«Δώρον άδωρον» στην προσπάθεια των τραπεζών για οριστική εξυγίανση των δανειακών τους χαρτοφυλακίων χαρακτηρίζει κορυφαία τραπεζική πηγή τους υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που έχουν καταφέρει να «χτίσουν» ύστερα από τρεις γύρους ανακεφαλαιοποίησης. Οπως εξηγεί, παρότι «έχουμε σημαντικό περίσσευμα κεφαλαίων, δεν συμφέρει τους μετόχους μας να το χρησιμοποιήσουμε για να απαλλαγούμε μια και καλή από τα «κόκκινα» δάνεια».
Προσθέτει δε πως «η μοναδική χρησιμότητα των υψηλότερων δεικτών Core Tier 1 σε σχέση με τα ελάχιστα όρια είναι ότι επιτρέπουν να περνάμε τα stress tests. Κατά τα άλλα, είμαστε αναγκασμένοι να… κοιτάμε τα πλεονάζοντα κεφάλαια αντί να τα χρησιμοποιήσουμε για διαγραφές ή πωλήσεις δανείων, καθώς τότε οι μέτοχοι αυτόματα θα χάσουν μέρος της περιουσίας τους για μία ακόμη φορά τα χρόνια της κρίσης. Και αυτό είναι κάτι που δεν το θέλουμε».

Η νομοθεσία

Η πηγή του κακού είναι ο αναβαλλόμενος φόρος, ο οποίος με βάση στοιχεία στις 31/12/2017 ανερχόταν σε 16 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 55% των πρωτοβάθμιων κεφαλαίων των τραπεζών. Το ποσό αυτό προέκυψε ως εξής: Τα προηγούμενα χρόνια οι τράπεζες έκαναν χρήση της νομοθεσίας για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, με τον συμψηφισμό ζημιών από το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων και τη χασούρα από τα «κόκκινα» δάνεια με μελλοντικά τους κέρδη.
Ετσι, σε βάθος 30 ετών μπορούν να εμφανίσουν καθαρή κερδοφορία συνολικού ύψους 55 δισ. ευρώ και να μην πληρώσουν ούτε ένα ευρώ φόρου. Οι φόροι που δεν θα καταβάλλουν προσμετρούνται σήμερα στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που εξετάζει η ΕΚΤ.
Ολα αυτά όμως υπό μία προϋπόθεση: Να μην υπάρξει μέσα σε αυτό το διάστημα καμία ζημιογόνος χρήση. Διότι, εάν αυτό συμβεί, δεν υπάρχουν κέρδη για να συμψηφιστούν οι αναγνωρισθείσες ζημιές του παρελθόντων ετών. Σε αυτήν τη περίπτωση, το κράτος θα πρέπει να λάβει αποζημίωση, με την έκδοση κοινών μετοχών, γεγονός που θα πλήξει τους υπόλοιπους μετόχους.
Εκεί είναι και η ρίζα του προβλήματος. Οι τράπεζες έχουν περιθώριο να χάσουν κεφάλαια για να πουλήσουν δάνεια με ζημιά σε τρίτους ή να τα διαγράψουν για να γίνει γρήγορο «καθάρισμα» των ισολογισμών τους, ωστόσο αυτό θα τις οδηγούσε σε αρνητικό αποτέλεσμα. Μπορεί λοιπόν να μην τίθεται ζήτημα για την κεφαλαιακή τους επάρκεια λόγω των υψηλών δεικτών, αλλά οι ιδιώτες μέτοχοι θα έβλεπαν το ποσοστό τους να μειώνεται μετά την έκδοση μετοχών υπέρ του Δημοσίου.

Τα όρια

Με αυτά τα δεδομένα, εάν δεν θέλουν οι τράπεζες να ενεργοποιηθεί η νομοθεσία για τον αναβαλλόμενο φόρο, θα πρέπει η ζημιά από τις κινήσεις εξυγίανσης που θα υλοποιούν κάθε χρόνο από εδώ και στο εξής να μην ξεπερνά την οργανική τους κερδοφορία. Δηλαδή, σε ετήσια βάση μπορούν να διενεργήσουν προβλέψεις για επισφαλή δάνεια έως και 4 δισ. ευρώ. Εάν οι απομειώσεις διαμορφωθούν σε υψηλότερα επίπεδα για τη μητρική, τότε η χρήση είναι ζημιογόνος και υπάρχει πρόβλημα.
Μια λύση θα μπορούσε να δοθεί, με τη σύμφωνη γνώμη του επόπτη, με την τροποποίηση της νομοθεσίας προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης πλεοναζόντων κεφαλαίων, χωρίς να καταγραφούν ζημιές. Δηλαδή, να επιτρεπόταν στις τράπεζες να «καθαρίσουν» τα χαρτοφυλάκιά τους μειώνοντας τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, χωρίς η απομείωση από τις κινήσεις εξυγίανσης να «περάσει» στα αποτελέσματα.
Αυτό συνέβη με την εφαρμογή των νέων λογιστικών προτύπων IFRS 9, τα οποία επέτρεψαν στις τράπεζες να σχηματίσουν προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους ύψους 5,5 δισ. ευρώ, χωρίς να επηρεαστούν τα αποτελέσματά τους. Είναι πιθανό κάποια στιγμή τα επόμενα χρόνια η ΕΚΤ να δει το θέμα από άλλη οπτική γωνία και να επιτρέψει να γίνει κάτι παρόμοιο, π.χ. στις περιπτώσεις πωλήσεων δανείων με ζημιά, στο πλαίσιο μιας ενιαίας bad bank, καθώς ανάλογο θέμα έχουν και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Αρχίζει καταγραφή των ακινήτων που έχουν κατασχεθεί

Αρκετή δουλειά στο κομμάτι της καταγραφής των ενεχύρων που διαθέτουν, στην πλειονότητά τους ακίνητα, έχουν να κάνουν οι τράπεζες το επόμενο 18μηνο. Και αν η πώληση δανείων λιανικής χωρίς εξασφαλίσεις, υπό τη μορφή πακέτων σε ξένα funds, είναι πιο εύκολη, δεν ισχύει το ίδιο και για τα δάνεια με εγγυήσεις.

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι τράπεζες θα πρέπει να αξιοποιήσουν καλύτερα τα ακίνητα που είναι προσημειωμένα, ώστε να ανακτήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των «κόκκινων» δανείων. Είτε πιέζοντας τον δανειολήπτη με την απειλή του πλειστηριασμού να ρυθμίσει την οφειλή του, εφόσον τα οικονομικά του δεδομένα το επιτρέπουν, ή με τη ρευστοποίηση της εξασφάλισης ή του ίδιου του δανείου.

Σύμφωνα με τα όσα έχουν γνωστοποιήσει οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι, μέχρι το τέλος του 2018 στόχος είναι να πουληθούν μη εξασφαλισμένα δάνεια λιανικής ύψους 8 δισ. ευρώ, αλλά και τα πρώτα χαρτοφυλάκια που περιλαμβάνουν εξασφαλισμένες, επιχειρηματικές κατά κύριο λόγο, χορηγήσεις.

Οπως εξηγεί ο κ. Χριστόφορος Στράτος, Senior Advisor της Resolute Asset Management, «για να μεγιστοποιήσουν τα πιστωτικά ιδρύματα το ποσοστό ανάκτησης ενός «κόκκινου» δανείου, θα πρέπει από τη μία πλευρά να αξιολογήσουν σωστά την πιστοληπτική ικανότητα του οφειλέτη και από την άλλη να αποτιμήσουν όσο το δυνατόν με μεγαλύτερη ακρίβεια την τρέχουσα αξία της ακίνητης περιουσίας του».

Ο κ. Στράτος υπογραμμίζει ότι «η δίκαιη αξία ενός εξασφαλισμένου δανείου δεν εξαρτάται μόνο από τα χαρακτηριστικά του υποθηκευμένου ακινήτου, αλλά και από λοιπούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα άλλα χρέη που το βαρύνουν ή το ιδιοκτησιακό του καθεστώς».

Και προσθέτει πως «όταν ξέρει ένα fund τι ακριβώς αγοράζει, κάνει πιο ασφαλείς εκτιμήσεις για το κέρδος που μπορεί να αποκομίσει. Ως εκ τούτου, το ρίσκο που παίρνει είναι χαμηλότερο και είναι διατεθειμένο να πληρώσει παραπάνω».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ