Στα τέλη του 1996 με αρχές του 1997, υπό το βάρος της κρίσης των Ιμίων, η τότε κυβέρνηση Σημίτη δεχόταν εντονότατες πιέσεις για την υιοθέτηση ενός υπερμεγέθους για τις δυνατότητες της χώρας εξοπλιστικού προγράμματος.
Τα γεγονότα των Ιμίων, η θυσία των τριών αξιωματικών και η τουρκική διεκδίκηση βραχονησίδων του Νοτίου Αιγαίου επέτρεπαν στους κάθε λογής εμπόρους και εμποράκους των όπλων να διαφημίζουν την πραμάτεια τους.
Υπουργοί, βουλευτές όλων των αποχρώσεων, επιχειρηματίες, στρατιωτικοί, μεσάζοντες και λομπίστες, άλλοι εμφανώς, από τηλεοράσεως ή από του βήματος της Βουλής, και άλλοι υπογείως, έχτιζαν το επιχείρημα των εξοπλισμών σε καθημερινή βάση, όπως περίπου συμβαίνει και σήμερα.
Κάποια στιγμή η πίεση προς τον τότε πρωθυπουργό έγινε αφόρητη. Σε σημείο που αναγκάστηκε να απευθύνει εκκλήσεις στον Τύπο.
Ο εξ απορρήτων σύμβουλος του πρωθυπουργού, ο αείμνηστος Νίκος Θέμελης, διαβλέποντας τον κίνδυνο εκτροχιασμού των αμυντικών δαπανών και υποψιαζόμενος το επερχόμενο κύμα λεηλασίας και διαφθοράς, τηλεφωνούσε αγωνιωδώς στις εφημερίδες σχεδόν παρακαλώντας να εγείρουν ζήτημα διαφάνειας των αμυντικών δαπανών και να απαιτήσουν να καταργηθεί το άβατο του υπουργείου Αμυνας.
Κάποιοι ανταποκρίθηκαν σε εκείνες τις εκκλήσεις του Νίκου Θέμελη. Αλλά το κλίμα ήταν τέτοιο που ουδείς έλαβε υπ’ όψιν τις προειδοποιήσεις και τις εκκλήσεις για διαφάνεια και έλεγχο των αμυντικών δαπανών.
Οι θιασώτες των εξοπλισμών προέβαλλαν το απόρρητο των εξοπλιστικών σχεδίων και του αμυντικού σχεδιασμού της χώρας προκειμένου να αποφύγουν τον έλεγχο και τη λογοδοσία.
Τη συνέχεια τη γνωρίζουν όλοι οι Ελληνες. Εκείνο το ευθέως προπαγανδιζόμενο εξοπλιστικό κύμα επέτρεψε στον Ακη Τσοχατζόπουλο να προωθήσει ένα θεόρατο για τις δυνατότητες της χώρας αμυντικό πρόγραμμα, επιβαρύνοντας υπέρμετρα τον ελληνικό λαό –για πολλούς διαμόρφωσε τη βάση της χρεοκοπίας –και προσφέροντας στον ίδιο τη δυνατότητα λαφυραγωγήσεων.
Το δυστύχημα είναι ότι παρά την τόσο κακή εκείνη εμπειρία, που συσσώρευσε απροσμέτρητα δεινά στον ελληνικό λαό και απαξίωσε ηθικά και πολιτικά κόμματα και δυνάμεις, συνεχίζονται οι ίδιες πρακτικές.
Το υπουργείο Αμυνας παραμένει, ακόμη και στις μέρες της χρεοκοπίας, βάση αδιαφάνειας και κέντρο άσκησης διαφόρων επιτήδειων μεσαζόντων, με την ανοχή, για να μην πούμε με τη συνέργεια, της πολιτικής ηγεσίας. Βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, μεθοδεύουν και υπαγορεύουν αγορές και πράξεις κατά τα συμφέροντά τους.
Οπως θα διαβάσετε στο σχετικό ρεπορτάζ στις σελίδες Α16-17, οι τρέχουσες συμβάσεις για την αναβάθμιση των μαχητικών αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας, αλλά και οι προηγούμενες για τα παλαιά αεροπλάνα ναυτικής συνεργασίας, βρίθουν «καινοτομιών» και «εφευρημάτων», υπέρ συγκεκριμένων μεσαζόντων, παραβιάζοντας ευθέως τη νομοθεσία περί προμηθειών.
Αυτές οι συμβάσεις είναι μακροχρόνιες, ξεπερνούν τον χρόνο της ζωής μιας κυβέρνησης, δεσμεύουν τη χώρα και δεν είναι εύκολο να αναθεωρηθούν ακόμη και αν αποδειχθεί η προβληματικότητά τους.
Γι’ αυτό και έχει αξία η διαφάνεια και ο προληπτικός έλεγχος.
Ας γνωρίζουν ωστόσο οι υπεύθυνοι ότι όλες αυτές οι ετεροβαρείς συμφωνίες θα εξεταστούν, θα αξιολογηθούν, θα αναδειχθούν τα βάρη που τις συνοδεύουν και κατά πάσα βεβαιότητα θα αποδοθούν ευθύνες. Εχουν γνώση οι φύλακες…


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ