Καθόμαστε σε ένα μικρό εστιατόριο, κοντά στο Παλιό Κανάλι, το Aουντεχραχτ. Παραγγέλνουμε πατάτες (κόντεψαν να φυτρώσουν μέσα μου, 15 μέρες στην Ολλανδία!) και κάτι σάντουιτς (που θα τα πληρώναμε σε τιμή μοσχαρίσιου φιλέτου). Ενθουσιασμένοι από την πρώτη γνωριμία μας με την Ουτρέχτη, είχαμε μόλις φτάσει, αποφασίζουμε να… το κάψουμε. Ζητούμε λοιπόν και δύο ποτήρια κρασί. Η ευγενέστατη (και ωραιότατη) σερβιτόρα μάς προτείνει μια συγκεκριμένη ποικιλία, της εξομολογούμαστε πως είμαστε εντελώς άσχετοι και πως ό,τι μας φέρει θα το πιούμε και θα πούμε και «bedankt» (ευχαριστώ), γελάει, μας ρωτάει από πού είμαστε και πιάνουμε την κουβέντα. Εχει πάει στη Ρόδο και στην Κρήτη, θέλει να πάει στη Μύκονο και στη Σαντορίνη, κάτι φίλοι τής είπαν να πάει οπωσδήποτε και στα Μετέωρα. «Εσείς, γιατί αφήσατε το greek summer και ήρθατε εδώ που όλο βρέχει; Εμείς δεν βλέπουμε την ώρα να πάμε για καλοκαίρι στην Ελλάδα». Μας κοίταξε σχεδόν με λύπη για την ατυχή, κατά τη γνώμη της, απόφασή μας.
Σκέφτηκα πως ζώντας όλη τη ζωή της σε αυτή την πόλη-κομψοτέχνημα έχει συνηθίσει την ομορφιά που την περιβάλλει σε τέτοιον βαθμό που δεν μπορεί πιθανώς να καταλάβει τον δικό μας ενθουσιασμό μπροστά σε μια εικόνα η οποία παραπέμπει σε παραμύθι. Ναι, η υγρασία θα μπορούσε να είναι λιγότερη. Τότε όμως δεν θα υπήρχε όλη αυτή η βλάστηση, ο αέρας δεν θα μετέφερε το άρωμα του νωπού γρασιδιού, στους παμπάλαιους τοίχους από καφέ τούβλο δεν θα φύτρωνε η πράσινη ταπισερί που είναι τόσο, μα τόσο φωτογενής. Και η βροχή σταμάτησε! Ο ευμετάβλητος καιρός της Ολλανδίας έκανε το θαύμα του και εκεί που (επί δύο ημέρες) μουλιάζαμε, αναγκαστήκαμε να φορέσουμε γυαλιά ηλίου για να μη στραβωθούμε από τις αχτίδες που σχεδόν μας επιτέθηκαν πίσω από τα σύννεφα. Εφτασαν και τα κρασιά μας, και όλα υπέροχα. «Κερασμένα από εμένα» μας είπε η κοπέλα. Ομολογώ πως αυτό δεν το περίμενα. Ηταν η πρώτη φορά που σε εστιατόριο του ευρωπαϊκού Βορρά με κερνούσαν. Η ευγενική και γενναιόδωρη χειρονομία έκανε την Ουτρέχτη να μοιάζει ακόμη πιο συμπαθητική. Πάμε λοιπόν να τη γνωρίσουμε!
Για να φτάσεις από το Αμστερνταμ θέλεις λιγότερο από μία ώρα με το αυτοκίνητο ή με το τρένο. Oλα εξάλλου είναι τόσο κοντά στην Ολλανδία. Και τόσο περιποιημένα. Oμως η Ουτρέχτη είναι, νομίζω, η ομορφότερη πόλη που είδα σε αυτή την κούκλα, απ’ άκρη σ’ άκρη, χώρα. Την αποκαλούν και «Μικρό Αμστερνταμ», επειδή μοιάζει στη διάσημη αδελφή-ανταγωνίστριά της, όμως είναι πιο μινιόν και αυτό της δίνει μια άλλη κομψότητα και ποιότητα. Κάτι οι μικρότερες κλίμακες, κάτι αυτή η αίσθηση πόλης-χωριού που νιώθεις όταν περπατάς στις γειτονιές με τα παλιά χαμηλά σπίτια, κάτι η ηρεμία και η ησυχία ακόμη και στο τουριστικό κέντρο της, τη στιγμή που στο πολυσύχναστο Αμστερνταμ η παρέλαση των τουριστικών ορδών δεν σταματάει ποτέ και ενίοτε κουράζει…
Η Ουτρέχτη γίνεται μια αγαπησιάρικη αγκαλιά που σε περιβάλλει με τρυφερότητα. Ακριβό δείγμα μιας εποχής που οι πόλεις ήταν φτιαγμένες στα μέτρα των ανθρώπων, και ακόμη και ο πλούτος εκδηλωνόταν με κομψότητα διακριτική και όχι με τον υπερφίαλο-επιθετικό τρόπο (π.χ. με τεράστια και άχαρα κτίρια) που παρατηρούμε σήμερα στις διεθνείς μεγαλουπόλεις. Την ίδια στιγμή είναι και μια πόλη ζωντανή, με νεύρο και παλμό, χάρη και στο φημισμένο πανεπιστήμιό της που ιδρύθηκε το 1636 και που σήμερα είναι το καλύτερο της Ολλανδίας (και ένα από τα κoρυφαία της Ευρώπης).
Μπορείτε πάντα να πάρετε το τουριστικό καραβάκι και να δείτε την πόλη με άνεση κάνοντας μια βόλτα στα κανάλια της, είναι όμως, όπως είπαμε, τόσο μαζεμένο το ιστορικό κέντρο της που το περπάτημα είναι εύκολο για όλους. Για αρχή ακολουθήστε τα δύο βασικά, σχεδόν παράλληλα, κανάλια που διασχίζουν την πόλη: Το Aουντεχραχτ (παλιό κανάλι), και το Νιούεχραχτ (νέο κανάλι) πλαισιώνονται από θαυμάσια σπίτια, μικρά μαγαζάκια γεμάτα εξαιρετικού γούστου αντικείμενα και γκαλερί. Ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Μαρτίνου και το καμπαναριό του (που θεωρείται το ψηλότερο στην Ολλανδία με 112,5 μέτρα ύψος) είναι δύο από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης. Για να φτάσετε στην κορυφή του καμπαναριού θα χρειαστεί να ανεβείτε 465 σκαλιά, όμως η θέα (ειδικά αν η μέρα είναι καθαρή) θα σας αποζημιώσει.
Στο Museum Catharijneconvent (Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης) θα δείτε πολλούς θρησκευτικούς θησαυρούς της Ολλανδίας. Η συλλογή του Centraal Museum περιλαμβάνει αρχαιολογικά ευρήματα και έργα καλλιτεχνών της Σχολής της Ουτρέχτης. Το Σιδηροδρομικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1927, όπως μαρτυρεί και η ονομασία του αφορά την πορεία των ολλανδικών τρένων και είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από όσο πιθανώς ακούγεται. Η συλλογή του από το 1954 εκτίθεται στους χώρους ενός παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού. Στο Μουσείο Speelklok, τέλος, εκτίθεται μια πλούσια συλλογή από μουσικά κουτιά εντυπωσιακά σε μέγεθος και αριστοτεχνικά διακοσμημένα. Λίγο έξω από την πόλη, το κάστρο De Haar είναι ένα από τα πιο διάσημα και εντυπωσιακά της Ολλανδίας, με τους κήπους του να αποκαλούνται και «Μικρές Βερσαλλίες».
Ενδιαφέροντα, βεβαίως, τα αξιοθέατα, αλλά το μεγαλύτερο αξιοθέατο είναι η ίδια η πόλη. Αριστα συντηρημένη και περιποιημένη, προβάλλει ως ένα αστικό μοντέλο που δεν μπορείς να μη ζηλέψεις, ειδικά όταν ζεις στο περιβάλλον και στους ρυθμούς της Αθήνας. Οι λίγες ημέρες που πέρασα στην Ουτρέχτη λειτούργησαν σχεδόν θεραπευτικά, ξέπλυναν από πάνω μου αρκετούς μήνες εντάσεων και άγχους. Η εικόνα που κυρίως κρατώ είναι αυτή μιας γειτονιάς με παλιά σπίτια πίσω από ένα κανάλι. Βράδιαζε, περπατούσα μέσα στην απόλυτη ησυχία κοιτώντας αδιάκριτα (και να μην το θέλεις, μάτι είναι, έχει τις δικές του περιέργειες) μέσα στα σπίτια όπου οι οικογένειες μαζεύονταν γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, παρακολουθούσαν τηλεόραση στο σαλόνι, δούλευαν στους υπολογιστές τους ή χαλάρωναν.
Ετσι όπως οι Ολλανδοί δεν κλείνουν κουρτίνες και στόρια, έχοντας εύκολη οπτική πρόσβαση στο εσωτερικό των σπιτιών τους και παρατηρώντας αυτή την απόλυτη τάξη και αρμονία μέσα στην οποία ζουν, ένιωσα πως περπατούσα ανάμεσα σε κουκλόσπιτα, στο κατασκευασμένο σκηνικό ενός κόσμου που είναι τόσο μακρινός από τον δικό μου και τόσο ιδανικός που δεν μπορεί να υπάρχει. Και όμως, δεν ήταν ψέμα. Ημουν εκεί. Ηταν η Ουτρέχτη. Τόσο παλιά, και τόσο σύγχρονη. Κυρίως, τόσο ανθρώπινη. Πόλη για να ζεις.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Μαϊου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ