Η ώρα είναι 10 το βράδυ. Τη συναντώ στο διαμέρισμά της κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Στο διπλανό δωμάτιο κοιμάται ο 4χρονος γιος της. Τον υιοθέτησε πριν από τρία χρόνια από μια χώρα της Βορειοανατολικής Αφρικής. Η Γ.Χ. (τα στοιχεία της βρίσκονται στη διάθεση του BHMAgazino) μου ζήτησε να συναντηθούμε αυτή την ώρα. Ηθελε να γυρίσει από την παιδική χαρά, να κάνει μπάνιο τον μικρό, να τον βάλει για ύπνο. Τον μεγαλώνει μόνη της. Πήρε την απόφαση να τον υιοθετήσει μόνη της. Κοιτώ τις φωτογραφίες του.
Η Γ.Χ. είχε πάντα σχέσεις με την Αφρική. Την είχε επισκεφθεί μια-δυο φορές, είχε φίλους από εκεί. Αλλωστε, πέρασε στο εξωτερικό μεγάλο μέρος της ζωής της. «Κανείς δεν παραξενεύτηκε συνεπώς όταν υιοθέτησα ένα παιδί από την Αφρική. Με φώναζαν «UNICEF» οι φίλοι μου έτσι και αλλιώς. Ολο το περιβάλλον μου ήταν λοιπόν υποστηρικτικό. Και οι γονείς μου. Αν υπήρξαν ενδοιασμοί για την υιοθεσία ενός παιδιού διαφορετικής φυλής από τη δική μου; Ομολογώ ότι υπήρξαν. Και απορούσα και εγώ με τον εαυτό μου για αυτό. Στο παρελθόν υπήρξα μαζί με έναν άνδρα μιγά. Θυμάμαι ότι η μητέρα μου, που είναι πολύ ανοιχτόμυαλη, μου είχε πει τότε: «Πρέπει να σκεφτείς αν θα κάνεις παιδιά μαζί του. Η κοινωνία εκεί έξω είναι άγρια, μπορεί τα παιδιά να αντιμετωπίσουν ρατσισμό». Είχα γίνει πυρ και μανία. Με είχε ενοχλήσει πολύ. «Tι βλακείες είναι αυτές;» της απάντησα».
Oταν όμως άρχισε να σκέφτεται την ιδέα της διακρατικής υιοθεσίας, όπως παραδέχεται, έκανε και αυτή παρόμοιες σκέψεις. «Και τρόμαξα με τον εαυτό μου. «Κοίτα να δεις που η μάνα μου ίσως είχε κάποιο δίκιο» σκέφτηκα. Τότε βρισκόταν και σε έξαρση η Χρυσή Αυγή. Με ανησυχούσε πολύ. Σκεφτόμουν ότι δεν θα ήθελα ο γιος μου να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα. Στην αρχή δεν μου άρεσε καν να χρησιμοποιώ τη λέξη «μαύρος» για να τον περιγράψω. Δεν έχει πολύ θετική χροιά, νομίζω. Ισως γιατί στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει κάποια απόλυτα αποδεκτή λέξη για να περιγράψει αυτή τη φυλή. Κάποιοι γονείς λένε «το παιδί μου είναι καφέ». Αλλά έχω μπουχτίσει να τα ακούω αυτά: το «σοκολατί παιδάκι μου» και το «σοκολατάκι» μου. Μου φαίνονται λίγο σαχλά. Υστερα σκεφτόμουν τη λέξη «νέγρος». Στα αγγλικά, όμως, έχει πολύ αρνητική έννοια. Στα ελληνικά, νομίζω, όχι και τόσο. Αλλά αν τη χρησιμοποιείς είναι σαν να θέλεις να καμουφλάρεις τη λέξη «μαύρος», και αυτό δεν μου αρέσει».
Αυτές οι σκέψεις τελικά μπήκαν στο περιθώριο. Η Γ.Χ. ταξίδεψε στη Βορειοανατολική Αφρική και υιοθέτησε τον γιο της. «Νομίζω ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν πολύ πιο θετικά μια λευκή μαμά με ένα μαύρο παιδάκι παρά δύο μαύρους γονείς με ένα μαύρο παιδί οι οποίοι έχουν έρθει ως οικονομικοί μετανάστες στην Ελλάδα. Σαν να υπάρχει και ένα είδος ταξικού ρατσισμού. Θυμάμαι από την αρχή, από τους πρώτους μήνες που έβγαινα με το παιδί μου βόλτα με το καρότσι, άκουγα θετικά σχόλια. Από ένα σημείο και μετά, μάλιστα, έγινε κουραστικό. Να μην μπορείς να κάνεις ένα βήμα περνώντας απαρατήρητος. «Αχ, τι γλυκό το παιδάκι σας». Ενιωθα σαν να τον βγάζω βόλτα για να τον επιδείξω».
Οπως αναφέρει, ο γιος της έχει πλήρη συνείδηση του χρώματός του από δύο ετών. «Θυμάμαι έτυχε σε ένα αγγλικό παραμύθι που του διάβαζα να υπάρχει ένα μαύρο παιδάκι. Εδειχνε τη ζωγραφιά και έλεγε το όνομά του. Μου έχει πει δυο-τρεις φορές ότι δεν του αρέσει που είναι μαύρος. Την πρώτη φορά μού έκανε εντύπωση. Αλλά μετά διάβασα ότι τα παιδιά θέλουν πάντα να ταυτίζονται με τους γονείς τους και να μη διαφέρουν από τα άλλα παιδιά. Θυμάμαι του είχα πει τότε: «Εδώ εμείς κάνουμε τόσο κόπο να μαυρίσουμε!». Πλέον δίνω περισσότερη σημασία στην αποδοχή της διαφορετικότητάς του, μιλώντας του για ψηλούς και κοντούς, λεπτούς και παχουλούς, ξανθούς-κοκκινομάλληδες, μελαχρινούς-καστανούς κ.λπ., τονίζοντας ότι σημασία δεν έχει πώς φαίνονται, αλλά αν είναι καλοί στην καρδιά τους».
Ξεφυλλίζουµε ένα άλµπουµ με φωτογραφίες του μικρού από την πρόσφατη βάπτισή του. «Προτού τον υιοθετήσω είχα φτιάξει μια λίστα με ελληνικά ονόματα που ήθελα να του δώσω» αναφέρει. «Οταν φτάσαμε στην Ελλάδα, θεώρησα τελικά ότι δεν θα του έκανε καλό να αλλάξω το όνομά του. Ξέρετε, το παιδί υπόκειται σε ένα σοκ. Αλλάζουν οι μυρωδιές, οι άνθρωποι, ο χώρος που ζει. Τελικά αποφάσισα να τον βαπτίσω πριν από μερικούς μήνες, να έχει και ένα ελληνικό όνομα. Υπήρξε ένας σοβαρός λόγος. Οταν τον ρωτούσαν και συστηνόταν με το αφρικανικό όνομά του συνήθως οι άνθρωποι δεν τον καταλάβαιναν με την πρώτη. Ετσι ο μικρός άρχισε να απαντά στην ερώτηση με άσχετα ελληνικά ονόματα. Μου έλεγαν «πολύ γλυκός o Πέτρος σας». Eλεγα «Ποιος είναι ο Πέτρος;». Ετσι αποφάσισα να τον βαπτίσω, να έχει και ένα ελληνικό όνομα, να μην λέει κάθε φορά και ένα διαφορετικό. Φυσικά εγώ συνεχίζω να τον αποκαλώ με το αφρικανικό όνομά του. Εκείνος όμως, καμιά φορά, ειδικά όταν συστήνεται σε αγνώστους, χρησιμοποιεί το ελληνικό».
Η Γ.Χ. είναι αποφασισμένη ο γιος της να διατηρήσει επαφές με τη χώρα στην οποία γεννήθηκε. «Δεν θέλω να αρνηθεί την καταγωγή του. Του λέω «είσαι Ελληνας με καταγωγή από την Αφρική». Αν είχε γεννηθεί σε μια χώρα της Ευρώπης ίσως δεν θα το έκανα. Αλλά εγώ είχα πάντα επαφή με την Αφρική και αισθάνομαι ότι πρέπει να είναι και αυτός περήφανος που γεννήθηκε εκεί. Και προσπαθώ να του το εμφυσήσω. Και νομίζω ότι τα έχω καταφέρει, γιατί και αυτός το λέει με καμάρι».
Οπως άλλωστε εξηγεί η ίδια, διακρίνει επάνω του στοιχεία που θεωρεί ότι κουβαλάει από τη χώρα καταγωγής του. «Δεν θέλω να πέσω σε αυτά τα κλισέ, αλλά ναι, ο τρόπος που χορεύει, που κινείται, μπορώ να δω επάνω του την αφρικανική καταγωγή του. Και προσπαθώ να του μιλώ για σημαντικούς μαύρους ανθρώπους, για μουσικούς, για χορευτές, για τον Μπαράκ Ομπάμα. Πριν από καιρό είχε γίνει κάτι που με στενοχώρησε. Με είχε ρωτήσει αν ένας πολύ συμπαθητικός μαύρος κύριος, που δούλευε σε ένα μαγαζί στη γειτονιά μας και μας χαιρετούσε, μου ζητούσε χρήματα. Επειδή έβλεπε στον δρόμο κάποιους σκουρόχρωμους επαίτες, το έχει ταυτίσει με αυτό. Πάγωσα. Λέω: «Τέτοια εικόνα έχει πάρει για τους ανθρώπους του χρώματός του;». Δεν θέλω να αρνηθεί ποτέ την καταγωγή του. Του μιλάω για τη χώρα του, για την Ιστορία της. Πρέπει να υπάρχει αγάπη και συμφιλίωση με το παρελθόν του. Mιλώντας στο παιδί για την καταγωγή του και φροντίζοντας να αγαπήσει και να εκτιμήσει τη χώρα που γεννήθηκε, σημαίνει για εμένα έμμεσα και πιο εύκολη αποδοχή του χρώματός του για τον ίδιο. Μην αναφέροντας τίποτε για την καταγωγή του θα ήταν σαν να ντρεπόμασταν για αυτό που είναι».
Στην Ελλάδα όμως της Χρυσής Αυγής, του ρατσιστή της διπλανής πόρτας, η ίδια δεν κρύβει ότι για αρκετό καιρό ζούσε με την αγωνία ότι ο γιος της θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπος με κάποιο ρατσιστικό σχόλιο.
«Πλέον το έχω ξεπεράσει σε έναν βαθμό» αναφέρει. «Ο γιος μου έχει μεγαλώσει, και επίσης έτσι κι αλλιώς γνωρίζω ότι κάποια στιγμή κάποιος θα βρεθεί κάτι να πει. Πρέπει απλά να μη δώσει σημασία. Προσπαθώ να τον προετοιμάσω. Πώς ακριβώς γίνεται αυτό, δεν ξέρω. Θυμάμαι διάβαζα το βιβλίο μιας Νιγηριανής που ζούσε στη Γερμανία και μιλούσε για τις μειονότητες. Ουσιαστικά εξηγούσε ότι είναι τελικά αδύνατον ένα παιδί να αποφύγει τα σχόλια. Γιατί είναι αδύνατον να ζει προστατευμένο για πάντα σε μια φούσκα. Και γι’ αυτό πρέπει να το προετοιμάσουμε. Ο μόνος τρόπος είναι να αποκτήσει πολλή εμπιστοσύνη στον εαυτό του και αυτοπεποίθηση. Από το ένα αφτί να μπαίνει και από το άλλο να βγαίνει ό,τι ακούσει. Να δώσει τη λιγότερη σημασία στο αρνητικό σχόλιο. Να μην τραυματιστεί».
«Πλέον το έχω ξεπεράσει σε έναν βαθμό» αναφέρει. «Ο γιος μου έχει μεγαλώσει, και επίσης έτσι κι αλλιώς γνωρίζω ότι κάποια στιγμή κάποιος θα βρεθεί κάτι να πει. Πρέπει απλά να μη δώσει σημασία. Προσπαθώ να τον προετοιμάσω. Πώς ακριβώς γίνεται αυτό, δεν ξέρω. Θυμάμαι διάβαζα το βιβλίο μιας Νιγηριανής που ζούσε στη Γερμανία και μιλούσε για τις μειονότητες. Ουσιαστικά εξηγούσε ότι είναι τελικά αδύνατον ένα παιδί να αποφύγει τα σχόλια. Γιατί είναι αδύνατον να ζει προστατευμένο για πάντα σε μια φούσκα. Και γι’ αυτό πρέπει να το προετοιμάσουμε. Ο μόνος τρόπος είναι να αποκτήσει πολλή εμπιστοσύνη στον εαυτό του και αυτοπεποίθηση. Από το ένα αφτί να μπαίνει και από το άλλο να βγαίνει ό,τι ακούσει. Να δώσει τη λιγότερη σημασία στο αρνητικό σχόλιο. Να μην τραυματιστεί».
Πριν από µερικούς µήνες, όπως εξομολογείται, ήρθε αντιμέτωπη με ένα άσχημο περιστατικό στην παιδική χαρά. «Επαιζε με ένα άλλο παιδί. Τύγχανε να γνωρίζω τους γονείς του. Ο πατέρας του παιδιού, μάλιστα, είναι ένας πολύ συμπαθητικός και ανοιχτός άνθρωπος. Πάνω στο παιχνίδι, και επειδή ο γιος μου έκανε πιο ψηλά άλματα από εκείνο το παιδί, γύρισε και του είπε: «Τι θες εσύ εδώ; Που είσαι μαύρος!». To άκουσα και έπαθα σοκ. Το αγριοκοίταξα –ποιος ξέρει με τι βλέμμα –και του είπα κάτι σαν «δεν πρέπει να μιλάς έτσι». Μαζεύτηκε. Επρεπε να δείξω περισσότερη ψυχραιμία. Γιατί το παιδί αμέσως καταλαβαίνει την ταραχή του γονιού και νιώθει θιγμένο. Νομίζω ότι πλέον τα καταφέρνω. Εχω δει άλλες μαμάδες να αρπάζονται με το παραμικρό. Δεν πρέπει να έχεις τέτοια αντίδραση. Γιατί το παιδί το εισπράττει».
Πέρα από τις διακρατικές υιοθεσίες, τα αρκετά συχνά και στα ελληνικά κρατικά ιδρύματα φιλοξενούνται παιδιά διαφορετικών φυλών, καθώς τα μεταναστευτικά και προσφυγικά κύματα είναι πιο έντονα. Τα παιδιά αυτά, εφόσον έχει εξαντληθεί κάθε περιθώριο να επιστρέψουν στη βιολογική τους οικογένεια, μπορούν να δοθούν προς υιοθεσία, κυρίως μέσα από το Παράρτημα Παιδικής Προστασίας «Η Μητέρα» του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής (οδός Τσόχα 5, στους Αμπελόκηπους, www.kkppa.gr). H πρόεδρος του Κέντρου, Σοφία Κωνσταντέλλια, μας υποδέχεται στο γραφείο της. Το πρώτο ερώτημα που της θέτω είναι το πόσο εύκολα προχωρούν τα τελευταία χρόνια οι Ελληνες σε υιοθεσία ενός παιδιού διαφορετικής φυλής. «Πολύ πιο εύκολα. Και νομίζω ότι αποτελεί ένα ιδιαίτερα θετικό μήνυμα για την κοινωνία μας ότι πλέον η λευκή μαμά που κουβαλά στον μάρσιπο ένα μαύρο μωρό δεν βρίσκεται στο μικροσκόπιο, δεν δέχεται αδιάκριτα βλέμματα. Οι άνθρωποι που προχωρούν σε μια τέτοια υιοθεσία είναι άλλωστε γενικότερα ανοιχτοί, χωρίς προκαταλήψεις. Επιπλέον, όμως, απαιτείται και η κατάλληλη προετοιμασία του οικογενειακού περιβάλλοντος. Ποιες είναι, για παράδειγμα, οι αντιλήψεις των γονιών του ζευγαριού; Διότι γνωρίζουμε ότι ο παππούς και η γιαγιά στην υιοθεσία αποτελούν πολύ σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του παιδιού. Αν υπάρχουν προκαταλήψεις ή ερωτήματα, αυτά πρέπει να συζητηθούν εκ των προτέρων».
Οπως επισημαίνει η κυρία Κωνσταντέλλια, τα τελευταία χρόνια αυτού του είδους οι υιοθεσίες είναι στις περισσότερες περιπτώσεις τους απόλυτα επιτυχείς. «Το στενό αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον του ζευγαριού τις υποδέχεται πολύ θετικά. Κάποιες δεκαετίες πριν δεν σας κρύβω ότι τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα, ειδικά στην επαρχία, αλλά και ακόμη και στην Αθήνα. Υπήρξαν παιδιά με εξαιρετικούς γονείς που τα λάτρευαν, που φοίτησαν σε πολύ καλά ιδιωτικά σχολεία, ακριβώς για να υπάρχει αυτό το κλίμα της πολυπολιτισμικότητας, και παρόλα αυτά βίωσαν κάποιου βαθμού διάκριση. Νομίζω ότι αυτό αλλάζει. Το καλοκαίρι θυμάμαι στην παραλία ένα ζευγάρι να περπατά κρατώντας από το χέρι το παιδί τους με καταγωγή από κάποια χώρα της Αφρικής. Ενας λουόμενος, από αφέλεια, από αγένεια, πραγματικά δεν ξέρω, τους ρώτησε: «Πού το βρήκατε αυτό το παιδί;». Και εκείνοι με κάθε φυσικότητα του απάντησαν: «Στη UΝΙCEF, κύριε». Καμιά φορά η φυσικότητα βάζει τα πράγματα στη θέση τους».
Η εφηβεία είναι σίγουρα μια κρίσιμη περίοδος για τα παιδιά, ακόμη περισσότερο για όσα βίωσαν τόσο σημαντικές αλλαγές στη ζωή τους, σύμφωνα με την πρόεδρο του ΚΚΠΠΑ. «Ενα παιδί που ανήκει στην ίδια φυλή με τον γονιό του μπορεί πιο εύκολα να ταυτιστεί με αυτόν» εξηγεί. Και προσθέτει: «Το παιδί μιας διαφορετικής φυλής κατά διαστήματα και κυρίως στην εφηβεία είναι πιθανόν να βασανίζεται με σκέψεις όπως «εγώ δεν μοιάζω με τον γονιό μου, μπορεί αυτές οι διαφορές να μας χωρίσουν κάποτε;», «o γονιός μου δεν με καταλαβαίνει γιατί είναι αλλιώτικος από εμένα. Αν ήταν της φυλής μου μπορεί να με καταλάβαινε καλύτερα»».
Σύμφωνα με την ίδια, η διαφορετικότητα δεν είναι στοιχείο που θα πρέπει να αγνοηθεί, αλλά αντίθετα να προσεγγιστεί από όλες τις πλευρές της. «Πολλές φορές οι γονείς από την υπερβολική τους αγάπη τείνουν να μην τη βλέπουν ή αντίθετα να την εξιδανικεύουν. Περνάμε δηλαδή σε αυτό που ονομάζουμε «θετική διάκριση». Αν όμως ο γονιός είναι δίπλα στο παιδί του και αν το παιδί έχει τη σιγουριά και την ελευθερία να εκφραστεί ελεύθερα στον γονιό του, τότε και αυτά τα ζητήματα προλαμβάνονται και δεν εξελίσσονται σε πρόβλημα» σημειώνει και συνεχίζει: «Είναι λογικό το παιδί να έχει ερωτηματικά: «Πώς είναι η χώρα καταγωγής μου;», «πώς είναι οι άνθρωποι που κατοικούν στη χώρα που γεννήθηκα;», «γιατί εγώ βρέθηκα εδώ;». Οι θετοί γονείς λαμβάνουν ειδική προετοιμασία και έχουν την οδηγία να δίνουν όσες πληροφορίες χρειάζεται το παιδί τους γύρω από τη χώρα στην οποία γεννήθηκε, ακόμη και να την επισκεφθούν μαζί του. Είναι καλό επίσης οι ίδιοι να μαθαίνουν την ιστορία της πρώτης εκείνης πατρίδας του, να του παρέχουν στοιχεία για τη γλώσσα, για τον πολιτισμό, για τη θρησκεία των ανθρώπων του τόπου που γεννήθηκε και βέβαια να κρατούν όσο περισσότερες πληροφορίες γίνεται για τους φυσικούς γονείς του. Για το παιδί είναι βασικό να γνωρίζει τις κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αποχωρίστηκε την οικογένεια και τη πατρίδα του. Σήμερα το Διαδίκτυο βοηθάει αυτή την πληροφόρηση, όμως είναι βασικό οι γονείς να έχουν κατανοήσει και να σέβονται αυτά τα δικαιώματα του παιδιού τους και να μην νιώθουν ότι απειλούνται. Οσο πιο φυσικά αποδεχθούν τις διαφορές, τόσο πιο ισχυρές γίνονται οι γέφυρες της μεταξύ τους ψυχικής σύνδεσης και σχέσης. Οπωσδήποτε όμως οι επαγγελματίες της υιοθεσίας μπορούν να υποστηρίξουν την οικογένεια αν χρειαστεί, και για τον λόγο αυτό ενθαρρύνουμε τους γονείς να τη ζητούν, κανείς δεν είναι παντοδύναμος».
Η συνάντηση µε τη Σ.Τ. γίνεται ένα κυριακάτικο πρωί στο σπίτι της. Ο 8χρονος γιος της, με καταγωγή από χώρα της Νοτιανατολικής Ασίας, τρώει το πρωινό του στην κουζίνα, ενώ η τρίχρονη κόρη της, με καταγωγή από χώρα της Βορειοανατολικής Αφρικής, παίζει σε φιλικό σπίτι. Οταν λίγα λεπτά αργότερα η μικρή θα επιστρέψει, θα με οδηγήσει στο δωμάτιό της. Στον τοίχο είναι κρεμασμένος ένας τεράστιος παγκόσμιος χάρτης. Με το μικρό της δάχτυλο θα μου δείξει την Αφρική, υποδεικνύοντάς μου τη χώρα καταγωγής της. «Να, από εκεί με έφερε η μαμά» μου λέει.
Επιστρέφουμε στο σαλόνι, είναι γεμάτο με αντικείμενα από τα ταξίδια της Σ.Τ., μάσκες από την Αφρική, την Ασία, το Περού. Η ίδια δραστηριοποιείται στον χώρο της επικοινωνίας. Υπήρξε ανέκαθεν μια γυναίκα καριέρας. Και συνεχίζει να είναι, μεγαλώνοντας δύο παιδιά, φροντίζοντας ταυτόχρονα έναν χαριτωμένο σκύλο και έναν γάτο. Και τα προλαβαίνει όλα «έστω και με τρεις ώρες ύπνου», όπως λέει γελώντας. «Δεν υιοθέτησα παιδιά επειδή δεν μπορούσα να αποκτήσω τα δικά μου» είναι η πρώτη φράση που θα μου πει. «Για εμένα ήταν μια πλήρως συνειδητοποιημένη απόφαση. Μετά από πολλά χρόνια καριέρας, πριν από περίπου μια δεκαετία, ξεκίνησα να φαντάζομαι τον εαυτό μου πρώτη φορά ως μητέρα».
Γιατί όμως αποφάσισε να προχωρήσει σε διακρατική υιοθεσία; «Ως μονογονεϊκή οικογένεια, δεν θα μπορούσα εύκολα να υιοθετήσω ένα παιδί στην Ελλάδα. Θα ερχόμουν αντιμέτωπη με το τέρας της γραφειοκρατίας. Να προσπαθώ να αποδείξω δηλαδή ότι δεν είμαι ελέφαντας. Βέβαια υπήρχε και ένας άλλος λόγος. Εχοντας ταξιδέψει σε πολύ φτωχές χώρες, όπως η Νότια Αφρική, η Μαδαγασκάρη, το Περού, βλέποντας τα παιδιά εκεί, μου γεννήθηκε για πρώτη φορά η ιδέα να γίνω μάνα».
Το 2011 υιοθέτησε τον γιο της. «Ηταν μεταφυσικό. Ενώ αρχικά μου έδωσαν στην αγκαλιά ένα άλλο μωρό, όταν τον είδα μέσα στην κούνια του κατάλαβα ότι αυτός ήταν. Ηταν ζωηρός, όπως είναι και σήμερα. Γιατί είναι ωραίος τύπος. Είναι γιόγκι, είναι καλλιτέχνης, φτιάχνει απίθανες κατασκευές με τα Lego. To όνειρό του είναι όταν μεγαλώσει να χτίζει σπίτια για τα φτωχά παιδιά. Εχει πλήρη συναίσθηση της φτώχιας που υπάρχει στον κόσμο. Ξέρει ότι εγκαταλείφθηκε και βρέθηκε στο ορφανοτροφείο, ξέρει για τη γενοκτονία που έγινε στη χώρα του, ξέρει ότι οι βιολογικοί γονείς του δεν μπόρεσαν να τον κρατήσουν γιατί ήταν φτωχοί, πεινασμένοι ή ίσως νεκροί».
Εφέτος ο μικρός τής ζήτησε για πρώτη φορά να επισκεφθούν τη χώρα που γεννήθηκε. «Ηθελε να δει τις ρίζες του. Γυρίσαμε στο ορφανοτροφείο από όπου τον πήρα. Μείναμε έξι ώρες εκεί. Του έδειξα πού τον αγκάλιασα για πρώτη φορά, πού τον τάισα. Ηταν ένα φοβερό ταξίδι. Σαν να με υποδεχόταν στη χώρα του. Αγαπούσε όλον τον κόσμο. Κάναμε 3.000 χιλιόμετρα για να γνωρίσει την πατρίδα του. Είχα μαζί μου και την αδελφή του, παρότι ήταν πολύ μικρή».
Οπως εξηγεί η ίδια, δεν σκέφτηκε στιγμή να αποκόψει τα παιδιά της από τις ρίζες τους. «Οταν μεγαλώσει λίγο και η μικρή, θα πάμε στη δική της πατρίδα. Και στις δύο υιοθεσίες, όταν έκλεινε η πόρτα του αεροπλάνου πίσω μου, έδινα έναν όρκο προς τους βιολογικούς τους γονείς: ότι θα τα μεγαλώσω όσο καλύτερα μπορώ. Οταν υιοθετείς ένα παιδί νομίζω ότι δεν είσαι μόνο γονιός, είσαι καθοδηγητής, δάσκαλος, φίλος. Εχεις διάφορα στοιχήματα να κερδίσεις. Να του μάθεις τι σημαίνει αγάπη από την αρχή. Να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του. Να του εμφυσήσεις αυτοπεποίθηση. Και αυτό θέλει δουλειά με τον εαυτό σου πρώτα. Αν δεν την κάνεις αυτή τη δουλειά, αν δεν ξεπεράσεις τα δικά σου θέματα, καλύτερα να μη γίνεις γονιός».
Οταν αποφάσισε να προχωρήσει και στην υιοθεσία της κόρης της στην Αφρική αποφάσισε να πάρει μαζί της και τον γιο της. «Κάποιοι φίλοι μου ψυχίατροι με συμβούλευσαν να μην το κάνω, για να μην τρομάξει το παιδί από τις συνθήκες των ορφανοτροφείων. «Μα αυτό ακριβώς θέλω. Nα καταλάβει τι συμβαίνει, για να μπορέσει να το εκλογικεύσει κιόλας» τους είπα. Αυτή είναι μια διαμάχη που έχω και με άλλους γονείς. Λένε: «Είναι θυμωμένα τα παιδιά μας που τα εγκατέλειψαν». Tους λέω: «Τα αφήνετε να θυμώνουν». Οταν μια χώρα έχει γενοκτονία 35 χρόνια και μαστίζεται από τον πόλεμο, είναι δυνατόν να μη δικαιολογήσεις τον βιολογικό γονιό που σε άφησε; Διαβάζαμε με τον γιο μου για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο στο σχολείο. Κάποια στιγμή γυρνάει και μου λέει: «Ξέρεις τι φέρνει ο πόλεμος, μαμά; Το φιλόδοξο τέλος» (σ.σ.: εννοώντας ότι η υπέρμετρη φιλοδοξία οδηγεί στην καταστροφή)».
Στο ταξίδι για την υιοθεσία της μικρής της κόρης, ο γιος της ήταν παρών. «Τη βρήκαμε σε πολύ κακή κατάσταση. Ηταν πέντε μηνών και ζύγιζε πέντε κιλά. Είχε βρογχίτιδα και αμοιβάδωση. Οταν την πήγα στο ξενοδοχείο και πήγα να την αλλάξω διαπίστωσα ότι το μωρό είχε πληγές στην πλάτη από την κατάκλιση. Υπάρχει μια φωτογραφία. Εγώ κρατώ τον γιο μου αγκαλιά και εκείνος την κόρη μου. Είμαι έτοιμη να δακρύσω όχι γιατί γίνομαι για δεύτερη φορά μάνα όσο για τη μαγεία της υιοθεσίας και της προσφοράς που βιώνει εκείνη τη στιγμή ο γιος μου μπροστά στην αδελφή του».
Πώς είναι όμως να μεγαλώνουν ένας Ασιάτης και μια Αφρικανή στο ίδιο σπίτι με μια ελληνίδα μαμά; «Μα, εγώ δεν βλέπω κάτι το διαφορετικό. Δεν με αφορά αυτό, όταν πήγαμε στη γενέτειρα του γιου μου συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι μοιάζει με Ασιάτη. Ξέρετε και τι μου είπε το παιδί; «Mαμά, γιατί οι άνθρωποι εδώ έχουν σχιστά μάτια;». Σκέφτηκα: «Κοίτα να δεις ότι δεν έχει παρατηρήσει πως και τα δικά του τα μάτια είναι έτσι»».
Οπως διηγείται, τα πρώτα χρόνια της ζωής του μικρού είχε προσλάβει μια φιλιππινέζα νταντά για να τη βοηθάει τις ώρες που έλειπε στη δουλειά. «Και τότε κάποιοι βρέθηκαν να μου πουν ότι ήταν λάθος, γιατί θα μπορούσε να ταυτιστεί το παιδί περισσότερο μαζί της παρά μαζί μου, επειδή έμοιαζαν περισσότερο φυσιογνωμικά. «Eίναι δυνατόν το δικό μου παιδί να θεωρήσει ότι μια άλλη γυναίκα είναι η μητέρα του;» τους απάντησα. Και έτσι ήταν. Παρ’ όλο που αυτή η γυναίκα τον λάτρευε –φανταστείτε ότι όποτε τον μάλωνα εγώ έτρεχε στην αγκαλιά της -, κάποια στιγμή που περπατούσαν στον δρόμο μόνοι τους και ένας κύριος τον ρώτησε αν είναι η μαμά του εκείνος απάντησε: «Οχι. Αυτή είναι η νταντά μου. Η μαμά μου δεν είναι εδώ»».
Ο μικρός πηγαίνει σε ιδιωτικό σχολείο. Ενα σχολείο που η Σ.Τ. διάλεξε έπειτα από έρευνα. Ενα σχολείο με ελεύθερο πνεύμα, όπως μου εξηγεί, στο οποίο το μάθημα των θρησκευτικών δεν διδάσκεται –άλλωστε η ίδια επέλεξε να μη βαπτίσει τα παιδιά της.
«Φοβάστε μήπως τα παιδιά σας ζουν σε ένα προστατευμένο περιβάλλον; Οτι αργότερα ίσως θα βιώσουν τον ρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας;». «Καταρχήν, πιστεύω ότι υπάρχει κυρίως ταξικός ρατσισμός. Διαφορετικά θα αντιμετωπίσουν τον Ομπάμα και διαφορετικά έναν μαύρο μικροπωλητή, κακά τα ψέματα. Προσωπικά, δεν έχουμε έρθει αντιμέτωποι με κανένα πρόβλημα, γιατί τα παιδιά μου είναι έτοιμα να αποκρούσουν το οτιδήποτε. Δεν ζουν στη γυάλα. Μπορούν να διαχειριστούν και το καλό και το κακό. Ο γιος μου, που είναι μεγαλύτερος, έχει βρεθεί σε αντιδικίες, σε καβγάδες στο πάρκο. Κάποτε του είπαν: «Α, το Κινεζάκι που τρώει το ρυζάκι». Eίναι δυνατόν να τον πειράξει, αφού η ίδια η μάνα του τον φωνάζει Κινέζο; Οταν μια μητέρα δεν έχει ταμπού και λέει το ένα της παιδί κίτρινο και το άλλο μαύρο, γιατί να έχουν τα παιδιά της; Στο σπίτι μου δεν υπάρχουν φυλές. Αλλά τρεις διαφορετικοί άνθρωποι με τη δική τους προσωπικότητα».
Την ίδια στιγμή, στον πλανήτη Χόλιγουντ η υιοθεσία ενός παιδιού μιας άλλης φυλής φαντάζει πλέον με ιστορία ρουτίνας. Από την πρωτοπόρο Ατζελίνα Τζολί που υιοθέτησε τον Μάντοξ, ένα αγοράκι από την Καμπότζη (έχει υιοθετήσει δύο ακόμη παιδιά: τη Ζαχάρα από την Αιθιοπία και τον Παξ από τον Βιετνάμ), αλλά και τη βασίλισσα της ποπ Μαντόνα που πρόσφατα αποκάλεσε μέσω Τwitter τον υιοθετημένο 12χρονο γιο της Ντέιβιντ Μπάντα ως «τον μελλοντικό πρόεδρο του Μαλάουι», οι σταρ δείχνουν τον δρόμο προς μια μητρότητα που δεν γνωρίζει σύνορα.
Προτού κάποιος σπεύσει να μιλήσει για στρατιές νταντάδων και για σταρ που γίνονται μαμάδες στον αυτόματο πιλότο, η εικόνα της λευκής Τζολί να κουβαλά στο μάρσιπο τον μικροσκοπικό Μάντοξ δεν ήταν το 2002 μόνο μία ιστορία μητρότητας, αλλά ταυτόχρονα και ένα δυνατό πολιτικό μήνυμα. Τι κι αν φήμες, που ποτέ δεν διασταυρώθηκαν, θέλουν τον 16χρονο πλέον Μάντοξ να επαναστατεί εναντία στη μητέρα του επειδή εκείνη επισκέφθηκε τον τάφο του δικτάτορα της Καμπότζης Πολ Ποτ; Τα ταμπλόιντ πιθανότατα δημιουργούν δράματα εκεί που δεν υπάρχουν ξεχνώντας ότι η Ανζτελίνα σκηνοθέτησε το φιλμ «Πρώτα σκότωσαν τον πατέρα μου», στο οποίο αφηγείται τις φρικαλεότητες του καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη.
Η Μ.Χ. με υποδέχεται στο σπίτι της στην Κυψέλη. Προτού ξεκινήσουμε να μιλάμε χαζεύω δύο μεγάλες φωτογραφίες του γιου της πάνω στην τραπεζαρία. Νεαρός στη μία, ποζάρει φορώντας τήβεννο στην αποφοίτησή του και στην άλλη στέκεται χαμογελαστός δίπλα την αφροαμερικανή σύζυγό του και το μικρό παιδί τους. «Είναι ευτυχισμένος τώρα. Από τότε που έφυγε στην Αμερική, πριν από 12 χρόνια, είναι επιτέλους καλά». Η Μ.Χ. τον έφερε στη ζωή πριν από 32 χρόνια. «Σχεδόν αμέσως χωρίσαμε με τον Νιγηριανό πατέρα του. Τον γνώρισα όσο σπούδαζε στην Ελλάδα. Οταν το παιδί ήταν δύο ετών εκείνος επέστρεψε στην πατρίδα του και εγώ μεγάλωσα τον γιο μας εδώ στην Ελλάδα. Δεν τον ξαναείδαμε από τότε».
Οπως εξοµολογείται, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. «Μιλάμε για πριν από 30 χρόνια. Οσο ήταν μωρό, όλα ήταν καλά. Ηταν για όλους το γλυκούλικο μαυράκι με τα σγουρά μαλλιά. Οταν όμως έγινε αγόρι, τα πράγματα άλλαξαν. Το μπούλινγκ –τότε δεν το ονομάζαμε έτσι –οι περίεργες ματιές, ήταν καθημερινό φαινόμενο στο σχολείο από τους συμμαθητές του, ακόμη και από κάποιους καθηγητές. Είχε φίλους, αλλά πάντα λίγους. Εκείνος δεν μιλούσε ποτέ για αυτά. Στην εφηβεία του, θυμάμαι να του ισιώνω τα μαλλιά και να φοράει ακόμη και το καλοκαίρι μακρυμάνικες μπλούζες ώστε να μην φαίνονται τα χέρια του. Είναι άδικο να βλέπεις το παιδί σου να πονάει και να μένεις άπραγος».
Οπως εξομολογείται, τα πράγματα χειροτέρεψαν στον Στρατό. «Ενιώθα τον γιο μου να ασφυκτιά. Θυμάμαι μια φορά γύρισε από μια άδεια και έσπασε όλο το σπίτι. «Μίλα μου, αγόρι μου» του είπα. «Tι να σου πω;» απάντησε. «Εχεις το ίδιο χρώμα με τους βασανιστές μου». «Eπρεπε να πας να με κάνεις με μαύρο;». Κατάλαβα ότι δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένος εδώ. Αποφάσισα να τον στείλω στην Αμερική. Σπούδασε οικονομικά. Είναι ευτυχισμένος τώρα. Εκανε την οικογένειά του. Δεν ξαναήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Πηγαίνω και τον βλέπω εγώ μία φορά τον χρόνο. Δεν με πειράζει. Σκέφτομαι μόνο πως αν ζούσαμε σε μια διαφορετική κοινωνία, αν ίσως εγώ τον μεγάλωνα και τον έκανα πιο δυνατό, θα μπορούσα να τον έχω κοντά μου. Πάντως κάτι αλλάζει και στην Ελλάδα. Προχθές κοιτούσα έναν πιτσιρικά. Φορούσε περήφανα τη φανέλα του Αντετοκούνμπο. Και αυτό με γέμισε χαρά».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Μαϊου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ