Οσο πλησιάζει η επόμενη μέρα μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και όλο και περισσότεροι αναφέρονται σε αυτήν, τόσο αυξάνεται η αβεβαιότητα για το μέλλον. Κυβέρνηση και θεσμοί φαίνεται να υποστηρίζουν δύο διαφορετικές επιλογές:
– Της «καθαρής εξόδου» και της «προληπτικής γραμμής υποστήριξης» αντίστοιχα. Πώς θα μπορούσε να είναι και πώς τελικά θα είναι η επόμενη μέρα;
Η πορεία της χώρας θα καθοριστεί από τις, αλληλοεξαρτώμενες, εξελίξεις στα εξής τρία πεδία:
1. Από το εάν η προσδοκώμενη παρέμβαση στη σημερινή δομή χρέους θα το καταστήσει πραγματικά βιώσιμο. Αυτό προϋποθέτει τη δημιουργία μιας χρονοσειράς δανειακών υποχρεώσεων (τόκοι και χρεολύσια) που θα μπορούν να εξυπηρετηθούν από την Ελλάδα. Η εξυπηρέτηση προϋποθέτει συνδυασμό πρωτογενών πλεονασμάτων και πρόσβασης σε διαθέσιμη ρευστότητα για την αναχρηματοδότηση της διαφοράς δανειακών υποχρεώσεων και πρωτογενών πλεονασμάτων.
2. Από το κόστος της αναχρηματοδότησης, το οποίο θα εξαρτηθεί από το ύψος της, τη δυναμική της οικονομίας, δηλαδή την αύξηση του ΑΕΠ και από το εάν υπάρχει θεσμοθετημένη εγγυημένη ρευστότητα στην αγορά στην οποία η χώρα θα διαπραγματεύεται την αύξηση των υποχρεώσεών της. Σε μια υποθετική ευρωζώνη την εγγύηση αυτή θα την πρόσφερε η ΕΚΤ. Στην πραγματική Ευρώπη στην οποία ζούμε αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Η έλλειψη εγγυημένης ρευστότητας δυσχεραίνει τους όρους δανεισμού από τις αγορές. Η προληπτική πιστωτική γραμμή είναι ένα εργαλείο που παίζει τον ρόλο της εγγυημένης ρευστότητας. Ωστόσο, το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη περιορίζει τη θετική επίδρασή της στο ρίσκο δανεισμού σε μια αγορά που διαπραγματεύεται μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις.
3. Από τη δυναμική της οικονομίας. Η μετάβαση της χώρας σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης προϋποθέτει την άμεση αντιστροφή κάθε υφεσιακής διαδικασίας και την παράλληλη ενεργοποίηση εφικτών, ενδογενών μηχανισμών δημιουργίας εισοδημάτων. Η υλοποίηση των προνομοθετημένων μέτρων της μείωσης των συντάξεων και του αφορολογήτου θα ενεργοποιήσει υφεσιακές πιέσεις. Είναι απολύτως ιδεοληπτικός ο χαρακτηρισμός τους ως «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων». Αν δεν μπορούν να αποφευχθούν, το επόμενο καλύτερο για να περιοριστεί το υφεσιακό τους αποτέλεσμα είναι να απλωθούν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Ενδογενείς επεκτατικοί μηχανισμοί δημιουργίας εισοδημάτων είναι η αύξηση των επενδύσεων και των μισθών. Στο σημερινό επιχειρηματικό, χρηματοδοτικό και μακροοικονομικό περιβάλλον είναι εξαιρετικά αβέβαιη η αύξηση των επενδύσεων για να στηριχτεί πάνω τους ο σχεδιασμός της επόμενης μέρας. Βραχυπρόθεσμα ο ενδογενής επεκτατικός μηχανισμός που απομένει είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού και η επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων για να διαχυθεί η αύξηση στο σύνολο της οικονομίας και να έχει ισχυρότερο θετικό αποτέλεσμα στο ΑΕΠ, και συνεπώς στη διαδικασία και στους όρους αναχρηματοδότησης της οικονομίας. Η απόρριψη αυτής της επιλογής ως αριστερής ή συντεχνιακής είναι ιδεοληπτική, ενώ το έλλειμμα πραγματισμού της ως προς την ανάγνωση της σημερινής κατάστασης της οικονομίας είναι καταστροφική στην παρούσα συγκυρία.
Το τι τελικά θα συμβεί είναι αβέβαιο. Ολες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι μια σοβαρή παρέμβαση στο ζήτημα του χρέους δεν θα γίνει, και δεν θα μπορούσε να γίνει στη σημερινή ΕΕ, καθώς είναι μια επιλογή που έρχεται σε αντίθεση με τον γερμανικό οικονομικό εθνικισμό και τη γεωπολιτική του διάχυση. Κατά συνέπεια, η «καθαρή έξοδος» στις αγορές θα δημιουργήσει μια νέα δομή χρέους υψηλότερου κόστους. Η προληπτική πιστωτική γραμμή που προτείνουν οι δανειστές θα έχει θετική, ωστόσο χρονικά περιορισμένη, επίδραση στο πιστωτικό ρίσκο της οικονομίας, εφόσον το χρέος καταστεί βιώσιμο και οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλοί. Τέλος, όλες οι ενδείξεις οδηγούν στην εκτίμηση ότι το νέο πλαίσιο εποπτείας θα εξαντλήσει την «αναπτυξιακή του σοφία» στην ιδεοληπτική εμμονή των θεσμών για την άμεση υλοποίηση των συμφωνηθέντων μέτρων λιτότητας και τη μη ενεργοποίηση ενδογενών μηχανισμών δημιουργίας εισοδημάτων. Αυτό θα υπονομεύσει τη δυναμική της οικονομίας και θα επιδεινώσει τους όρους αναχρηματοδότησης της χώρας από τις αγορές. Ο συνδυασμός των εξελίξεων που τελικά θα λάβει χώρα θα προσδιορίσει το εθνικό κόστος της νέας συμφωνίας και του νέου πλαισίου εποπτείας.
Ο κ. Γιώργος Αργείτης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα ΕΚΠΑ, επιστημονικός διευθυντής ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ