Εβδομήντα χρόνια μετά την δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, ανταποκριτή του CBS, τα ερωτηματικά για τα σκοτεινά κίνητρα και τους αυτουργούς –ηθικούς και φυσικούς- παραμένουν αναπάντητα.
Ποιοι ήθελαν πάση θυσία την εξόντωσή του και γιατί; Πόση σχέση είχε η δολοφονία του με τις δραματικές διαπιστώσεις στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής έρευνάς του για την διαφθορά και την ρεμούλα της ελίτ μιας Ελλάδας που έβγαινε από έναν καταστροφικό πόλεμο και σπαράσσονταν από τον εμφύλιο; Ποιοι έστησαν την σκευωρία που ακολούθησε; Γιατί μέχρι σήμερα δεν έχει αποκαλυφθεί η μυστηριώδης υπόθεση; Στο εξαιρετικό βιβλίο δυο σημαντικών δημοσιογράφων, του Μιχάλη Ιγνατίου (επί σειρά ετών ανταποκριτή ελληνικών μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ) και του Κώστα Παπαϊωάννου (πρώην εκδότη και διευθυντή του «Ποντικιού» και εκ των συστηματικότερων ερευνητών της υπόθεσης Πολκ), που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη υπό τον τίτλο «Οι έξι θάνατοι του Τζορτζ Πολκ», αποτυπώνεται με τον πληρέστερο τρόπο το αστυνομικό και ιστορικο-πολιτικό σκέλος της πολύκροτης υπόθεσης. Στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε σήμερα Παρασκευή 8 Ιουνίου στην αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ παρουσία των συγγραφέων, μίλησαν ο διευθυντής της «Καθημερινής» Αλ. Παπαχελάς, ο δημοσιογράφος Αγγ. Στάγκος και ο πανεπιστημιακός Ηλ. Νικολακόπουλος (συντόνισε η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Μαρία Αντωνιάδου), οι οποίοι ξεδίπλωσαν από την πλευρά τους διάφορες πτυχές της σκοτεινής αυτής υπόθεσης. «Σήμερα, 70 χρόνια μετά, δεν ξέρουμε ούτε ποιος τον σκότωσε, ούτε γιατί τον σκότωσε, ούτε πού τον σκότωσε», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Παπαϊωάννου. Μεταφέροντας από το βιβλίο τα στοιχεία της υπόθεσης:
Το ιστορικό πλαίσιο
Την Κυριακή 16 Μαΐου 1948, πριν από 70 ακριβώς χρόνια, βρέθηκε από έναν βαρκάρη να πλέει στη θάλασσα του Θερμαϊκού το πτώμα του τριανταπεντάχρονου Αμερικανού δημοσιογράφου Τζωρτζ Πολκ. Είχε δολοφονηθεί, πριν μια εβδομάδα (όταν χάθηκαν τα ίχνη του), με μια σφαίρα «εξ επαφής» στο πίσω μέρος του κεφαλιού, ήταν δεμένος χειροπόδαρα και τα ψάρια είχαν φάει τα μάτια του. Η Ελλάδα είχε αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις Ηνωμένες Πολιτείες από την άνοιξη του 1947, λόγω της αμερικανικής βοήθειας για την ανασυγκρότηση της χώρας με το «Δόγμα Τρούμαν» και την εξαγγελία του «Σχεδίου Μάρσαλ» καθώς και του Εμφυλίου, ο οποίος έπρεπε να τερματιστεί με «την συντριβήν των κομμουνιστοσυμμοριτών».
Τον Ιανουάριο του 1947 ήρθε στην Αθήνα ο κυβερνητικός αξιωματούχος των ΗΠΑ Πολ Α. Πόρτερ, νομικός και πρώην δημοσιογράφος, επικεφαλής ενδεκαμελούς της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής, με αντικείμενο και «τον προσδιορισμό του ύψους της εξωτερικής βοήθειας την οποία είχε ανάγκη η χώρα για την οικονομική ανάκαμψη και ανοικοδόμησή της».
Τον Ιούλιο του 1947 ήρθε στην Αθήνα ο Τζωρτζ Πολκ, ανταποκριτής του CBS για την ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής, γνώρισε και παντρεύτηκε γρήγορα την δεκαεννιάχρονη αεροσυνοδό της ΤΑΕ Ρέα Κοκκώνη, όπως γρήγορα μπήκε και στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών: οι ανταποκρίσεις του ενοχλούσαν το συγκυβερνών με το «Κόμμα των Φιλελευθέρων» (πρωθυπουργός Θ. Σοφούλης) «Λαϊκό Κόμμα» του (αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών) Κ. Τσαλδάρη, μιλώντας για σκάνδαλα και κακοδιαχείριση, όπως ενοχλούσαν και την Ουάσιγκτον, γιατί πήγαιναν κόντρα στην επίσημη αμερικανική πολιτική για την Ελλάδα.
Σκάνδαλα και διαφθορά
Οι δύο Αμερικανοί συμφωνούσαν για την κατάσταση στη χώρα (ήταν τραγική, τα σκάνδαλα και η διαφθορά κυριαρχούσαν) αλλά και για την αντιμετώπισή της: έπρεπε πρώτα να τερματιστεί ο Εμφύλιος, να υπάρξει ειρήνευση, αμνηστία…
Ο Πόρτερ επισκέφτηκε διάφορες περιοχές της χώρας, τέλειωσε την έρευνά του στις 22 Μαρτίου και, σαράντα μέρες μετά, ανακοίνωσε τα αποτελέσματά της: συνέταξε την «Έκθεση Πόρτερ», ένα σημαντικό οικονομικό και πολιτικοκοινωνικό κείμενο.
Ο Πολκ, δέκα μήνες μετά την έλευσή του, δολοφονήθηκε! Η νέα χρονιά είχε ξεκινήσει καλά: εξασφάλισε μια ετήσια δημοσιογραφική υποτροφία, την «Νίμαν» στο Χάρβαρντ και είχε ήδη κλείσει θέσεις για να επιστρέψει στις ΗΠΑ με τη σύζυγό του στις 20 Μαΐου. Λίγο πριν φύγει, αποφάσισε να επισκεφθεί για λίγες μέρες τη Βόρεια Ελλάδα. Ξεκίνησε (Παρασκευή 8 Μαΐου) για την Καβάλα, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και το σαρανταοκτάωρο της εκεί παραμονής του αναζητούσε τρόπο να «περάσει στο βουνό» για μια συνέντευξη με τον Μάρκο Βαφειάδη, που ήταν αρχηγός του ΔΣΕ και επικεφαλής της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ) που είχε δημιουργηθεί τον Δεκέμβριο. Την Κυριακή 9 Μαΐου εξαφανίσθηκε από το ξενοδοχείο «Αστόρια» όπου διέμενε και την Κυριακή 16 Μαΐου βρέθηκε το πτώμα του…
Η συγκάλυψη
Τώρα, ανεξάρτητα από την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, τα προβλήματα κλπ. μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου (στην πραγματικότητα: εκτέλεση!), έπρεπε Αμερικανοί, Έλληνες και Βρετανοί να κάνουν το παν για να ανακαλύψουν τους δολοφόνους. Έκαναν το παν για να τους συγκαλύψουν!
Αγνόησαν ό,τι στοιχεία υπήρχαν, αγνόησαν τα πραγματικά περιστατικά (εκτός από δύο που δεν άλλαζαν: ότι είχε δολοφονηθεί με μια σφαίρα στο κεφάλι και ότι το τελευταίο του φαγητό ήταν μια τεράστια ποσότητα αστακού με μπιζέλια που βρέθηκαν αμάσητα στο στομάχι του) και κατασκεύασαν μια εξ ολοκλήρου δική τους εκδοχή για τη δολοφονία, επιλέγοντας τα πρόσωπα που θα χρησιμοποιούσαν. Συνέλαβαν τον 38χρονο δημοσιογράφο της «Μακεδονίας» Γρηγόρη Στακτόπουλο, ανταποκριτή στη Θεσσαλονίκη του «Ρώυτερ» και της «Ελευθερίας», τη μητέρα του και τις δύο αδελφές του. Ύστερα από απειλές, εκβιασμούς (στο επίκεντρο οι δύο αδελφές του) και φρικτά βασανιστήρια, ο Στακτόπουλος υποχρεώθηκε να ομολογήσει τη συμμετοχή του στην οργάνωση της δολοφονίας και τους δράστες, και να παρουσιάσει με κάθε λεπτομέρεια το κατασκευασμένο σενάριο, τόσο στην ανάκριση όσο και στη δίκη.
Δύο γνωστά κομμουνιστικά στελέχη της Θεσσαλονίκης, ο Αδάμ Μουζενίδης και ο Βαγγέλης Βασβανάς, κατέβηκαν «από το βουνό» και επί ενάμιση μήνα κινούνταν με άνεση στη Θεσσαλονίκη, οργανώνοντας τη δολοφονία με κύριο συνεργό τον Στακτόπουλο. Ο Πολκ μπήκε σε μια βάρκα νομίζοντας ότι θα τον μεταφέρει στην απέναντι πλευρά των ανταρτών, ο Μουζενίδης όμως τον εκτέλεσε, παρουσία του Βασβανά, ενός άλλου άγνωστου κομμουνιστή και του Στακτόπουλου – μοναδικού αυτόπτη μάρτυρα που συνελήφθη, αφού οι άλλοι επέστρεψαν στο βουνό… Ο Στακτόπουλος καταδικάστηκε σε ισόβια (και έμεινε 12 χρόνια στη φυλακή – αποφυλακίσθηκε το 1960), η συγκατηγορούμενη μητέρα του αθωώθηκε, οι δύο κύριοι δράστες καταδικάσθηκαν (σε χωριστή δίκη) ερήμην σε θάνατο.
Η σκευωρία
Η ουσία όμως ήταν ο Πολκ δολοφονήθηκε πριν επισκεφτεί το αρχηγείο των ανταρτών και πριν επιστρέψει στην πατρίδα του, μεταφέροντας την αμφισβήτηση της αμερικανικής πολιτικής για την Ελλάδα στην ίδια την Αμερική. Με την πάροδο του χρόνου, αποδείχθηκε ότι ο Μουζενίδης ήταν ήδη νεκρός την ημέρα της δολοφονίας και ο Βασβανάς, αντισυνταγματάρχης του ΔΣΕ και Πολιτικός Επίτροπος της VI Μεραρχίας στην Κεντρική Μακεδονία, βρισκόταν πολύ μακριά από την πόλη. Όπως και αποδείχθηκε ότι όλα όσα «ομολόγησε» ο Στακτόπουλος δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματικότητα: το σενάριο ήταν βιαστικά και πρόχειρα κατασκευασμένο…
Μετά τη δικτατορία, ο Βασβανάς από τη Ρουμανία όπου ζούσε έκανε τέσσερις αιτήσεις επαναπατρισμού (για να έρθει εδώ και να δικαστεί), οι οποίες απορρίφθηκαν, και ο Στακτόπουλος τέσσερις αιτήσεις για επανάληψη της διαδικασίας στον Άρειο Πάγο (μία ο ίδιος και τρεις η σύζυγός του μετά τον θάνατό του), οι οποίες απορρίφθηκαν επίσης. Ο φάκελος της δολοφονίας του Τζορτζ Πολκ αντέχει διαχρονικά: δεν πρέπει να ανοίξει και έτσι το κατασκευασμένο σενάριο του 1948-49 για τη συγκάλυψη της δολοφονίας εξακολουθεί να παραμένει η επίσημη εκδοχή για τη δολοφονία, μέχρι σήμερα, 70 χρόνια μετά…