Μαύρη τρύπα που ξεπερνά τα 500 εκατ. ευρώ εκτιμάται από την αγορά ότι αφήνει πίσω της η «υπόθεση Folli Follie» που χαρακτηρίστηκε ως η «ελληνική Parmalat», η χρεοκοπία της οποίας προκάλεσε τόσο μεγάλο σοκ στην Ιταλία όσο και το σκάνδαλο της Enron στην Αμερική.
Μια εταιρεία μάλιστα, με έδρα την Ταϊβάν, που εμφανίζεται ως ο βασικός της πελάτης στην Ασία, φέρεται να αποτελεί το κλειδί που θα μπορούσε να ξετυλίξει τον μίτο της Αριάδνης σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία του ομίλου και το εύρος των δραστηριοτήτων του κυρίως στην Κίνα, που δείχνουν να αμφισβητούνται.
Η τελική εικόνα θα αποτυπωθεί στον επανέλεγχο των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων από την ανεξάρτητη διεθνή ελεγκτική εταιρεία Ernst & Young – EY, κάτι όμως που απαιτεί 3 μήνες για να ολοκληρωθεί, δεδομένου του εύρους των δραστηριοτήτων που θα πρέπει να ελεγχθούν.
Τότε θα μπορέσει να αποφανθεί και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με την πιθανότητα επαναδιαπραγμάτευσης της μετοχής, ή αν τελικά η εταιρεία δεν θα μπορέσει π.χ. να λειτουργήσει με τη σημερινή μορφή της ή αν πουληθεί σε κομμάτια. Πιο πιθανό θεωρείται σε μια τέτοια περίπτωση το σπάσιμό της, με το κομμάτι της Ασίας να απορροφάται από τη Fosun.

Σενάρια στο προσκήνιο

Εν τω μεταξύ, διά της υπηρεσιακής οδού κατατίθεται η έγκληση-μηνυτήρια αναφορά της Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που αφορά «παρεμπόδιση ελέγχου» και μη «παροχή αιτούμενων στοιχείων». Για τον ιδρυτή τής QCM Γκάμπριελ Γκρέγκο, το Hedge fund που ξεκίνησε την επίθεση στην εισηγμένη, «η καθυστέρηση στην παροχή αποδείξεων όσον αφορά το ταμείο της εταιρείας μιλά από μόνη της» ενώ με τη στάση του θεωρεί ότι συνέβαλε στην καλύτερη λειτουργία της ελληνικής κεφαλαιαγοράς έχοντας αφαιρέσει αυτό που θεωρεί ως σάπιο μήλο από το καλάθι.
Με βάση μάλιστα το νέο πιο αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, αν τα δεδομένα οδηγήσουν σε παραποιήσεις στοιχείων έρχονται στο προσκήνιο σενάρια για κατηγορίες για χειραγώγηση, αλλά και κατάχρηση της αγοράς, που συνιστούν βαριά αδικήματα, ενώ πιθανή θεωρείται η έγκληση των μελών του ΔΣ της εταιρείας από τις δικαστικές Αρχές.
Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς φέρεται ότι προσπαθεί να κλείσει τις «τρύπες» αναφορικά με το θέμα των προστίμων που κατά καιρούς δίδονται σε διάφορα funds και διεθνείς επενδυτές, καθώς αυτά δεν μπορούσαν πρακτικά να εισπραχθούν. Με τις νέες ρυθμίσεις που προωθούνται εξετάζεται η απόδοση των προστίμων να γίνεται σε ειδικό λογαριασμό που θα διατηρείται για τον σκοπό αυτόν στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο κινεζικός κολοσσός της Fosun International, που κατέχει το 16,37% της εισηγμένης και έχει ζητήσει εξηγήσεις με την αποστολή inquiry letter, επί του οποίου δεν έχει δοθεί καμία απάντηση, επιθυμεί την ταχύτερη διαλεύκανση της υπόθεσης από τις εποπτικές και δικαστικές αρχές και ελπίζει «να προστατευθούν τα δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας», όπως και η Fidelity International που κατέχει το 5,93%. Να σημειωθεί πως η Fosun έχει τοποθετήσει ως μέτοχος μειοψηφίας τον αντιπρόεδρο του ομίλου, Qian Jiannong, ως μη εκτελεστικό μέλος στο ΔΣ της εταιρείας από το οποίο την παραίτησή τους υπέβαλαν ο Ηλίας Κούκουτσας, γενικός διευθυντής της Αttika Πολυκαταστήματα, και το μέλος της Επιτροπής Ελέγχου Ευάγγελος Κουμανάκος. Σε συνάντηση που είχαν ο CEO της Folli Follie Τζώρτζης Κουτσολιούτσος με εκπροσώπους των βασικών πιστωτριών τραπεζών συμφώνησαν καταρχήν στην παροχή ως ενεχύρου του 40% που ελέγχει η εισηγμένη στα Αττικά Πολυκαταστήματα. Συνολικά, σπεύδουν προς διασφάλιση των συμφερόντων τους τράπεζες, ομολογιούχοι, πιστωτές, επενδυτές, θεσμικοί κ.ά.
Η υπόθεση FFG έχει πλέον προσλάβει μεγάλες διαστάσεις και ήδη υπάρχει ανησυχία, όπως λέγεται, και σε κυβερνητικά κλιμάκια για τη ζημία που προκλήθηκε και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει, την ώρα μάλιστα που η Ελλάδα προσπαθεί μετά τον Αύγουστο να επιστρέψει στις αγορές.

Θέματα αξιοπιστίας

Δεδομένου επίσης ότι ορισμένες τράπεζες, όπως η Eurobank (περίπου 500 εκατ. ευρώ), εξετάζουν την έκδοση καλυμμένων ομολόγων, ενώ άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Chipita (διπλή εισαγωγή των μετοχών της σε Λονδίνο και Αθήνα), ετοιμάζονται να αντλήσουν κεφάλαια, ενώ άλλες προετοιμάζονται για νέες εταιρικές εκδόσεις ομολόγων, το «ατύχημα» της Folli δείχνει να δυσκολεύει το εγχείρημα, καθώς θέτει θέματα αξιοπιστίας για τις ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και για την ίδια τη χώρα.
Η εικόνα των δύο ομολόγων της FFG δείχνουν εξάλλου «χρεοκοπία», καθώς το πιο πρόσφατο, που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2017, έφθασε να διαπραγματεύεται ακόμη και στο 30% της ονομαστικής του αξίας, έναντι 62% του μετατρέψιμου σε μετοχές ομολόγου που εκδόθηκε το 2014, ενώ σε διάστημα τριών εβδομάδων οι μετοχές της εταιρείας έχασαν 700 εκατ. ευρώ, με την τελευταία αποτίμηση πριν από την αναστολή διαπραγμάτευσης να ανέρχεται στα 321 εκατ. ευρώ.
Το γεγονός μάλιστα ότι πριν από μερικά χρόνια η Folli Follie, μια εταιρεία του ΧΑ από τις πλέον διεθνοποιημένες, με συμμετοχή στους βασικούς δείκτες με τα αποκαλούμενα blue chips της FTSE και MSCI, αποφάσισε να προσλάβει ως ελεγκτική εταιρεία την Ecovis, που κατατάσσεται 18η μεταξύ των παγκόσμιων ελεγκτικών εταιρειών ή 21η σύμφωνα με το QCM, έκανε πια πολλούς να κάνουν λόγο για νέα εποχή «greek statistics».
Να σημειωθεί ότι στον ισολογισμό του 2017 ο συνολικός δανεισμός της εταιρείας ανερχόταν σε 612,87 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων ο βραχυπρόθεσμος ήταν 115,80 εκατ. ευρώ και ο μακροπρόθεσμος ήταν 497,07 εκατ. ευρώ και αφορούσε κυρίως δυο ομολογιακά δάνεια συνολικού ύψους 472 εκατ. ευρώ. Οι ελεύθερες ταμειακές ροές (free cash flow) ήταν αρνητικές κατά 54,02 εκατ. ευρώ, ενώ τα ταμειακά της διαθέσιμα, για τα οποία δεν μπόρεσε να δώσει τα αιτούμενα στοιχεία στην ΕΚ, ανέρχονταν σε 446,34 εκατ. ευρώ.

Ο έλεγχος και η τιμωρία

Το ερώτημα που τίθεται, λένε στην αγορά, έχει να κάνει με τους μετόχους εκείνους που βασίστηκαν στις επίσημες αιτιάσεις και στις λογιστικές καταστάσεις της εταιρείας για να επενδύσουν. Κλειδί είναι ο συνδυασμός τού, εν εξελίξει, ανεξάρτητου ελέγχου του ορκωτού που ορίστηκε να διερευνήσει τους ισχυρισμούς του QCM fund περί οικονομικών ατασθαλιών και της παραπομπής στη Δικαιοσύνη ώστε να πιεστεί η εταιρεία να διευκολύνει την παροχή πληροφορίας. Αν τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως αναφέρεται, λέγεται πως πρέπει και οφείλει να υπάρξει η τιμωρία που αναλογεί ώστε να μην πληγεί η αγορά, ουσιαστικά και ηθικά.

«Να διαβάζουμε ισολογισμούς όπως ο αναλυτής του QCM fund»

Οι Αρχές του Χρηματιστηρίου της Αθήνας και οι φορείς της αγοράς εξετάζουν τρόπους ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου καθώς, όπως λέγεται, χωρίς αξιοπιστία δεν πάμε πουθενά. H «υπόθεση Folli Follie» τραυμάτισε εξάλλου την εμπιστοσύνη στην κεφαλαιαγορά, στις ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και στην ίδια τη χώρα, η οποία ετοιμάζεται να δοκιμάσει την εμπιστοσύνη των αγορών χρηματοδοτώντας μακροπρόθεσμα με εύλογο επιτόκιο το χρέος της.
Παράλληλα, αυξήθηκε ο προβληματισμός σε μια ομάδα ελληνικών επιχειρήσεων που ετοιμάζονται να αντλήσουν κεφάλαια είτε βγαίνοντας στις διεθνείς αγορές εταιρικών ομολόγων, είτε εισάγοντας τις μετοχές τους στην Αθήνα και σε άλλες αγορές του εξωτερικού, καθώς η «υπόθεση Folli Follie» φέρνει πρώτιστα στο προσκήνιο έναν μάλλον ξεχασμένο όρο στην ελληνική κεφαλαιαγορά, αυτόν της εταιρικής διακυβέρνησης. Αν και η ευθύνη της ορθότητας του περιεχομένου των οικονομικών καταστάσεων βαρύνει τον ορκωτό ελεγκτή, ο οποίος με τη σειρά του ελέγχεται από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης, ορισμένοι στην αγορά επισημαίνουν ότι σε κάθε περίπτωση ας μην ψάχνουμε για «από μηχανής θεούς» στις επενδυτικές επιλογές μας.

Ας μάθουμε, λένε, να διαβάζουμε και εμείς τις οικονομικές καταστάσεις με τον τρόπο που τις διάβασε και ο αναλυτής του QCM fund και ας προβληματιζόμαστε για το πόσο ζωτική είναι η προσήλωση στις βασικές αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης, της διαφάνειας και της ανταπόκρισης μιας εταιρείας προς τους επενδυτές της – μικρούς, μετόχους μειοψηφίας και μεγαλύτερους – πριν επενδύσουμε.
Καθώς η προσήλωση στις αρχές εταιρικής διακυβέρνησης και στον σεβασμό στους επενδυτές είναι το ζητούμενο, τόσο οι μικροί επενδυτές όσο και οι θεσμικοί, όπως το QCM και η Fosun, φαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις να βρίσκονται στην ίδια βάρκα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ