Η κληρονομιά της Μεταπολίτευσης

Οταν ο Απόστολος Δοξιάδης και ο Σταύρος Τσακυράκης δέχθηκαν πρόταση του συλλόγου ελλήνων φοιτητών της Οξφόρδης να συνομιλήσουν για την ελληνική κοινωνία και την πολιτική μετά τη μεταπολίτευση του 1974, δεν είχαν σκοπό να εκδώσουν τον διάλογό τους. Στη συνέχεια όμως αποδέχθηκαν πρόταση του εκδότη του έργου να δημοσιευθεί η συνομιλία τους, με πρώτο αναφερόμενο συγγραφέα τον Τσακυράκη, καθώς αυτός διατύπωνε απαντήσεις σε ερωτήσεις και παρατηρήσεις του Δοξιάδη.

Σταύρος Τσακυράκης
Από πού κι ως πού όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι;
Μια συζήτηση με τον Απόστολο Δοξιάδη για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018
σελ. 120, τιμή 8,90 ευρώ
Οταν ο Απόστολος Δοξιάδης και ο Σταύρος Τσακυράκης δέχθηκαν πρόταση του συλλόγου ελλήνων φοιτητών της Οξφόρδης να συνομιλήσουν για την ελληνική κοινωνία και την πολιτική μετά τη μεταπολίτευση του 1974, δεν είχαν σκοπό να εκδώσουν τον διάλογό τους. Στη συνέχεια όμως αποδέχθηκαν πρόταση του εκδότη του έργου να δημοσιευθεί η συνομιλία τους, με πρώτο αναφερόμενο συγγραφέα τον Τσακυράκη, καθώς αυτός διατύπωνε απαντήσεις σε ερωτήσεις και παρατηρήσεις του Δοξιάδη.

Ζωηρές ερωταποκρίσεις

Η προφορικότητα του λόγου και οι αναπόφευκτες παρεκβάσεις στη διάρκεια μιας ελεύθερης συνομιλίας χωρίς αυστηρή δομή είναι μειονεκτήματα που θα συνηγορούσαν υπέρ της μη έκδοσης όσων ειπώθηκαν. Στη σύγχρονη γραμματεία δεν συνηθίζεται να εκδίδονται διάλογοι με τη μορφή απομαγνητοφωνημένων ερωταποκρίσεων, ενώ αντιθέτως υπάρχει προηγούμενο έκδοσης δομημένων διαλόγων με τη μορφή επιστολών δοκιμιακής μορφής που έχουν ανταλλάξει διανοούμενοι για συγκεκριμένο θέμα (κλασικό παράδειγμα, ο διάλογος Σεφέρη – Τσάτσου για την ποίηση).
Ωστόσο, στην περίπτωση των Τσακυράκη και Δοξιάδη το εκδοτικό πείραμα άξιζε τον κόπο γιατί τα ανωτέρω μειονεκτήματα μετατράπηκαν σε πλεονεκτήματα. Διαβάζοντας το μικρό αυτό βιβλίο, ο αναγνώστης αισθάνεται σήμερα παρών σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στην οποία, όταν έλαβε χώρα, δεν μετείχε ούτε ως ακροατής. Σε μια δημόσια σφαίρα όπου κυριαρχούν παράλληλοι μονόλογοι, εργαλειακή χρήση εμπειρικών στοιχείων, φανατισμός και εκφορά συνθημάτων αντί συντεταγμένων επιχειρημάτων, προσαρμοσμένη στα καλούπια των νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είναι παράξενο, όσο και αναζωογονητικό, να παρακολουθεί κανείς, επιτέλους, μια κανονική συζήτηση γυρίζοντας τις σελίδες ενός βιβλίου. Οι ερωτήσεις του Δοξιάδη συνοδεύονται από περισσότερο ή λιγότερο μακρές τοποθετήσεις του Τσακυράκη. Οι ερωτήσεις του πρώτου, όμως, αποτελούν λίγο ως πολύ πλήρως διατυπωμένες απόψεις σε διάφορα ανοιχτά ζητήματα, πράγμα αναμενόμενο αν αναλογιστεί κανείς όλες τις ποικίλες ιδιότητές του (μαθηματικός, συγγραφέας και μεταφραστής λογοτεχνίας, κινηματογραφιστής και σκηνοθέτης). Στις ερωτήσεις του Δοξιάδη, ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου και δικηγόρος σε υποθέσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων Τσακυράκης απαντά κάποτε με ένα λιτό προκλητικό σχόλιο, άλλοτε με ένα πραγματολογικό επιχείρημα και άλλοτε με ένα φιλοσοφικής έμπνευσης ερώτημα, απόρροια της προσήλωσής του στις αρχές του πολιτικού (όχι του οικονομικού) φιλελευθερισμού.

Αμφισβητούμενοι αγώνες

Στις καλύτερες σελίδες του βιβλίου, οι δύο συνομιλητές προσπαθούν να εξηγήσουν τις προβληματικές όψεις της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας. Παράδειγμα η άκριτη προβολή, αν όχι και υποστήριξη, από τα περισσότερα ΜΜΕ, ορισμένα από τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης και μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης οποιασδήποτε συλλογικής κινητοποίησης, αρκεί αυτή να στρέφεται κατά του κράτους. Αλλά, όπως το θέτει ο Τσακυράκης, το κράτος είμαστε εμείς. Κατά τον ίδιο, κάθε πολιτικός αγώνας μιας κοινωνικής ομάδας για αύξηση των πόρων που αυτή λαμβάνει από το κράτος, ουσιαστικά στρέφεται κατά των υπόλοιπων ομάδων οι οποίες, καταβάλλοντας φόρους και εισφορές, συμβάλλουν στους διαθέσιμους στο κράτος πόρους. Αρα δεν είναι κάθε αγώνας εξ ορισμού δίκαιος. Θα αντέλεγε βέβαια κανείς ότι ούτε είναι όλοι οι αγώνες άδικοι, δεδομένων των ανισοτήτων που αναπόφευκτα προκαλούν αφενός η λειτουργία της οικονομίας της αγοράς και αφετέρου η αναπαραγωγή κοινωνικών διακρίσεων, εφόσον οι αδικίες αυτές δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς από το κράτος πρόνοιας και το κράτος δικαίου. Για παράδειγμα, θα προσθέταμε στην Ελλάδα οι αγώνες όσων είναι «εκτός των τειχών» (outsiders, π.χ. ως προς την αγορά εργασίας) θα ήσαν δίκαιοι, αλλά πρακτικά πάντοτε υπολείπονται των αγώνων που διεξάγουν όσοι είναι ήδη καλύτερα προστατευμένοι «εντός των τειχών» (insiders).
Πάντως, στο ίδιο πλαίσιο οι δύο συνομιλητές συζητούν την τολμηρή άποψη του Δοξιάδη ότι μετά τη μεταπολίτευση του 1974 κάθε αγώνας διεκδίκησης κατά του κράτους εκλαμβανόταν και συνεχίζει να εκλαμβάνεται εξ υπαρχής ως δίκαιος, επειδή πριν από τη μεταπολίτευση, εξαιρούμενων των γνωστών στιγμών μαζικής αντίστασης κατά της δικτατορίας, στο εσωτερικό τουλάχιστον τέτοιοι αγώνες υπήρξαν σποραδικοί και κινητοποίησαν σχετικά λίγους. Είναι δυσχερές να ερμηνευθούν οι πολυπαραγοντικές σχέσεις κράτους – κοινωνίας με τέτοιους όρους. Ισως μια συλλογική, ανομολόγητη ενοχή για τη σχετική απραξία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας να είναι μια από τις αιτίες της συλλογικής τάσης για αποδοχή οποιασδήποτε αντι-κρατικής πράξης μετά τη δικτατορία. Σε κάθε περίπτωση, ο Τσακυράκης και ο Δοξιάδης έχουν κάθε δικαίωμα να διερωτώνται επ’ αυτού. Και ο ένας και ο άλλος, με διαφορετικούς τρόπους, μετείχαν στον αντιδικτατορικό αγώνα. Μάλιστα ο Τσακυράκης είχε συλληφθεί και βασανισθεί από τη χούντα, αν και με παραδειγματικό τρόπο αποφεύγει να μιλάει για τους δικούς του αγώνες.

Αξιακές τάσεις

Συνοπτικά, ο Τσακυράκης και ο Δοξιάδης συγκλίνουν περισσότερο παρά αποκλίνουν στην αποτίμησή τους για το τι πήγε λάθος όσον αφορά τη δημοκρατία της Μεταπολίτευσης. Συγκλίνουν, δηλαδή, σε μια ιστορικο-πολιτισμική ερμηνεία τάσεων που εύλογα θα θεωρούσαμε ότι αποτέλεσαν το αξιακό υπόστρωμα της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Από το 1974 έως σήμερα τέτοιες τάσεις, για παράδειγμα, υπήρξαν η μονοδιάστατη σύλληψη της έννοιας «δημοκρατικός πολίτης» ως προσωπικού φορέα μόνο δικαιωμάτων αλλά ποτέ υποχρεώσεων και η σχεδόν ανακλαστική, χωρίς δεύτερη σκέψη, υπεράσπιση οποιασδήποτε διεκδίκησης από οποιονδήποτε συλλογικό φορέα και αν προερχόταν. Στην πολιτική και κοινωνική έρευνα λίγα από αυτά τα φαινόμενα έχουν ερευνηθεί συστηματικά. Με δυο λόγια, το βιβλίο, καθότι αποτυπώνει έναν ρέοντα διάλογο, δεν προσφέρει ήδη τεκμηριωμένες διαπιστώσεις, αλλά δίνει αφορμές για περαιτέρω επιστημονική έρευνα και κυρίως φρέσκες ιδέες για παρόμοιες συζητήσεις μεταξύ των αναγνωστών του. Μάλλον αυτή θα ήταν και η επιθυμία των δύο συνομιλητών.
Ο κ. Δημήτρης Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.