Ο παράφορος και καταστροφικός συνάμα έρωτας ανάμεσα σε μια Tσιγγάνα και έναν νέο χωρικό κάπου στην ελληνική ύπαιθρο βρίσκεται στο επίκεντρο της όπερας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη «Περουζέ» που παρουσιάζεται στο Ηρώδειο και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών ύστερα από σχεδόν 70 χρόνια σιωπής. Το έργο, σε λιμπρέτο Γ. Τσοκόπουλου, γράφτηκε το 1911 και έκανε πρεμιέρα στις 9 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς στο θέατρο «Ολύμπια» από τον θίασο του Ελληνικού Μελοδράματος υπό τον αρχιμουσικό Στέφανο Βαλτετσιώτη. Τους ρόλους ερμήνευσαν τα μεγαλύτερα ονόματα του λυρικού θεάτρου εκείνης της εποχής: Νίκος Μωραΐτης, Αρτεμις Κυπαρίσση, Γιάννης Αγγελόπουλος, Νίκος Βλαχόπουλος αλλά και η Ολγα Παπαδιαμαντοπούλου (Ρεβέκκα) στον ρόλο του τίτλου, στην οποία ο συνθέτης αφιέρωσε την όπερα.
Η ανάσταση της παρτιτούρας
Η «Περουζέ» γνώρισε τεράστια επιτυχία, αφού στις 3 Σεπτεμβρίου 1912 γιόρτασε την 50ή παράστασή της παρουσία των βασιλέων με προλογίζοντα τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Ακολούθησαν εκατοντάδες παραστάσεις της όπερας σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, ώσπου τον Μάρτιο του 1950 ανέβηκε για τελευταία φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Εν προκειμένω η όπερα θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών από τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών –ένα νεοϊδρυθέν συμφωνικό σύνολο που μετρά δύο χρόνια ζωής και αποσκοπεί στην παρουσίαση και ευρύτερη προβολή της έντεχνης νεοελληνικής μουσικής –υπό τον Βύρωνα Φιδετζή. Ο τελευταίος επιμελήθηκε το εξαιρετικά φθαρμένο χειρόγραφο του έργου (που σώθηκε χάρη στον μουσικολόγο Γ. Λεωτσάκο) ώστε να γίνει εφικτή μια συναυλιακή παρουσίαση της όπερας από τη Συμφωνική του Δήμου Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 2001 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Τη σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει ο Θοδωρής Αμπαζής. «Η αλήθεια είναι πως η «Περουζέ» δεν είναι ένα έργο το οποίο θα σκεπτόμουν εύκολα να σκηνοθετήσω από μόνος μου» λέει ο ίδιος. «Ο Βύρων Φιδετζής με έπεισε. Γνώριζα τις οπερέτες του Σακελλαρίδη, τον «Βαφτιστικό» κ.λπ., αλλά τις όπερές του δεν τις γνώριζα. Αυτό που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα είναι η γνώση της μουσικής δραματουργίας που ανακαλύπτω στο έργο του, κι αυτό, ως συνθέτης και ο ίδιος, μπορώ να το εκτιμήσω. Στην όπερα ο πρώτος σκηνοθέτης είναι ο ίδιος ο συνθέτης: Αυτός χτίζει τους χαρακτήρες, την ψυχολογία, τις αντιδράσεις τους. Εν προκειμένω μου αποκαλύφθηκε ένας σπουδαίος δημιουργός. Το φινάλε της «Περουζέ» γεννά μεγάλη συγκίνηση».
Το φως και το σκοτάδι
Για τον σκηνοθέτη, ο απαγορευμένος έρωτας των δύο πρωταγωνιστών –της Περουζέ και του Θάνου -, που καταλήγει στον θάνατο, έρχεται να υπογραμμίσει την αποδοχή της ύπαρξης του φωτός και του σκοταδιού στη ζωή μας. «Εν προκειμένω η Περουζέ αντικατοπτρίζει τον κόσμο του σκοταδιού. Από την άλλη, ο Θάνος είναι το φως: ένας νέος αρραβωνιασμένος, με μια τακτοποιημένη ζωή. Οι δυο τους συναντιούνται και ερωτεύονται παράφορα: το φως έλκει το σκοτάδι και τούμπαλιν. Ο περίγυρος όμως δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι ο κόσμος περιέχει και τα δύο αυτά στοιχεία. Η ουσία λοιπόν του έργου κατ’ εμέ έχει να κάνει με την αποδοχή των δύο κόσμων αλλά και με τον φόβο του διαφορετικού. Οι δύο πρωταγωνιστές έρχονται να αποδείξουν ότι μπορεί να υπάρχει αγάπη και ισορροπία ανάμεσα στις δύο πλευρές».
Τι είδους παράσταση θα δούμε άραγε στο Ηρώδειο; «Η «Περουζέ» είναι μια όπερα επί της ουσίας άγνωστη κι εμείς καλούμαστε να τη συστήσουμε στο σύγχρονο κοινό» λέει ο Θοδωρής Αμπαζής. «Αισθάνομαι λοιπόν» συνεχίζει ο ίδιος «ότι η ευθύνη είναι κάπως μεγαλύτερη. Τόσο το έργο όσο και ο συνθέτης, αυτή η πλευρά του έστω, πρέπει να συστηθούν για αυτό που είναι. Δεν νομίζω λοιπόν ότι θα είχε νόημα μια μεταφορά στο σήμερα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δούλεψα πολύ με τους χαρακτήρες. Οι ρόλοι είναι πολύ καλά γραμμένοι στην παρτιτούρα: πρόκειται για ήρωες πολύ «πλούσιους» σε πτυχές και συναισθήματα».
Στο σημείο αυτό ο Θοδωρής Αμπαζής κάνει ιδιαίτερη μνεία στη Χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (στην παράσταση συμμετέχουν επίσης και μέλη της Χορωδίας του Εθνικού Ωδείου αλλά και η Μεικτή Χορωδία Θεσσαλονίκης) εξαίροντας τις δυνατότητες των νεαρών μελών της. Εξίσου «διαθέσιμους» στη συνεργασία χαρακτηρίζει και τους πρωταγωνιστές: την Κασσάνδρα Δημοπούλου που ερμηνεύει την Περουζέ, τον Φίλιππο Μοδινό στον ρόλο του Θάνου, την Αννα Στυλιανάκη ως Ανθούλα (η αρραβωνιαστικιά του Θάνου), τον Πέτρο Μαγουλά (βασιλιάς των Τσιγγάνων) και τον Τάση Χριστογιαννόπουλο (Πέτρο). Λέει πως δούλεψε «πρωτόγνωρα» για τον ίδιο. «Μιλήσαμε για το έργο, το αναλύσαμε… Κάναμε πολλή δουλειά, που θα φανεί, ελπίζω, στη σκηνή».
Το νερό πρωταγωνιστεί
Ο σκηνοθέτης τονίζει ότι το έργο γράφτηκε το 1911 προκειμένου να μιλήσει στους συγχρόνους του. Κατά τον ίδιο τρόπο, η παράσταση του Ηρωδείου οφείλει να απευθυνθεί στο σημερινό κοινό. Ετσι, η αισθητική είναι σύγχρονη και σύμφωνα με τον Θοδωρή Αμπαζή «υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αφαίρεση στο σκηνικό. Η ορχήστρα, ντυμένη στα μπλε, είναι η θάλασσα. Το νερό παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο έργο. Υπάρχει επίσης μια πολύ γρήγορη εξέλιξη, πραγματικός καταιγισμός γεγονότων, κι αυτό το βρίσκω πολύ σύγχρονο στοιχείο. Στο έργο υπάρχει η γνωστή άρια «Νεράιδα του γιαλού». Η δική μας Περουζέ λοιπόν βγαίνει από το νερό. Εχει ενδιαφέρον μάλιστα το γεγονός ότι η παρτιτούρα πήγε να καταστραφεί από υγρασία, από το νερό, σε ένα έργο που το νερό είναι τόσο σημαντικό».
Ο σκηνοθέτης επανέρχεται στον Θεόφραστο Σακελλαρίδη (1883-1950), τον «πατέρα» της νέας ελληνικής αθηναϊκής οπερέτας και έναν από τους αναμορφωτές της μουσικής δημιουργίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, ο οποίος, παράλληλα, ασχολήθηκε και με την όπερα. Επαναλαμβάνει πως στην αρχή είχε κάποιον δισταγμό να ασχοληθεί με το έργο του. Αισθανόταν ότι δεν είναι ακριβώς το στυλ του. Ωστόσο η ενασχόληση με τον Σακελλαρίδη «ξύπνησε» το ενδιαφέρον του και για άλλους συνθέτες της εποχής. Χαρακτηρίζει την παράσταση βαθιά ανθρώπινη και τονίζει την επιθυμία του «να μην είμαι πιο σημαντικός από τον συνθέτη». Λέει ότι επιζητεί να αναδείξει τη χειρουργική γραφή του Σακελλαρίδη σε σχέση με τους χαρακτήρες. Τελικά, σύμφωνα με την εκτίμηση του ιδίου, η «Περουζέ» είναι η πιο απλή, κατανοητή και κυρίως ανθρωποκεντρική σκηνοθεσία του Θοδωρή Αμπαζή. Ολα αυτά ενώ αυτόν τον καιρό γράφει ο ίδιος μια μικρή όπερα με τίτλο «Ηρα» που θα παρουσιαστεί στο Αρχαίο Θέατρο της Δήλου στις 6 και 7 Οκτωβρίου.
Πού και πότε
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ