Κατά πάσα πιθανότητα, από τον ερχόμενο Αύγουστο η πατρίδα μας θα εξέλθει από το μνημονιακό σύστημα επιτήρησης και θα περάσει σε ένα καθεστώς «ενισχυμένης εποπτείας». Δεν θα υπάρξει, ασφαλώς, κάποια «καθαρή έξοδος», αλλά μια συνέχιση της επιτήρησης με άλλα μέσα –άνευ όμως χρημάτων -, σε συνδυασμό με μια μερική αυτονόμηση της χώρας στο πεδίο άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Ωστόσο, κάποιοι κυβερνητικοί βουλευτές και αξιωματούχοι φαντασιώνονται ήδη μια «επιστροφή στα παλιά», υποσχόμενοι απλόχερα παροχές και συντάξεις –ενώ έχουν ήδη ψηφίσει νέες δραστικές περικοπές στις συντάξεις από 1.1.2019. Το μόνο βέβαια που ουσιαστικά κάνουν είναι να εμπορεύονται πολιτικά τις επόμενες «αυταπάτες» τους. Από την άλλη πλευρά, ένα σώφρον τμήμα του πολιτικού κόσμου υπογραμμίζει τις δεσμεύσεις που θα συνεχίσει να έχει η χώρα έναντι των δανειστών.
Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι να μιλήσουμε πλέον για τις δεσμεύσεις και την ευθύνη που αναλαμβάνουμε εμείς οι ίδιοι απέναντι στον εαυτό μας και κυρίως στις επόμενες γενιές. Γιατί εκείνο που προέχει είναι να μην ξανακυλήσει η χώρα στον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης, των ελλειμμάτων και, γενικότερα, της υποθήκευσης της μελλοντικής ευημερίας χάριν σημερινών πελατειακών διευθετήσεων. Εγιναν τόσες θυσίες τα τελευταία χρόνια από τον ελληνικό λαό που θα ήταν εγκληματικό να πάνε χαμένες, απλώς και μόνο επειδή κάποιοι πολιτικοί θέλουν να πιστεύουν ακόμη στην ύπαρξη «χρηματόδεντρων».
Πώς μπορούμε όμως να διασφαλιστούμε έναντι ενός τέτοιου –ορατού –κινδύνου και κυρίως έναντι της ασυγκράτητης ροπής του πολιτικού μας συστήματος προς τον πελατειασμό;
Αυτό, νομίζω, που χρειαζόμαστε πρωτίστως είναι θεσμούς εσωτερικής επιτήρησης, που θα είναι ανεξάρτητοι από το πολιτικό σύστημα, ώστε να μπορούν να το ελέγχουν και να υποδεικνύουν εγκαίρως τους κινδύνους εκτροχιασμού. Ενας τέτοιος θεσμός, που μέχρι πρότινος λειτουργούσε με επιτυχία και με εχέγγυα ανεξαρτησίας, είναι το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το οποίο αποτελεί ανεξάρτητη οργανική μονάδα της Βουλής, υπαγόμενη απευθείας στον Πρόεδρο της Βουλής. Αποστολή του είναι η παρακολούθηση της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, η στήριξη του έργου δύο Επιτροπών της Βουλής (της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής του Απολογισμού και του Γενικού Ισολογισμού του Κράτους και Ελέγχου της Εκτέλεσης του Προϋπολογισμού του Κράτους, καθώς και της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων), περαιτέρω δε η υποβολή, προς τις ανωτέρω Επιτροπές, τριμηνιαίων και ετησίων εκθέσεων, που αφορούν την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων της χώρας.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού, με την ευρεία δημοσιότητα που έλαβαν οι εκθέσεις του τα τελευταία χρόνια, αποτέλεσε ένα πολύτιμο θεσμικό ανάχωμα απέναντι σε ανεύθυνες κυβερνητικές πολιτικές ή διακηρύξεις που έθεταν σε κίνδυνο τον δημοσιονομικό σχεδιασμό της χώρας. Αναμενόμενο βεβαίως ήταν να προκαλέσει την μήνιν της κυβερνητικής πλειοψηφίας –η οποία εν γένει, άλλωστε, δεν διακρίνεται για την πίστη της στην αξία της ανεξάρτητης λειτουργίας των θεσμών. Αυτή όμως η κυβερνητική δυσαρέσκεια προς το έργο του Γραφείου είναι και περίτρανη απόδειξη της επιτυχίας του. Και στη νέα μεταμνημονιακή εποχή θα πρέπει να ενισχυθούν έτι περαιτέρω ο εποπτικός του ρόλος και οι δυνατότητές του για δημόσια παρέμβαση –και, έτσι, να μετεξελιχθεί ίσως σε «Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους και Δημοσιονομικής Σταθερότητας». Προεχόντως όμως, θα πρέπει να επανέλθει εμπράκτως ο σεβασμός στον ανεξάρτητο θεσμικό του ρόλο.
Το νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο βασίζεται η λειτουργία του Γραφείου Προϋπολογισμού (Ν. 3871/2010 και Ν. 2362/1995) επιτάσσει την τήρηση τεσσάρων αρχών δημοσιονομικής διαχείρισης, που προσλαμβάνουν σήμερα ακόμα μεγαλύτερη σημασία: (α) Αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης: η διαχείριση της περιουσίας και των υποχρεώσεων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης πρέπει να είναι σώφρων και αποτελεσματική, καθώς και να υπηρετεί τον σκοπό της δημοσιονομικής βιωσιμότητας. (β) Αρχή της υπευθυνότητας και της λογοδοσίας: η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη και λογοδοτεί στη Βουλή για τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών. (γ) Αρχή της διαφάνειας: όλοι οι φορείς που διαχειρίζονται πόρους της Γενικής Κυβέρνησης οφείλουν να παρέχουν εγκαίρως πληροφορίες σχετικά με τη διαχείριση των δημοσιονομικών, ώστε να υφίσταται αποτελεσματικός δημόσιος έλεγχος επί της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής. (δ) Αρχή της ειλικρίνειας: κάθε οικονομική και δημοσιονομική πρόβλεψη που περιέχεται σε δημόσια έγγραφα ή εκθέσεις πρέπει να στηρίζεται σε ακριβή στοιχεία και να αποτυπώνει τις πραγματικές δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας απόφασης ή ενός μέτρου (ώστε, λ.χ., να μην αποκρύπτονται αφανή κόστη για το κοινωνικό σύνολο).
Η τήρηση των αρχών αυτών είναι κρίσιμη για το μέλλον της χώρας. Θα πρέπει δε αυτές να αποτελέσουν το προγραμματικό θεμέλιο οποιασδήποτε μελλοντικής κυβέρνησης συνεργασίας. Χρηστή διαχείριση, διαφάνεια, δημοσιότητα, λογοδοσία σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά ενισχύουν, μεταξύ άλλων, τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, την εμπιστοσύνη των αγορών και, έτσι, την πιστοληπτική μας ικανότητα.
Πέραν όμως του Γραφείου Προϋπολογισμού, θα μπορούσε ίσως να σκεφθεί κανείς και τη σύσταση δύο ακόμα αντίστοιχων Γραφείων στη Βουλή, σε δύο τομείς εξίσου νευραλγικούς για την ανάκαμψη της χώρας: ένα για τον Εκσυγχρονισμό και την Αξιολόγηση των Υπηρεσιών του Δημοσίου Τομέα και ένα άλλο για την Παρακολούθηση και Προώθηση των Μεγάλων Επενδύσεων. Και αυτά τα Γραφεία θα λειτουργούν κατά το ίδιο πρότυπο, θα έχουν δηλαδή τεχνοκρατικό προσανατολισμό και στελέχωση και θα ασκούν δημόσιο έλεγχο· θα είναι δε ολιγομελή και θα πρέπει να έχουν σφιχτό προϋπολογισμό λειτουργίας.
Τώρα που έχουμε πρόσφατο το τραύμα της επώδυνης δημοσιονομικής προσαρμογής είναι η ευκαιρία να λάβουμε μέτρα έναντι ενός μελλοντικού, ασύνετου εαυτού μας. Εν όψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων βρισκόμαστε πλέον στο δικό μας επικίνδυνο πέρασμα από τις Σειρήνες και πρέπει να αυτοδεσμευθούμε όπως ο Οδυσσέας: να δημιουργήσουμε δηλαδή τώρα εκείνες τις θεσμικές δικλίδες ασφαλείας που θα μας εμποδίσουν μετέπειτα να σκορπίσουμε ανεύθυνα τους καρπούς των θυσιών μας. Το εθνικό δημοσιονομικό κεκτημένο πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Το οφείλουμε, προπάντων, στις επόμενες γενιές.
Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ