Ή στροφή, τις τελευταίες δεκαετίες, από νεότερους μελετητές του Κάλβου στην ενδελεχή εξέταση του ιταλικού ποιητικού έργου του έριξε νέο φως στο γλωσσικό και λογοτεχνικό υπέδαφος των Ωδών αποσπώντας τη μελέτη τους από την προσκόλληση στην ελληνοκεντρική κριτική πρόσληψή τους. Εδειξε ότι η ιταλική ποιητική ενασχόληση του Κάλβου δεν ήταν –σε σύγκριση με την ελληνική –μια σύντομη νεανική εντρύφηση αλλά μια διπλάσια σε χρονική έκταση και συγγραφική παραγωγή δραστηριότητα, με την οποία ο Κάλβος απέβλεπε στην κατάκτηση μια περίοπτης θέσης στον ιταλικό ποιητικό Παρνασσό. Και ότι η στροφή του στη σύνθεση των ελληνικών του Ωδών ήταν αποτέλεσμα μιας άτυχης γι’ αυτόν αλλά ευτυχούς για την ελληνική ποίηση συγκυρίας.
Μερικά από τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία αυτών των νέων κατευθύνσεων τα έφεραν στο φως εξωπανεπιστημιακοί μελετητές του Κάλβου: ο Λεύκιος Ζαφειρίου, που ανακάλυψε το πρώτο ελληνικό ποίημα του Κάλβου (1819), και ο Σπύρος Παππάς, που με τις αναζητήσεις του στις βιβλιοθήκες και τα αρχεία της Ιταλίας αποκάλυψε σημαντικά βιογραφικά στοιχεία του ποιητή σχετικά με την πορεία της καλλιτεχνικής του διαμόρφωσης, ένα από τα οποία είναι ότι ο Κάλβος είχε διακριθεί ως δραματικός ηθοποιός.
Η εικαζόμενη θεατρική εμπειρία του Κάλβου («εμπειρότατο ερασιτέχνη» ηθοποιό τον χαρακτήριζε, το 1819, σε επιστολή του ένας παλαιός ιταλός ηθοποιός) επιβεβαιώνεται σήμερα με την ανακάλυψη από τον Σπύρο Παππά δύο αθησαύριστων δημοσιευμάτων –του 1814 και του 1815 –της εφημερίδας Gazetta di Firenze (Σπύρος Παππάς, «Ο Ανδρέας Κάλβος, σπουδαστής και ηθοποιός στη Φλωρεντία: 1814-1815», Νέα Εστία, Σεπτέμβριος 2017). Σύμφωνα με αυτά τα δημοσιεύματα ο Κάλβος ερμήνευσε, σε δύο παραστάσεις του 1814 και του 1815 στη Φλωρεντία, βασικούς ρόλους δύο δραματικών έργων του σπουδαιότερου ιταλού τραγικού ποιητή του 18ου αιώνα Vittorio Alfieri. Στην πρώτη παράσταση (20.9.1814) παρουσιάστηκαν σκηνές από τις τραγωδίες Oreste και Agamennone. Η σκηνή από τον Oreste, γράφει ο ανώνυμος κριτικός, «παίχτηκε από τον Calbo, Ελληνα την εθνικότητα, με αληθοφάνεια και μαεστρία και με προφορά τελείως τοσκανική», ενώ «η κλασική σκηνή του Agamennone, που παίχτηκε θαυμάσια από τους κ.κ. Pezzet και Calbo, εισέπραξε το καθολικό χειροκρότημα».
Η δεύτερη παράσταση (14 Δεκεμβρίου 1815) ήταν του Agamennone. «Είδαμε πραγματικά στα θέατρά μας», διαβάζουμε στην εφημερίδα, «να ερμηνεύεται με αληθοφάνεια και τραγική μεγαλοπρέπεια το πρόσωπο του Αγαμέμνονα, και αυτό χάρη στη σπάνια ικανότητα του κ. Andrea Calbo, ο οποίος κατόρθωσε να διεγείρει την εκτίμηση των θεατών, όπως έδειξε το συνεχές καθολικό χειροκρότημα».
Εξίσου σημαντική με την ανακάλυψη των νεανικών επιδόσεων του Κάλβου ως δραματικού ηθοποιού είναι μια απάντηση –η πρώτη συγκεκριμένη (έστω εικαζόμενη) –που μας παρέχει η μελέτη του Σπύρου Παππά στο ερώτημα των σπουδών του Κάλβου οι οποίες παρέμεναν έως σήμερα ανεξιχνίαστες. Διότι οι εν λόγω παραστάσεις ήταν ενταγμένες σε ένα συγκεκριμένο ακαδημαϊκό πρόγραμμα αποτελώντας την πρακτική του κορύφωση. Αποδεικνύεται τώρα ότι ο Κάλβος, ταυτόχρονα με τα πρώτα του βήματα ως scrittore tragico (όπως τον χαρακτηρίζει, ήδη το 1813, ένας φίλος του), ήταν φοιτητής στην περίφημη «Ακαδημία Καλών Τεχνών» της Φλωρεντίας σπουδάζοντας «Ρητορική και Θεατρικές Τέχνες», με καθηγητή τον κορυφαίο στην εποχή του ηθοποιό του ιταλικού θεάτρου, και θεατρικό συγγραφέα, Antonio Morrocchesi. Σκοπός της σχολής, σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας της του έτους 1813, ήταν «να προωθήσει τη μελέτη της ρητορικής απαγγελίας και να εκπαιδεύσει άτομα ικανά να παρουσιάσουν τέλεια στα θέατρα τα διάφορα είδη της Δραματικής Τέχνης».
Μια πιο συγκεκριμένη ιδέα για το περιεχόμενο των θεατρικών σπουδών του Κάλβου, γράφει ο Σπύρος Παππάς, μπορούμε να εξαγάγουμε από το, θεωρούμενο σήμερα κλασικό στο είδος του, βιβλίο του Morrocchesi Μαθήματα απαγγελίας και θεατρικής τέχνης (Φλωρεντία, 1832). Ας σημειωθεί, προσθέτει, ότι «η δραματουργική πορεία του Κάλβου από τη συγγραφή του Teramene [Θηραμένης] ώς τη συγγραφή των Le Danaidi [Οι Δαναΐδες], που συμπίπτει χρονικά με τη μαθητεία του δίπλα στον Morrocchesi, αποκτά έτσι συγκεκριμένη βάση, ακριβώς λόγω των αλφιερικών κατευθύνσεων της διδασκαλίας του», οι οποίες θα πρέπει να συνέβαλαν στην ολοένα και καλύτερη αφομοίωση από τον Κάλβο των διδαγμάτων του Alfieri.
Με τα νέα αυτά στοιχεία, καθώς και με πολλά άλλα, που προσκομίζει αυτή η έρευνα, διασκεδάζεται η άποψη (την οποία συντηρούσε μια επιστολή του αδελφού του Κάλβου προς τον ποιητή) ότι ο Κάλβος ήταν αυτοδίδακτος και επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός του Κάλβου (σε επιστολή του προς τον Guilford) ότι διέθετε τίτλους σπουδών της Φλωρεντίας. Συγχρόνως φωτίζεται καλύτερα το ευρύ πλέγμα των σχέσεων του ποιητή με τον καλλιτεχνικό κόσμο της Φλωρεντίας κατά την πρώτη περίοδο της διαμονής του σε αυτήν· εξηγείται καλύτερα γιατί ο Κάλβος, το 1819, στην κριτική του για τις κωμωδίες του Alberto Nota, αυτοπροσδιορίζεται ως ιταλός ποιητής (γράφει: «ο αθάνατος Alfieri αφύπνισε το τραγικό μας πνεύμα», «στον Monti βρίσκεται σήμερα ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής μας δόξας»)· και γιατί συνέχισε να γράφει ιταλικές τραγωδίες (τον Ιππία) έως, τουλάχιστον, την απέλασή του από τη Φλωρεντία, τον Απρίλιο του 1821.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ