Στην ανάγκη έγκαιρου σχεδιασμού των δράσεων της περιόδου 2019 – 2021 ώστε το ποσοστό των κόκκινων δανείων να μειωθεί σε μονοψήφια επίπεδα στο τέλος αυτού του διαστήματος, επεσήμανε ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) και της Eurobank Νίκος Καραμούζης.
Μιλώντας σε πάνελ με θέμα « Ο ρόλος των Τραπεζών και το Νέο Παραγωγικό Μοντέλο, στο πλαίσιο εκδήλωσης του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, ο κ. Καραμούζης τόνισε σχετικά ότι «τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αν και βαίνουν μειούμενα, παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, με το λόγο μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων να προβλέπεται, αν επιτευχθούν οι στόχοι, στο 35% στο τέλος του 2019, έναντι 6% του μέσου όρου σήμερα στην ευρωζώνη».
Άρα, πρόσθεσε, «απαιτείται έγκαιρος σχεδιασμός για την περίοδο 2019 – 2021, ώστε, το ποσοστό αυτό να μειωθεί σε μονοψήφιο αριθμό στο τέλος του 2021 και λόγω των συζητήσεων για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης στην Ευρώπη».
Αναφερόμενος στις προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες, ο κ. Καραμούζης υπογράμμισε ότι «ο κλάδος εξακολουθεί συνολικά να βρίσκεται σε φάση απομόχλευσης, ειδικά στη λιανική τραπεζική και κυρίως στην στεγαστική πίστη (- 3% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο), αλλά και στις μικρές επιχειρήσεις όπου η ζήτηση είναι ουσιαστικά αναιμική και οι αποπληρωμές υπερκαλύπτουν κατά πολύ την όποια νέα παραγωγή δανείων».
Από την άλλη πλευρά, τόνισε ότι «οι καταθέσεις ακολουθούν εν γένει θετική τροχιά, ωστόσο ο ρυθμός αύξησής τους είναι εξαιρετικά αργός, με τα υπόλοιπα του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) να βρίσκονται τέλος Απριλίου του 2018 λίγο παραπάνω από τα επίπεδα του τέλους του 2017 (+€634 εκατ. ή στα €127 δισ.), ενώ τα υπόλοιπα δανείων διαμορφώθηκαν στα €179 δισεκ. την ίδια περίοδο».
Άρα, σημείωσε, «υπάρχει ένα σημαντικό χρηματοδοτικό κενό, ένα έλλειμμα ρευστότητας και η υποχρέωση πλήρους αποπληρωμής των υπολοίπων δανεισμού από τον ELA».
Παράλληλα, ο κ. Καραμούζης υποστήριξε ότι «η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων έχει βελτιωθεί, αλλά δεν είναι πλήρης και απρόσκοπτη, και το κόστος δανεισμού παραμένει απαγορευτικό».
Αναφερόμενος στη κερδοφορία των τραπεζών, σημείωσε ότι παραμένει στάσιμη και περιορισμένη λόγω:
α. στασιμότητας των εσόδων από εργασίες,
β. του υψηλού κόστους κινδύνου, που παρά την επικείμενη αποκλιμάκωση του αναμένεται να κυμανθεί πάνω από το 1.6% επί του χαρτοφυλακίου δανείων, το 2018,
γ. της πίεσης του περιθωρίου επιτοκίου από τον ανταγωνισμό, και
δ. της λειτουργίας μη τραπεζικών οργανισμών που δραστηριοποιούνται κάτω από διαφορετικούς εποπτικούς κανόνες.
Όπως είπε ο κ. Καραμούζης, «η αλματώδης ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής τεχνολογίας επιδρά καταλυτικά στην πορεία του κλάδου και καθιστά αναγκαίο το βαθύ μετασχηματισμό του λειτουργικού και επιχειρησιακού προτύπου των τραπεζών»,
Επιπλέον, επεσήμανε «το νέο απαιτητικό εποπτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο καλούνται οι τράπεζες να λειτουργήσουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι κοστοβόρο και επιδρά στο στρατηγικό σχεδιασμό των τραπεζών».
Σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη, «οι προκλήσεις αυτές είναι αντιμετωπίσιμες μέσα στα πλαίσια μια εύρωστης και ταχέως αναπτυσσόμενης οικονομίας, ενώ αντίθετα, μπορεί να καταστούν δυσεπίλυτα προβλήματα σε μια στάσιμη ή συρρικνούμενη οικονομία».