Κάποια έρευνα που είχα διαβάσει πριν από χρόνια έλεγε πως αν πετάξεις μια μπάλα μπροστά σε δέκα αγόρια ηλικίας από δύο μέχρι πέντε χρονών, τα επτά στα δέκα θα την κλωτσήσουν και τα τρία μόνο θα την πιάσουν με τα χέρια. Δεν διασταύρωσα και δεν αξιολόγησα την έρευνα γιατί χρειαζόμουν μια επιστημονική εξήγηση για εκείνο που μου συνέβαινε με το ποδόσφαιρο. Για την αναστάτωση που ένιωθα κάθε φορά που έβλεπα μπάλα να κυλάει.
Το ποδόσφαιρο είναι ένστικτο, δεν είναι παιχνίδι. Για τους περισσότερους άντρες, από τα βασικά μας ένστικτα. Δεν δικαιολογείται αλλιώς τόση ικανοποίηση. Και κυρίως δεν δικαιολογείται διαφορετικά το αυτόματο πλασάρισμα σε δεύτερη μοίρα των περισσότερων πραγμάτων, την ώρα ενός μεγάλου τελικού.
Διάβασα πρόσφατα τίτλο σε εφημερίδα «Τα νέα μέτρα θα περάσουν την ώρα που ο κόσμος θα βλέπει Μουντιάλ». Tο έχουμε ξαναδιαβάσει. Δοκιμασμένο. Πιάνει. Δουλεμένο στην προπόνηση. Ετσι κι αλλιώς πάντα η άσκηση πολιτικής πόνταρε στις μεγάλες αδυναμίες που έχουν διαγνωστεί σε όλους μας. Στην ατελή ανθρώπινη φύση. Ο φόβος, η ελπίδα, ο εθισμός, η κούραση, η παραίτηση, η γενίκευση, ο ατομισμός ή ανάγκη να ξεφύγεις για λίγο είναι ο βιότοπος για να εμπεδώνεται και να επιβάλλεται η οποιαδήποτε πολιτική.

Οι ενδορφίνες

Αυτές τις μέρες περιμένουμε οι γονείς μας να ταπεινωθούν για μία ακόμα φορά από το πού θα πάει η σύνταξή τους, αλλά περιμένουμε και το Μουντιάλ… Στις κουβέντες μας αυτά τα δύο πιάνουν ίδιο χώρο, ίσο χρόνο, είναι σχεδόν ντροπιαστικό, το ξέρουμε, θα συνεχίσουμε, κάποιες ενδορφίνες αρχίζουν πάλι να εκκρίνονται και να ενεργοποιούν μια παιδική ευτυχία που δεν λέει να μας αφήσει να «ωριμάσουμε» και να γίνουμε «υπεύθυνοι».
Υπάρχει κι εκείνη η ρήση που λέει πως οι άντρες μεγαλώνουμε μέχρι τα επτά μας χρόνια, από ‘κεί και πέρα απλώς ψηλώνουμε!
Αν δεν παίξουμε, θα τρελαθούμε. Θα χαθεί μία από τις δύο βαλβίδες που μας κρατούν χωριστά από την απόγνωση. Η άλλη είναι η ηδονή.
Οι παρέες μαζεύονται να δουν μαζί τα σημαντικά παιχνίδια, δίχως ιδιαίτερες συνεννοήσεις, σαν μια αυτόματη κεντρομόλος δύναμη γύρω από την τηλεόραση. Θα βρεθούμε γιατί αυτό είναι το φυσικό.
Υπάρχουν βέβαια και οι άλλοι φίλοι. Ελάχιστοι, αλλά υπάρχουν. Δεν το αγάπησαν ποτέ και όταν έρχονται σπίτι μόνο για την παρέα, προσπαθούν να πάρουν μέρος, να σχολιάσουν, να ρωτήσουν, να κάνουν πως ασχολούνται. Δεν γίνεται. Δεν μπορεί να γίνει έτσι. Είναι συγκινητική η προσπάθειά τους να μας καταλάβουν αλλά πώς να μπεις σε έναν ρόλο που σου υπαγορεύουν ξένα ένστικτα;
Είναι και εκείνοι που επιχειρούν να σε φορτώσουν ενοχές. Πως δεν είναι δυνατόν να ασχολούμαστε με αυτά όταν γύρω μας πέφτουν κορμιά, όταν τα κατάγματα του κόσμου μας κάνουν έναν διαπεραστικό ήχο πια, όταν κάπου αλλού χρειαζόμαστε.
Εχουν δίκιο σε όλα. Σε εκείνο που δεν έχουν είναι πως κανείς δεν μπορεί να ζει συνέχεια μια ζωή με το σπαθί στο χέρι. Kαι πως ο μοναδικός που δικαιούσαι να εγκαλέσεις για οποιοδήποτε «αμάρτημα», είναι ο εαυτός σου. Είναι μια ωραία και γενναία αρχή για όλους μας.
Ο κ. Οδυσσέας Ιωάννου είναι συγγραφέας – στιχουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ