Καθηγητής Ανθρωπιστικών Σπουδών, Φιλοσοφίας και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον από το 1990, διακεκριμένος μελετητής του Νίτσε, της πλατωνικής μεταφυσικής και αισθητικής, όπως και της σωκρατικής φιλοσοφίας, ο 72χρονος σήμερα Αλέξανδρος Νεχαμάς είναι από τις 17 Μαΐου το πιο πρόσφατο τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Με αφορμή ακριβώς την εκλογή αυτή επικοινωνήσαμε μαζί του. Με τη γνώριμη άνεση του λόγου και το χιούμορ του μας μίλησε για ένα εύρος θεμάτων που κυμάνθηκε από την τέχνη του βίου και την popular culture ως την πολιτική.
Πώς αισθάνεστε για την εκλογή σας στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών;
«Αποτελεί μεγάλη τιμή, δεν υπάρχει αμφιβολία, και επίσης μεγάλη ευθύνη. Ευθύνη απέναντι και στο ίδρυμα και στον τόπο. Για έναν ουσιαστικά απόδημο Ελληνα το να ξαναφτιάξει μια σχέση με τον τόπο άμεση και που μπορεί να έχει κάποια επίδραση στην ατμόσφαιρα της χώρας αποτελεί πάρα πολύ μεγάλη ευθύνη. Αποτελεί βέβαια και την εκπλήρωση ενός ονείρου αυτή η δυνατότητα μετά από τόσα χρόνια στο εξωτερικό –γιατί παρά τη σχέση που διατηρεί κανείς με την Ελλάδα, με οικογένεια, φίλους, συναδέλφους, επιστημονικά, προσωπικά, είναι, πώς να το κάνουμε, έξω».
Η άποψή σας για τη φιλοσοφία ως τέχνη του βίου είναι σαφώς διαλογική. Είχατε επισημάνει, αν δεν κάνω λάθος, στο βιβλίο σας «Νίτσε: Η ζωή σαν λογοτεχνία» ότι το παράδειγμα ενός αξιοθαύμαστου τρόπου ζωής δεν αξίζει ως μίμηση, αλλά ως έμπνευση, κάτι που προϋποθέτει μια δημιουργική ανάγνωση και προσαρμογή –έναν διάλογο, με άλλα λόγια.
«Πολύ σωστά. Και συνεπάγεται επίσης ότι δεν θα είσαι ποτέ ίδιος με αυτόν που σε εμπνέει. Ο Νίτσε στη «Χαρμόσυνη Επιστήμη» έχει έναν θαυμάσιο μικρό διάλογο: –«Δεν θέλεις να έχεις μαθητές, ακολούθους;» –«Δεν θέλω. Θέλω ο καθένας να δημιουργεί το δικό του παράδειγμα –όπως εγώ». Ο μαθητής σου δηλαδή είναι αυτός που δεν είναι ίδιος με εσένα, αυτός που κάνει κάτι εξίσου ιδιαίτερο και ανανεωτικό με εσένα. Για να κάνεις όμως κάτι εξίσου ιδιαίτερο και ανανεωτικό, πρέπει να είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που έχει κάνει ο άλλος».
Συχνά τονίζετε στον δημόσιο λόγο σας ότι η μαζική κουλτούρα διόλου δεν συνιστά εκ φύσεως κατώτερη μορφή κουλτούρας, όπως ενίοτε εκλαμβάνεται ακόμα και σήμερα.
«Για εμένα αυτό είναι βασικό ζήτημα. Αν δει κανείς ιστορικά το θέμα της μαζικής κουλτούρας, θα διαπιστώσει ότι σε πολλές περιπτώσεις η μαζική κουλτούρα μιας εποχής γίνεται η υψηλή τέχνη της επόμενης. Πιστεύω, για παράδειγμα, ότι η αρχαία τραγωδία, παρ’ όλο το μεγαλείο της, ήταν και ένα είδος διασκέδασης και μόρφωσης του αθηναϊκού κοινού, και μάλιστα μόρφωσης με πολιτικές διαστάσεις. Η «Ορέστεια» του Αισχύλου, μεταξύ άλλων, είναι και καθαρά πολιτικό έργο όπου ουσιαστικά επαινείται η αθηναϊκή δημοκρατία. Δίνοντας ως επίδομα στους αγρότες το εισόδημα μιας ημέρας για να έρθουν στο θέατρο ο Περικλής δεν επιθυμούσε μόνο να ανυψώσει το ηθικό τους επίπεδο, το έκανε και για λόγους πολιτικής. Στο αρχαίο θέατρο έβλεπες όλες τις κοινωνικές τάξεις, κατώτερες και ανώτερες. Οι ανώτερες μάλιστα, όπως τις εκπροσωπεί ο Πλάτων, υπήρξαν αντίθετες και προς την τραγωδία και προς την επική ποίηση. Μέρος της περιφρόνησής τους δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν ταξικό. Το ίδιο συμβαίνει και στον σύγχρονο κόσμο. Αν η τραγωδία από μέρος της λαϊκής κουλτούρας ανάγεται σιγά-σιγά σε υψηλή τέχνη, το ίδιο συμβαίνει και με το μυθιστόρημα. Αρχικά το μυθιστόρημα κατηγορείται από τους πάντες: είναι εντελώς κατώτερο είδος, είναι μόνο για γυναίκες, καταστρέφει την προσοχή γιατί το διαβάζεις, το πετάς και αμέσως αρχίζεις ένα άλλο. Το ίδιο έχει συμβεί με τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το Internet. To καταπληκτικό δε είναι ότι όλα τα επιχειρήματα που έχουν χρησιμοποιηθεί από τον καιρό του Πλάτωνα ως σήμερα κατά της μαζικής κουλτούρας παρουσιάζονται ήδη στην «Πολιτεία»: ταυτίζει το αυθεντικό με το ψεύτικο, η δραματική ποίηση, για τον Πλάτωνα, αλλά βάλτε εδώ όποια μαζική τέχνη θέλετε, είναι κατάλληλη μόνο για την απεικόνιση σεξ και αγριότητας και καταστρέφει τη ζωή όσων προσηλώνονται σε αυτήν».
Τι το ανατρεπτικό όμως εισάγει η μαζική κουλτούρα;
«Η μαζική κουλτούρα εισάγει πάντοτε νέα κριτήρια και νέες αξίες, όχι πάντοτε ριζικά καινοτόμα ή ριζικά αντίθετα με αυτά που έχουμε συνηθίσει, πάντοτε όμως με τον χαρακτήρα του καινούργιου –αν μη τι άλλο στον τρόπο απεικόνισης του κόσμου. Κι αυτό για πολλούς είναι επικίνδυνο. Γιατί, όντας διαφορετικό, σε κάνει να σκέφτεσαι αν ο δικός σου τρόπος περιγραφής του κόσμου, τον οποίο θεωρούσες δεδομένο και αναμφισβήτητο, είναι ίσως ένας μόνο από πολλούς δυνητικούς να μιλήσει κανείς γι’ αυτόν. Αρα, οι βάσεις στις οποίες στέκεσαι δεν είναι απόλυτες. Και η έλλειψη απόλυτης βάσης είναι για πολλούς από τα πιο επικίνδυνα πράγματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι. Εχουμε ανάγκη να πιστεύουμε ότι οι αξίες μας έχουν βάσεις εντελώς ανεξάρτητες από τη θέλησή μας. Φοβόμαστε ότι αν εξαρτώνται ως ένα σημείο από τη θέλησή μας τότε είναι εντελώς συμβατικές».
Η δυτική κοινωνία των αρχών του 21ου αιώνα μοιάζει να τρέφει δυσπιστία έναντι των ανθρώπων που αποτελούν φορείς εξειδικευμένης γνώσης.
«Υπάρχει ακόμη μια λατρεία της επιστήμης. Οι φυσικοί, οι χημικοί, οι γιατροί δεν είναι αποδέκτες περιφρόνησης ή δυσπιστίας. Οσοι ασχολούμαστε με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ναι. Αφενός από το ευρύ κοινό, αφετέρου από ορισμένους επιστήμονες οι οποίοι θεωρούν πως ως άριστοι επιστήμονες μπορούν να αποφανθούν επί παντός του επιστητού. Τελευταίο τέτοιο παράδειγμα θεωρώ το βιβλίο «Enlightenment Now» του ψυχολόγου Στίβεν Πίνκερ, ο οποίος αποδίδει τα περισσότερα σημερινά προβλήματα του κόσμου στη φιλοσοφία του Νίτσε και διαφόρων άλλων. Αν διαβάσει κανείς το βιβλίο, αντιλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος είναι εντελώς αδαής ως προς το θέμα αυτό. Οπως για να γίνει κανείς φυσικός πρέπει να μάθει φυσική, έτσι και για να γίνει κανείς φιλόσοφος ικανός να πραγματεύεται τέτοιου χαρακτήρα ζητήματα πρέπει να σπουδάσει πρώτα φιλοσοφία. Αλλά έχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι των φυσικών επιστημών έχουν πάρει ως ένα σημείο τον παλαιό ρόλο των ιερέων: η σοφία προέρχεται από εκεί. Καλώς ή κακώς όμως, η σοφία που προέρχεται από εκεί δεν είναι πάντοτε σοφή».
Βιώνει πλέον το δυτικό μοντέλο πολιτικής συναίνεσης μια κατάσταση παγιωμένης κρίσης;
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε άνοδο αυταρχικών πολιτευμάτων σε Ευρώπη, Ασία, Βόρεια και Νότια Αμερική. Βλέπω τι γίνεται στην Ουγγαρία, όπου η κατάσταση είναι μάλλον απελπιστική. Ανθρωποι όπως ο κ. Ορμπάν, οι οποίοι ξεκίνησαν ως λάτρεις της δυτικής κοινωνικής δημοκρατίας, σήμερα υποστηρίζουν ότι η Δύση αποτελεί κίνδυνο. Υπάρχει διάχυτη μια ριζική καχυποψία και άρνηση της κοινωνικής δημοκρατίας –τη social democracy εννοώ εδώ. Εμείς οι φιλόσοφοι δεν έχουμε δυστυχώς τη φωνή που είχαμε κάποτε, με την εξαίρεση ορισμένων περιπτώσεων, όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ούτε έχουμε τη δυνατότητα να εισέλθουμε σε μια κυβέρνηση. Ο Πλάτων ήθελε τους φιλοσόφους βασιλείς. Δυστυχώς, εμείς δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Ή ευτυχώς, δεν ξέρω. Αν είχες 17 καθηγητές στην κυβέρνησή σου, δεν είμαι σίγουρος ότι θα προχωρούσε και τόσο η ατζέντα σου».
Το 2013 λέγατε ότι η κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι καταθλιπτική, ότι επικρατεί οξεία συντηρητικοποίηση. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία επιδεινώνει μια ήδη καταθλιπτική κατάσταση;
«Την επιδεινώνει. Και την κάνει πολύ πιο επικίνδυνη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα υπάρχουν φόρα, όπως το φρικτό Fox News, που επιτρέπουν στις πιο απίθανες απόψεις να εκφράζονται σαν να είναι οι σοβαρότερες δυνατές. Σε καμία περίπτωση φυσικά δεν τάσσομαι κατά της ελευθερίας του λόγου. Ακριβώς όμως επειδή υπάρχει ελευθερία του λόγου και μπορούμε να δούμε τι σκέφτεται ο καθένας, διαπιστώνει κανείς ότι εκφράζονται απροκάλυπτα πράγματα που ούτε θα διανοούμασταν παλαιότερα. Οταν ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών βρίζει τους αντιπάλους του με τρόπο χειρότερο από αυτόν των οπαδών αντιπάλων ομάδων, πού έχει φτάσει το επίπεδο της πολιτικής ρητορικής; Φοβάμαι ότι η εκλογή του Τραμπ έχει κατεβάσει το επίπεδο όχι μόνο των προϋποθέσεων για να αναλάβει κανείς μια σημαντική κεντρική θέση στη διακυβέρνηση ενός τόπου, αλλά το επίπεδο της ρητορικής και το επίπεδο της σημασίας που αποδίδεται στον λόγο και στις πράξεις κάποιου –δείτε τα αντιφατικά μηνύματα που εκπέμπονται καθημερινά από τον Λευκό Οίκο. Για αυτή τη θεμελιώδη ασυνέπεια κανείς δεν εξανίσταται πλέον. Ο κόσμος συνηθίζει, ξέρετε. Αυτό είναι και το καταθλιπτικό της υπόθεσης».
Θα λέγατε ότι το μείζον ζήτημα είναι η μετά Τραμπ εποχή;
«Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Δεν είναι τόσο το τι θα κάνει ο ίδιος όσο το τι βάσεις έχει δώσει για να συνεχιστεί η κατάσταση που δημιούργησε. Αν λοιπόν με το καλό χάσει τις επόμενες εκλογές, θα χρειαστεί τεράστια προσπάθεια όχι για να πάμε μπροστά, αλλά για να πάμε πίσω. Γιατί ο Τραμπ καταστρέφει ό,τι είχε δημιουργήσει ο Ομπάμα επειδή το είχε δημιουργήσει ο Ομπάμα –το ρατσιστικό στοιχείο είναι φως φανάρι στην πολιτική του. Επομένως, θα πρέπει εν συνεχεία να έρθει κάποιος ο οποίος θα καταστρέψει ό,τι έχει κάνει ο Τραμπ. Ετσι όμως οδηγούμαστε σε μια κατάσταση όπου ο επόμενος αναιρεί το έργο του προηγούμενου, έτσι οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο».
Κλείνατε την εισαγωγή στην ελληνική έκδοση του βιβλίου σας «Η τέχνη του βίου. Σωκρατικοί στοχασμοί από τον Πλάτωνα στον Φουκώ» με τον καβαφικό στίχο «Είμεθα Ελληνες κι εμείς –τι άλλο είμεθα;». Η αναφορά αυτή του Καβάφη στο νόημα του ελληνικού στοιχείου στον ελληνιστικό κόσμο ισχύει και σήμερα;
«Ο Καβάφης εδώ δεν εννοεί τον ορισμό της εθνικιστικής Δεξιάς, φυσικά. Εννοεί, αντίθετα, ότι είμαστε πολλά πράγματα. Σε ορισμένες εποχές οι Ελληνες έχουμε καταφέρει να συγκεντρώσουμε στοιχεία από διαφορετικούς πολιτισμούς, από διαφορετικές θρησκείες, από διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης του κόσμου οργανώνοντάς τα σε μια σχετική μεταξύ τους αρμονία. Ο Ελληνας για τον Καβάφη είναι ο κοσμοπολίτης –και, δυστυχώς, σήμερα κοσμοπολίτες είναι το λιγότερο που είμαστε στην Ελλάδα. Πολλοί πιστεύουν ότι επειδή ζούμε στον ίδιο τόπο με τους αρχαίους Ελληνες όχι μόνο είμαστε ίδιοι και απαράλλαχτοι με εκείνους, αλλά και ότι ο κόσμος μάς οφείλει για όσα πέτυχαν εκείνοι. Δεν μας χρωστά πλέον κανείς τίποτα, δυστυχώς. Εμείς χρωστάμε –δισεκατομμύρια, για να αστειευτούμε και λίγο».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ