Bράδυ Σαββάτου σε μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας. Είχε ξεκινήσει η εφημερία. Τα περιστατικά δεκάδες, το προσωπικό ελάχιστο, οι συγγενείς των ασθενών σε ρόλο τραυματιοφορέα έσπρωχναν τα φορεία, ενώ οι γιατροί έτρεχαν σαν αλαφιασμένοι να προλάβουν να εξετάσουν όσους προσέρχονταν.
Εκτός από τη βασική τους εργασία, που αφορά την εξέταση των ασθενών, την παραπομπή τους για εξετάσεις ή για νοσηλεία και τη χορήγηση φαρμάκων, οι γιατροί κάνουν και άλλη μία βασική –αλλά όχι δική τους –δουλειά, ελλείψει γραμματέων: συνταγογραφούν ηλεκτρονικά τις θεραπείες, εκδίδουν ηλεκτρονικά παραπεμπτικά για εξετάσεις κ.λπ. Και όλοι οι γιατροί του τμήματος που εφημέρευε, σε έναν υπολογιστή με τον ίδιο κωδικό. «Ποιος είναι ο κωδικός για να μπω στο σύστημα;» ρωτά μια γιατρό στο Τμήμα Επειγόντων συνάδελφός της, αφού είχε κάνει προηγουμένως αρκετές προσπάθειες πατώντας λάθος κωδικούς. Και της εξηγεί: «Πρέπει να γράψω κάποιες εξετάσεις». Εκείνη αφήνει για λίγα δευτερόλεπτα τον ασθενή που εξέταζε, σηκώνει το κεφάλι της και του φωνάζει τον κωδικό, παρουσία δεκάδων ασθενών και άλλων τόσων συγγενών. Ο γιατρός που βρισκόταν μπροστά στον υπολογιστή την ευχαρίστησε και άρχισε να γράφει τα παραπεμπτικά.

Κίνδυνος διαρροής

Η τακτική αυτή είναι συνηθισμένη στα δημόσια νοσοκομεία. Οι γιατροί έχουν αναλάβει πολλούς επαγγελματικούς ρόλους, πέραν του δικού τους, με πιο «σοβαρό» αυτόν του γραμματέα. Είναι μια σοβαρή πτυχή που ακούστηκε αρκετά τελευταίως μέσα από την υπόθεση εμπορίας αντικαρκινικών φαρμάκων.

«Οταν έχω πολλή δουλειά, θα ζητήσω βοήθεια από συναδέλφους. Επίσης, όταν απουσιάζω… Η δουλειά πρέπει να βγαίνει. Πάντα όμως ενημερώνομαι τι έχει γραφτεί σε ποιον και γιατί. Ολα αυτά συμβαίνουν ελλείψει γραμματειακής υποστήριξης. Ωστόσο, κάθε γιατρός είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του. Δεν μπορείς να λες «έδωσα τους κωδικούς σε ειδικευόμενους και δεν ξέρω τι έγινε»» δηλώνει προς «Το Βήμα» ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Ιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ) και διευθυντής Νευροχειρουργικής Κλινικής του Κρατικού Νοσοκομείου της Νίκαιας κ. Πάνος Παπανικολάου.
Σημειώνει ότι το σύστημα αυτό, το οποίο έτσι όπως εφαρμόζεται στα ελληνικά νοσοκομεία είναι «προβληματικό», αφού ελλοχεύει ο κίνδυνος διαρροής των κωδικών, έχει επεκταθεί σε ορισμένα Νοσηλευτικά Ιδρύματα και στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών για τις εσωτερικές εξετάσεις.

«Η συνταγογράφηση φαρμάκων και παραπεμπτικών στα νοσοκομεία του ΕΣΥ πρέπει να γίνεται μόνο σε ασθενείς που εξετάζονται στα Εξωτερικά Ιατρεία, σε ασθενείς που πηγαίνουν μεν στα Επείγοντα αλλά φεύγουν και πρέπει να ακολουθήσουν συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή εκτός νοσοκομείου, και σε ασθενείς που νοσηλεύθηκαν και θα πάρουν οδηγίες εξόδου. Ολα τα άλλα είναι παράνομα και παράτυπα» προσθέτει.

Δουλειά και πίεση

Τη βεβαιότητα ότι «μπορεί κάποιος να την πατήσει και χωρίς να το θέλει» εκφράζει ο διευθυντής της Κλινικής Μαστού του Αντικαρκινικού Νοσοκομείου «Αγιος Σάββας» και πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας κ. Ευάγγελος Φιλόπουλος. Οπως λέει, στα Εξωτερικά Ιατρεία και στα Επείγοντα μπορεί να γίνει κάποιο λάθος διότι υπάρχει πολλή δουλειά και πίεση. «Μπορεί να ξεχάσει κάποιος ανοιχτό το κομπιούτερ, που έχει μπει νωρίτερα για να γράψει εξετάσεις, και να εισέλθει άλλος κ.λπ.». Στις κλινικές είναι πιο ελεγχόμενη η κατάσταση. Θυμάται σε νοσοκομεία της Γερμανίας, τη δεκαετία του ’80, ότι οι γιατροί δεν ασχολούνταν με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση. «Εμείς ηχογραφούσαμε διαγνώσεις, παραπεμπτικά και τα δίναμε στις γραμματείς και τα περνούσαν στο σύστημα. Βεβαίως είχαμε πενταπλάσιο αριθμό γραμματέων για αυτόν τον σκοπό» δηλώνει.
Την άποψη ότι είναι διάτρητο το σύστημα στο ΕΣΥ διατυπώνει και ο επ. καθηγητής Καρδιολογίας και πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας κ. Στέφανος Φούσας. Είναι δυνατόν –εξηγεί –κάποιος που κάνει ιατρείο σε ένα Κέντρο Υγείας το οποίο συνδέεται με το νοσοκομείο όπου εργάζεται, να στείλει ως αντικαταστάτη νεότερο συνάδελφό του –ελλείψει ειδικευμένων γιατρών νεότερης ηλικίας αφού το 70% των γιατρών στο ΕΣΥ είναι σε επίπεδο διευθυντών –και να γίνει κατάχρηση του κωδικού και της λειτουργίας του Κέντρου. «Θα έπρεπε να υπάρχουν δικλίδες ασφαλείας» επισημαίνει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ