιγκτον και του Τελ Αβίβ για μια «χερσαία γέφυρα» εξόδου της Τεχεράνης στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν μάλιστα οι ΗΠΑ καταφέρουν να καθησυχάσουν την Τουρκία, ίσως επιτύχουν και τον στόχο για μια διευρυμένη αυτονομία των σύρων Κούρδων στο μέλλον.
Επιβολή κυρώσεων
Το έτερο μεγάλο θέμα που φέρονται να συζήτησαν οι κ.κ. Πομπέο και Τσαβούσογλου είναι η πιθανή επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία αν προχωρήσει στην αγορά του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 και το ενδεχόμενο «παγώματος» της παράδοσης των πρώτων δύο αεροσκαφών F-35 η οποία είναι προγραμματισμένη εντός του Ιουνίου. Ολα τα παραπάνω εξετάζονται σοβαρά, με το αμερικανοεβραϊκό λόμπι να έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή ώστε να μην παραδοθούν τα αεροσκάφη στην Τουρκία. Η αγορά των S-400 κρίνεται ότι παραβιάζει τη νομοθεσία CAATSA (Αντιμετώπιση των Αμερικανών Αντιπάλων μέσω Κυρώσεων) και σύμφωνα με όσα είπε στην ομιλία του στο Heritage Foundation ο κ. Μίτσελ η Ουάσιγκτον παρακολουθεί στενά την υπόθεση. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», η Αγκυρα έχει αρχίσει να εξετάζει τη μεταβολή της στάσης της σε σχέση με τους S-400, τη στιγμή που και η Ουάσιγκτον δεν είναι αρνητική ακόμη και σε ενδεχόμενο παραχώρησης Patriot. Αλλες πληροφορίες, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Hurriyet», ανέφεραν ότι η Αγκυρα επέλεξε να παραλάβει τους S-400 εντός 19 μηνών και όχι εντός εννέα μηνών.
Οι τριγωνικές σχέσεις με Ελλάδα και Κύπρο και ο τουρκικός «Πορθητής»
Παρά τις προσπάθειες αποκατάστασης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων σε νέα βάση, η Ουάσιγκτον εξετάζει εναλλακτικές επιλογές. Μία εξ αυτών είναι η μεταφορά βάσεων και εγκαταστάσεων σε άλλους εταίρους των ΗΠΑ στην περιοχή. Η ραγδαία αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων στον τομέα της άμυνας «κουμπώνει» άριστα σε αυτό το σκεπτικό, καθώς στην ελληνική επικράτεια βρίσκεται η αεροναυτική βάση της Σούδας, η μόνη στη Μεσόγειο που μπορεί να φιλοξενήσει αεροπλανοφόρο. Αλλες δύο βάσεις που, σύμφωνα με την έκθεση του CSIS, μπορούν να λειτουργήσουν εναλλακτικά σε βάσεις στο τουρκικό έδαφος είναι η αεροπορική βάση της Σιγκονέλα στη Σικελία και του Μπεζμέρ στη Βουλγαρία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν επίσης να εξετάσουν την εκ νέου ανάπτυξη δυνάμεων στις βρετανικές βάσεις του Ακρωτηρίου και της Δεκέλειας στην Κύπρο. Η αμερικανική πλευρά θα πρέπει επίσης να εξετάσει τη διαμόρφωση τριμερούς συνεργασίας με την Ελλάδα και την Κύπρο, να εντάξει το Ισραήλ στις αμερικανικές και συμμαχικές ναυτικές επιχειρήσεις στην περιοχή και, φυσικά, να ενισχύσει την αμερικανική ναυτική παρουσία και τις δυνατότητες του Εκτου Στόλου. Σε σχέση με το τελευταίο σημείο, οι αναλυτές του CSIS εκτιμούν ότι η Ουάσιγκτον μάλλον πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο περαιτέρω ενίσχυσης της Σούδας, καθώς η ναυτική βάση στη Ρότα της Ισπανίας δεν επαρκεί για να καλύψει τις αυξημένες απαιτήσεις ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ενίσχυση των τριμερών συνεργασιών ανάμεσα σε Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο και η πρόταση για συμμετοχή σε αυτές και των Ηνωμένων Πολιτειών δεν μπορεί παρά να ιδωθεί παράλληλα με την επίμονη στάση της Τουρκίας να προβάλει ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο και να διεκδικήσει μερίδιο στην «ενεργειακή πίτα». Η κάθοδος του πλωτού γεωτρύπανου «Πορθητής» και ο ελλιμενισμός του στην Αττάλεια, απέναντι από την Κύπρο, είναι η σαφέστερη μέχρι στιγμής ένδειξη ότι η Αγκυρα δεν θα κάνει πίσω από όσα έχει δημοσίως δηλώσει περί ερευνών και γεωτρήσεων που θέλει να πραγματοποιήσει. Δεν είναι απόλυτα σαφές πού θα κινηθεί το γεωτρύπανο, αλλά κατά ορισμένες εκτιμήσεις μπορεί να δοκιμάσει να «τρυπήσει» τόσο στο Οικόπεδο 6 (το οποίο αμφισβητεί) όσο και στο Οικόπεδο 3 (από το οποίο ουσιαστικά «εξεδιώχθη» η ιταλική Εni). Η Ελλάδα και το Ισραήλ έχουν υπογράψει συμφωνία για την πραγματοποίηση κοινών περιπολιών πολεμικών πλοίων στην Ανατολική Μεσόγειο και σε περίπτωση που η Τουρκία κινηθεί προς περιοχές εντός της κυπριακής ΑΟΖ η ένταση δεν μπορεί να αποκλειστεί.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ