«Οποιοσδήποτε κάνει κινηματογράφο οφείλει κάτι στον Ζαν-Λικ Γκοντάρ» θεωρεί ο Μισέλ Χαζαναβίσιους και σχεδόν αισθάνεσαι στο πετσί σου την απόλυτη βεβαιότητά του. «Ο Γκοντάρ ξεκλείδωσε τόσες πολλές πόρτες, δημιούργησε τόσα πολλά πεδία, κατάφερε να κάνει το σινεμά δυνατότητα για τόσους πολλούς ανθρώπους». Και είναι αλήθεια. Στα 88 του σήμερα, ο Ελβετός Ζαν-Λικ Γκοντάρ θυμίζει κάτι σαν Βούδα του σινεμά. Ηταν ένας από τους χτίστες της γαλλικής Nouvelle Vague, του κινηματογραφικού κινήματος που στα τέλη της δεκαετίας του 1950 «σκότωνε» το παλιό αναζητώντας την πρωτοπορία.
Ο ίδιος τη βρήκε: «Με κομμένη την ανάσα», «Περιφρόνηση», «Ο τρελός Πιερό», «Ζούσε τη ζωή της» και τόσες ακόμη ταινίες, συχνά ιδιόρρυθμες, αργότερα ακατάληπτες, αλλά με ένα εντελώς δικό τους στυλ που γοήτευε. Η πρωτοπορία, όμως, δεν άργησε να γίνει μόδα και η μόδα εν τέλει να ξεπεραστεί. Ο Γκοντάρ δεν σταμάτησε ποτέ να γυρίζει ταινίες, όσο όμως περνούσαν τα χρόνια, η εσωστρέφειά του γινόταν αφόρητη, θαρρείς ότι γύριζε ταινίες μόνο για τον ίδιο. Σήμερα εξακολουθεί να κάνει σινεμά και το αποτέλεσμα κάθε φορά θυμίζει περισσότερο κινηματογραφικό δοκίμιο παρά κινηματογράφο. Αλλά και πάλι, ακόμη κι αυτά τα δοκίμια είναι φτιαγμένα με στυλ, το γκονταρικό στυλ, το απολύτως δικό του. Είδαμε την τελευταία ταινία του, το «Le Livre d’ Ιmage» («Βιβλίο της εικόνας») εφέτος στις Κάννες και είναι χαρμόσυνο που θα τη δούμε αργότερα στις αίθουσες (διανομή Weird wave). Ο Γκοντάρ είναι εδώ. Δεν έφυγε ποτέ.
Αυτό που δύσκολα θα μπορούσες να φανταστείς όμως είναι ότι στις μέρες μας ο Μισέλ Χαζαναβίσιους, ο δημιουργός τού «The artist», για το οποίο κέρδισε το Οσκαρ σκηνοθεσίας, και ανανεωτής των ταινιών κατασκοπείας ΟSS υπό μορφή παρωδιών, θα έκανε μια ταινία για τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Ο Χαζαναβίσιους είναι ένας σκηνοθέτης κατά βάση κωμωδιών, απολύτως κλασικός στην αφήγησή του, ανάλαφρος. Είναι σαν να βάζεις τον Τάσο Μπουλμέτη να γυρίσει μια ταινία για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Εξάλλου όταν o Χαζαναβίσιους ανακοίνωσε στους φίλους του ότι σκεφτόταν να κάνει μια ταινία για τον Γκοντάρ, εκείνοι μόνον τα συλλυπητήριά τους δεν του έδωσαν! Ακόμη πιο δύσκολο δε είναι να φανταστείς ότι ο Λουί Γκαρέλ, ένα από τα πιο όμορφα πρόσωπα του γαλλικού κινηματογράφου σήμερα, θα υποδυόταν τον βραχύσωμο, κατσαρομάλλη με αρχές φαλάκρας, αξύριστο και με χοντρά γυαλιά Γκοντάρ, όπως ακριβώς συμβαίνει στην ταινία «Γκοντάρ, αγάπη μου» («Redoutable»).

Ο «θάνατος» μετά την «Κινέζα»

Η ταινία «Γκοντάρ, αγάπη μου» ανιχνεύει τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ σε μια μεταβατική περίοδο της καριέρας και ζωής του, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960. Είναι μια καταθλιπτική περίοδος που αρχίζει αμέσως μετά την «Κινέζα» (1965), τότε που όπως ακούμε στο «Γκοντάρ, αγάπη μου» ο σκηνοθέτης δήλωνε ότι όλες οι ως τότε ταινίες του ήταν «σκουπίδια» Και ότι «ο Γκοντάρ πέθανε» (παραλίγο μάλιστα να πεθάνει στ’ αλήθεια, γιατί έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και δεν ήταν η πρώτη φορά). Πράγματι, εκείνος ο Γκοντάρ είχε όντως πεθάνει και ένας άλλος έμελλε να γεννηθεί.
Σκελετός τού «Γκοντάρ, αγάπη μου» είναι η σχέση του σκηνοθέτη με την τότε γυναίκα του, τη γερμανίδα ηθοποιό Αν Βιαζέμσκι (την υποδύεται η Στέισι Μάρτιν στην ταινία), η πρωταγωνίστρια στην «Κινέζα» όπου το ζεύγος γνωρίστηκε για πρώτη φορά. Η Βιαζέμσκι είναι 20 χρόνια νεότερή του και ο Γκοντάρ την παντρεύτηκε όταν εκείνη ήταν 17 χρόνων. Παρέμειναν παντρεμένοι μέχρι το 1979.
Η Αν Βιαζέμσκι έγραψε δύο βιβλία για τη σχέση της με τον Γκοντάρ, και αυτά τα βιβλία ήταν που έδωσαν στον Χαζαναβίσιους την ιδέα για μια ταινία πάνω σε αυτή τη σχέση· εστιασμένη βεβαίως στον ίδιο τον Γκοντάρ. Τα βιβλία αυτά είναι τα «Une Année Studieuse» που μιλά για την αρχή της σχέσης τους, δίνοντας έμφαση στον τρόπο που ο Γκοντάρ έκανε τα πρώτα αμήχανα και αδέξια βήματά του σε μια σπουδαία οικογένεια: η Aν ήταν εγγονή του νομπελίστα συγγραφέα Φρανσουά Μοριάκ (1885 – 1970). Το δεύτερο βιβλίο είναι το «Un an après» που αναφέρεται στον Μάη του 1968, την υπαρξιακή – καλλιτεχνική κρίση που βλέπουμε να περνά ο Γκοντάρ, τη ριζοσπαστικοποίηση, τη διάλυση του γάμου τους και βέβαια τον χωρισμό τους. «Με άγγιξε η ιστορία. Τη βρήκα πρωτότυπη, συγκινητική, ερωτική και όμορφη» θα πει ο Χαζαναβίσιους. «Ολη η πρόκληση στο «Γκοντάρ, αγάπη μου»» συνεχίζει ο ευγενικός σκηνοθέτης, «ήταν η διατήρηση της σωστής ισορροπίας. Ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Ανάμεσα στον φόρο τιμής και την πραγματικότητα. Ανάμεσα στη σκηνοθετική απόσταση που έπρεπε να διατηρηθεί αλλά συγχρόνως τον σεβασμό για τους χαρακτήρες που είναι πραγματικοί και την ιστορία που επίσης είναι πραγματική. Ανάμεσα στην ερωτική ιστορία και το μπουρλέσκο. Ας μην ξεχνάμε στόχος μου δεν ήταν να κάνω μια ταινία του Γκοντάρ αλλά μια δική μου ταινία».

Το γέλιο δίνει ζωή


«Τρελαίνομαι να είμαι ο τύπος που φέρνει χαρά και γέλιο στην παρέα!» λέει ο Μισέλ Χαζαναβίσιους αναφερόμενος στη διάθεση της τελευταίας ταινίας του. Ακόμα δεν μπορεί να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η κωμωδία ως κινηματογραφικό είδος δεν έχει το κύρος που της ταιριάζει. Παραδέχεται ότι εξεπλάγη όταν ανακοινώθηκε ότι το «Γκοντάρ, αγάπη μου» επιλέχτηκε για το διαγωνιστικό πρόγραμμα του περυσινού φεστιβάλ των Καννών, «όλα εδώ πρέπει να είναι τόσο σοβαρά» λέει. Το ίδιο έκπληκτος όμως είχε νιώσει το 2011 όταν το φεστιβάλ τον κάλεσε με το «Artist», μια ταινία που έφτασε ως τα Οσκαρ κερδίζοντας πέντε, ανάμεσά τους τρία βασικά: ταινίας, σκηνοθεσίας, Α’ ανδρικού ρόλου.
Αντιθέτως, ο Χαζαναβίσιους δεν ένιωσε καθόλου έκπληκτος όταν το φεστιβάλ τον κάλεσε με την ταινία που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες, το «The search», ένα πολιτικό δράμα με φόντο τον πόλεμο στη Τσετσενία, το οποίο ήθελε να γυρίσει πολύ πριν από την επιτυχία του «Artist» (χάρη στην οποία, εξάλλου μπόρεσε να το γυρίσει). Βέβαια, εκείνη η ταινία, το «The search», αποδείχθηκε οικτρή αποτυχία (δεν προβλήθηκε καν στην Ελλάδα) και έτσι ο σκηνοθέτης επέστρεψε στη λάιτ κομεντί, είδος που γνωρίζει πολύ καλά. «Δεν νομίζω όμως ότι το έκανα συνειδητά» είπε.
Χαρά και γέλιο θέλει να δίνει ο Χαζαναβίσιους αλλά αν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να συνδυαστεί με αυτές τις δύο έννοιες, αυτός είναι ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο οποίος βεβαίως δεν είχε δει την ταινία του πρώτου (και ακόμα δεν ξέρουμε αν τελικά την είδε). «Δεν μπορείς να ξέρεις πώς θα αντιδράσει όταν και φυσικά αν τη δει, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ είναι τόσο απρόβλεπτος!» λέει ο Χαζαναβίσιους, χωρίς ο ίδιος να χάσει το χιούμορ του. Ομως ο σκηνοθέτης δεν θέλει να μιλήσει για το πώς ο Γκοντάρ μπορεί να σκέφτεται. Λέει ωστόσο ότι «ο μύθος που ο Γκοντάρ δημιούργησε γύρω από το πρόσωπό του δεν του ανήκει πλέον, ανήκει στους θαυμαστές του. Από την άλλη πλευρά, η δημιουργική ελευθερία που έχει στις ταινίες του τον έχει φέρει στο σημείο να είναι ο μοναδικός καλλιτέχνης που έχει τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού του. Βέβαια το γεγονός ότι τόσος κόσμος λατρεύει τον Γκοντάρ είναι πιθανόν να μην αρέσει στον ίδιο τον Γκοντάρ, γι’ αυτό και ο Χαζαναβίσιους τον αποκαλεί «μαζοχιστή. Και αυτός είναι ίσως ο λόγος που πολύ πιθανόν να του αρέσει η ταινία, η οποία έχει πολλή ειρωνεία και δεν τον καθαγιάζει».

Η επιλογή του πρωταγωνιστή

Μια εύλογη ερώτηση είναι η επιλογή του Λουί Γκαρέλ για τον ρόλο του Γκοντάρ· εύλογη διότι εκ πρώτης ο γάλλος ηθοποιός δεν μοιάζει καθόλου με τον ελβετό σκηνοθέτη. Περιέργως ο Χαζαναβίσιους την αποκάλεσε «προφανή επιλογή». Ο Γκαρέλ ήταν η πρώτη σκέψη του και όποτε ανέφερε την ιδέα στους φίλους του «την έβρισκαν ενδιαφέρουσα. Νομίζω ότι η επιτυχία του Λουί είναι ότι έχει κάτι βαθιά μέσα του που τον κάνει πιστευτό όχι απαραιτήτως ως Ζαν-Λικ Γκοντάρ αλλά ως έναν χαρακτήρα σαν τον Γκοντάρ. Εναν τέτοιο καλλιτέχνη δηλαδή, έναν πολιτικοποιημένο ποιητή, έναν οργισμένο δανδή. Ο Λουί καταλαβαίνει αυτά που λέει ως Γκοντάρ και δεν νομίζω ότι πολλοί ηθοποιοί θα έπειθαν με ένα λεξιλόγιο όπως αυτό που χρησιμοποιούσε ο Γκοντάρ».
Ο Λουί Γκαρέλ βέβαια μας είπε ότι είχε τις αντιρρήσεις του όταν του έγινε η πρόταση για τον ρόλο του Γκοντάρ. Πρώτον, επειδή δεν έμοιαζε, δεύτερον, επειδή πολύ απλά δεν μπορούσε με τίποτε να φανταστεί τον εαυτό του σε αυτόν τον ρόλο. Αλλαξε γνώμη όταν διάβασε το σενάριο και οι λόγοι ήταν δύο: «η ερωτική ιστορία στην καρδιά της ταινίας και η παράδοξη καλλιτεχνική απόφαση του Γκοντάρ να παρατήσει το σινεμά που όλοι αγαπούσαν, το σινεμά που έκανε τόσο καλά, και να ακολουθήσει έναν άλλο, μυστηριώδη δρόμο. Εγινε ο ένας εναντίον όλων και αυτό το θαυμάζω!».
Ο Γκαρέλ δεν είχε συναντήσει ποτέ τον Γκοντάρ και έτσι ένας από τους οδηγούς του ήταν οπτικοακουστικό υλικό με συνεντεύξεις του σκηνοθέτη. Επίσης παρακολούθησε όλες τις ταινίες του –«σχεδόν όλες γιατί κάποιες δεν αντέχονται, ούτε για τον ίδιο πλέον!» –περισσότερο για να μπει κάπως στο μυαλό του καλλιτέχνη, ήταν ένας τρόπος για «να βουτήξω μέσα σε έναν κόσμο κινηματογράφου, ιδεολογίας και πολιτικής». Μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας «Γκοντάρ, αγάπη μου» είναι η δημόσια διαμάχη του με τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ σε μια διάσημη συνέλευση του 1968, τότε που ο Γκοντάρ είχε (δικαίως αν κρίνουμε από τις δηλώσεις του) κατηγορηθεί για αντισημιτισμό.
Πάντως ο Λουί Γκαρέλ νιώθει υπερήφανος που τα τέλη της δεκαετίας του 1960 είναι κάτι σαν «σπεσιαλιτέ» του. Αυτή είναι η τρίτη ταινία του με φόντο εκείνη την έκρυθμη περίοδο, αφού έχουν προηγηθεί οι «Ονειροπόλοι» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και οι «Συνήθεις εραστές» του πατέρα του, Φιλίπ Γκαρέλ. «Ηταν μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος γιατί τότε ο κόσμος πάλευε» μας είπε ο ηθοποιός. «Ο κόσμος μαχόταν. Θύμωνε. Τσακωνόταν. Δεν αδρανούσε και δεν αδιαφορούσε όπως συμβαίνει σήμερα. Κι εμένα μου αρέσει να τσακώνομαι!».

Πού και πότε

Η ταινία «Γκοντάρ, αγάπη μου» προβάλλεται στις αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη σε διανομή Feelgood Entertainment.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ