Η υπόθεση της «Republika Ilidenska Makedonija» άλλαξε, έστω και προσωρινά, τις ισορροπίες στο μέτωπο του Μακεδονικού. Η «πρόταση-πακέτο» της ηγεσίας της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας αιφνιδίασε την Αθήνα, καθώς περιελάμβανε την ικανοποίηση της προϋπόθεσης που είχε θέσει ως μείζονα διεκδίκηση η ελληνική πλευρά: την erga omnes εφαρμογή μιας λύσης με σκοπό τη χρήση μιας νέας ονομασίας τόσο σε διεθνές όσο και σε εσωτερικό επίπεδο με παράλληλη συνταγματική κατοχύρωση. Η πρόταση είχε βέβαια «ουρές» που προκάλεσαν αντιδράσεις υψηλών τόνων στην Ελλάδα από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Η σχέση της προταθείσας ονομασίας με την «εξέγερση του Ιλιντεν» του 1903 έφερε στο προσκήνιο την ιστορικά επιβαρημένη περίοδο των αρχών του 20ού αιώνα στην, υπό οθωμανική κατοχή, Μακεδονία και την ιστορική αντιπαράθεση Ελλάδας και Βουλγαρίας. Με το θυμικό και το συναίσθημα να κυριαρχούν, η ψυχραιμία πέρασε σε δεύτερο πλάνο.
Το μήνυμα Μάτις
Η κυβέρνηση της πΓΔΜ και το δίδυμο Ζόραν Ζάεφ – Νίκολα Ντιμιτρόφ είχαν βρεθεί το τελευταίο διάστημα υπό έντονη πίεση να δεχθούν τη ρήτρα erga omnes και να αλλάξουν το Σύνταγμα. Μία από τις κρισιμότερες παρεμβάσεις ήταν αυτή που φέρεται να έκανε ο αμερικανός υπουργός Αμυνας Τζέιμς Μάτις προς τη Ραντμίλα Σεκερίνσκα όταν η σκοπιανή ομόλογός του επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον. Το μήνυμα Μάτις φέρεται να ήταν αρκετά αυστηρό, δίνοντας έμφαση στην ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για αμοιβαία αποδεκτή λύση στο ονοματολογικό και στη συνέχεια να λάβει η πΓΔΜ πρόσκληση ένταξης στο ΝΑΤΟ. Οπως διεφάνη, οι Αμερικανοί δεν ήθελαν να πιέσουν την Αθήνα, με την οποία διατηρούν στενές σχέσεις αυτή την περίοδο, ιδιαίτερα στον αμυντικό τομέα, ενώ παράλληλα η Τουρκία κινείται προς ασταθείς ατραπούς. Θέλουν όμως την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ διότι θεωρούν πως μόνο έτσι θα ανακοπεί η ρωσική επιρροή στη χώρα, η οποία ενισχύθηκε σημαντικά επί διακυβέρνησης Νίκολα Γκρούεφσκι. Το αμερικανικό ενδιαφέρον έγινε σαφές με το τηλεφώνημα του αντιπροέδρου Μάικ Πενς στον Αλέξη Τσίπρα το περασμένο Σάββατο, ενώ το αντίστοιχο γερμανικό διατυπώθηκε στο τηλεφώνημα της Ανγκελα Μέρκελ το απόγευμα της περασμένης Τρίτης.
Τι έγινε στο Σούνιο
Η ιδέα για τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ιλιντεν» φέρεται να έπεσε στο τραπέζι από τον κ. Ντιμιτρόφ στη συνάντηση που είχε με τον Νίκο Κοτζιά και τον Μάθιου Νίμιτς στο Σούνιο. Από την άποψη αυτή, δεν ήταν απλώς ένας «κεραυνός εν αιθρία» που έπεσε στην ελληνική πλευρά στη Σόφια. Οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι η ελληνική πλευρά δεν απέρριψε την πρόταση και ακριβώς για τον λόγο αυτόν ο ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ανακοίνωσε ότι οι δύο πρωθυπουργοί θα μπορούσαν να συναντηθούν στις 17 Μαΐου. Εμπειρος παρατηρητής του ονοματολογικού σημείωνε με νόημα ότι είναι άλλο πράγμα να αποφασίζουν οι δύο Πρωθυπουργοί να συναντηθούν με δική τους πρωτοβουλία και άλλο να ανακοινώνει μια συνάντηση ο κ. Νίμιτς. Η διαφορά έγκειται, εξηγούσε η ίδια πηγή, ότι στη δεύτερη περίπτωση μια συνάντηση πρωθυπουργών εντάσσεται στην επίσημη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Οπως προσέθετε, «ο Νίμιτς δεν θα ανακοίνωνε ποτέ μια συνάντηση Τσίπρα – Ζάεφ αν δεν υπήρχε κάποιου είδους συμφωνία των δύο πλευρών επί μιας κοινής βάσης».
Η Αθήνα ακολουθώντας μια πάγια τακτική απέφυγε να πει το παραμικρό για το τι διαμείφθηκε στο Σούνιο. Υπήρξε σε αυτό το σημείο συμφωνία Κοτζιά και Ντιμιτρόφ και είναι ενδεικτικό ότι ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών δεν έκανε την παραμικρή ενημέρωση. Στη Σόφια, η περιρρέουσα φημολογία, που στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε, ήταν ότι δεν θα υπήρχε μόνο μια συνάντηση των δύο πρωθυπουργών. Αλλωστε, η συνάντηση της Πέμπτης 17 Μαΐου διήρκεσε περίπου μία ώρα, χρόνος όχι επαρκής για να μπουν οι δύο ηγέτες «στα βαθιά». Η προεργασία και η ουσιαστική συζήτηση έλαβαν χώρα το προηγούμενο βράδυ, μετά το πέρας του άτυπου δείπνου των 28 ηγετών της ΕΕ.
Αν και την επομένη ο κ. Τσίπρας υπήρξε μάλλον φειδωλός στις δηλώσεις του, η προσεκτική παρατήρηση όσων είπε έδειχνε ότι μεταξύ των δύο πλευρών υπήρχε κάποιου είδους σύγκλιση. «Η πρόοδος που είχε επιτευχθεί το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών στο Σούνιο με την παρουσία του απεσταλμένου του ΟΗΕ κ. Νίμιτς ήταν ουσιαστική» σημείωσε χαρακτηριστικά ο Πρωθυπουργός. Λίγες ώρες νωρίτερα ο κ. Ζάεφ είχε ανακοινώσει ότι οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει σε μια εκδοχή και πλέον έπρεπε να διαβουλευθούν στο εσωτερικό των χωρών τους προτού προχωρήσουν στα επόμενα βήματα.
Εντονες αντιδράσεις
Οι δύο πρωθυπουργοί φαίνεται ότι ανάλωσαν σημαντικό χρόνο στη Σόφια ώστε να διαμορφώσουν έναν οδικό χάρτη για τα επόμενα βήματα, εφόσον κατάφερναν να… περάσουν το «Republika Ilindenska Makedonija» στο εσωτερικό των χωρών τους. Η πρόταση της κυβέρνησης της πΓΔΜ ήταν ένα πακέτο που προσέφερε το erga omnes στην Αθήνα, διασφάλιζε τη «μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα» στη γειτονική χώρα και άνοιγε τον δρόμο για προσέγγιση σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Η ελληνική πλευρά φέρεται να είχε αποδεχθεί την αναγκαιότητα δημοψηφίσματος. Ο χρονικός ορίζοντας έφθανε ως τις αρχές Ιουνίου, όταν υπήρχε (ίσως υπάρχει ακόμη) η ελπίδα ότι οι δύο Πρωθυπουργοί θα συναντιόνταν ξανά –ίσως στις Πρέσπες για λόγους συμβολισμού –για να σφραγίσουν τη συμφωνία. Στην Αθήνα, μετά τις τηλεφωνικές επαφές του κ. Τσίπρα με τους ηγέτες της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν. Αν και απέφυγε κάθε αναφορά στην πρόταση περί «Δημοκρατίας της Μακεδονίας του Ιλιντεν», έδωσε έμφαση στην αποδοχή της ρήτρας erga omnes και στην ανάγκη εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής λύσης με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό (η σκοπιανή πλευρά θεωρεί τον προσδιορισμό «Ilindenska» χρονικό) με βάση και τη Δέσμη Ιδεών Νίμιτς. Ηταν, όπως έλεγαν αρμόδιες πηγές, ένας εύσχημος τρόπος να λάβει η Αθήνα αποστάσεις από την πρόταση της πΓΔΜ.
Την ίδια στιγμή, στα Σκόπια, η κυβέρνηση Ζάεφ επιδιώκει, με πυρήνα την πρόταση «Republika Ilindenska Makedonija», να διαμορφώσει ένα αφήγημα τόσο για το εξωτερικό όσο και για το εξωτερικό. Η πρόταση, κατά την εκτίμηση αξιωματούχων της γειτονικής χώρας, συνδέει το νήμα της ταυτότητας της χώρας με την «εξέγερση του Ιλιντεν» του 1903, το επονομαζόμενο «δεύτερο Ιλιντεν» του 1944, όταν πλέον μπήκαν οι βάσεις για τη σύσταση της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ως μιας εκ των ομόσπονδων δημοκρατιών της πρώην Γιουγκοσλαβίας, και το «τρίτο Ιλιντεν» του 1991, όταν ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία από την πάλαι ποτέ ενωμένη Γιουγκοσλαβία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ