Η ανεπάρκεια ύπνου είναι πρόβλημα δημόσιας υγείας καθώς επηρεάζει έναν στους τρεις ενήλικες, παγκοσμίως.
Έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Sleep, δείχνει ότι ο ανεπαρκής ύπνος έχει σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τα κράτη.
Πολλές δημοσκοπήσεις έχουν τεκμηριώσει ότι η ανεπάρκεια ύπνου είναι υπαρκτή και μάλιστα με αυξητική τάση. Στις περισσότερες δυτικές χώρες το 20-30% των συμμετεχόντων σε δημοσκοπήσεις κοινού αναφέρουν τακτική ανεπάρκεια ύπνου. Ενδεικτικά στην Αυστραλία το ποσοστό κυμαίνεται από 33% έως 45%, στις ΗΠΑ το 35% των ενηλίκων δεν κοιμάται επτά ώρες, το 30% των Καναδών επίσης αισθάνεται ότι δεν κοιμάται επαρκώς. Το ποσοστό αυτό είναι 37% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 28% στη Σιγκαπούρη και 26% στη Γαλλία.
Ο ανεπαρκής ύπνος σχετίζεται με αλλαγές στην προσοχή και ανικανότητα να μείνει κανείς συγκεντρωμένος σε κάτι, μειωμένη κινητοποίηση, σύγχυση, ευερεθιστότητα, κενά μνήμης, δυσχέρεια στην επίλυση προβλημάτων, αργή ή λανθασμένη επεξεργασία πληροφοριών και κριτική ικανότητα, εξασθενημένη επικοινωνία, αργό χρόνο αντίδρασης, αδιαφορία και απώλεια ενσυναίσθησης. Επιπλέον, ο σύντομος ύπνος αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος, εγκεφαλικού επεισοδίου, υπέρτασης, παχυσαρκίας, διαβήτη και κατάθλιψης.
Στην παρούσα μελέτη οι ερευνητές επιχείρησαν να μετρήσουν τις οικονομικές συνέπειες της ανεπάρκειας ύπνου (οριζόμενη ως δυσκολία στην έναρξη, διατήρηση ή ποιότητα της ύπνωσης συνοδεία έλλειψης εγρήγορσης την ημέρα, αρκετές ημέρες την εβδομάδα) στην Αυστραλία. Αξιολόγησαν οικονομικά και μη κόστη από εθνικές δημοσκοπήσεις και δεδομένα. Στα κόστη συμπεριλήφθηκαν αυτά που σχετίζονται με τη φροντίδα υγείας, ανεπίσημες παροχές φροντίδας εκτός του επίσημου συστήματος υγείας, απώλειες παραγωγικότητας, κόστη μη ιατρικά και τροχαίων ατυχημάτων, απώλεια κερδών λόγω ανεπάρκειας εισοδήματος και κοινωνικές παροχές. Στα μη οικονομικά κόστη υπολογίστηκε η απώλεια ευεξίας.
Το οικονομικό κόστος υπολογίστηκε στα 17,88 δισεκατομμύρια δολάρια ως εξής: άμεσα κόστη υγείας 160 εκατ. δολάρια για διαταραχές ύπνου και 1,08 δισ. δολάρια για σχετικές παθήσεις, 12,19 δισ. δολάρια λόγω απώλειας παραγωγικότητας (5,22 δισ. δολάρια λόγω μειωμένης απασχόλησης, 0,61 δισ. δολάρια λόγω πρόωρου θανάτου, 1,73 δισ. ευρώ λόγω απουσίας από την εργασία, 4,63 δισ. λόγω μη επαρκούς επιτέλεσης των εργασιακών καθηκόντων), μη ιατρικά κόστη λόγω ατυχήματος στα 2,48 δισ. δολάρια, ανεπίσημα κόστη φροντίδας 0,41 δισ. και 1,56 δισ. λόγω απώλεια; οικονομικής αποτελεσματικότητας από πλευράς χρησιμότητας για τους καταναλωτές/παραγωγούς, έτσι ώστε να μην επιτυγχάνεται η βέλτιστη ή κατανεμητική απόδοση. Ως προς τα μη οικονομικά κόστη, η μειωμένη απώλεια ήταν 27,33 δισ. δολάρια. Άρα, το συνολικό κόστος του ανεπαρκούς ύπνου στην Αυστραλία την περίοδο 2016-17 ήταν 45,21 δισ. δολάρια.
Οι ερευνητές εξηγούν ότι τα προαναφερόμενα κόστη επιβαρύνουν ουσιαστικά τους κρατικούς προϋπολογισμούς και θα πρέπει να γίνουν καθοριστικές παρεμβάσεις ώστε να ληφθούν προληπτικά μέτρα.
«Βρισκόμαστε σε μια εν εξελίξει επιδημία ανεπάρκειας ύπνου, εν μέρει λόγω κλινικά διαγνωσμένων διαταραχών ύπνου, λόγω πιέσεων για καλύτερη επαγγελματική απόδοση, ανταπόκρισης σε κοινωνικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, αλλά και αποτυχίας επαρκούς ύπνου από επιλογή ή αδιαφορία. Εκτός από την επίπτωσή της στην ευεξία του ατόμου, το πρόβλημα έχει τεράστιο οικονομικό κόστος μέσω των επιπτώσεων που έχει στην υγεία, την ασφάλεια και τη παραγωγικότητα», υπογραμμίζεται στα συμπεράσματα της μελέτης.