Ηταν το πιο παράτολμο εγχείρημα. Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ όχι μόνο θα διέσχιζε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο, δηλαδή τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα απόσταση, αλλά θα το έκανε έχοντας πατήσει το κατώφλι των 69 χρόνων. Σε ασφαλή απόσταση πίσω του, μέσα σε ένα μικρό καραβάκι, βρισκόταν η Τζόαν, φροντίζοντας ωστόσο να κάθεται πάνω στα χέρια της για να μην τα σφίγγει και δείχνει την αγωνία της. Δεν της πέρασε ποτέ από το μυαλό να τον μεταπείσει, άλλωστε από νωρίς είχαν συνάψει συμφωνία αμοιβαίας ελευθερίας. Αυτή ήταν η μαγιά της σχέσης τους τις περίπου έξι δεκαετίες που συνδέθηκαν. Από όταν πρωτογνωρίστηκαν στο Κάιρο το 1944, μέχρι τον θάνατο της Τζόαν στην Καρδαμύλη το 2003.
Μαζί εξερεύνησαν και την Ελλάδα προτού αλλά και αφότου εγκαταστάθηκαν σε αυτήν, το 1968, όταν εκείνη πούλησε τα κοσμήματά της και αγόρασαν το σπίτι στη Μάνη. Ωστόσο μόνο εκείνος ξεχώρισε για τα επιτεύγματά του, τόσο εν καιρώ πολέμου, όπως με τη συμμετοχή του στην απαγωγή του γερμανού στρατηγού Χάινριχ Κράιπε, όσο και εν καιρώ ειρήνης, με τα ταξιδιωτικά κείμενά του που ανανέωσαν το είδος. Εκείνη έμεινε γνωστή απλώς ως «η γυναίκα του Πάντι». Μια μεγάλη αδικία που έρχεται να αποκαταστήσει η έκθεση «Τζόαν Λι Φέρμορ: Φωτογράφος και αγαπημένη» του Μουσείου Μπενάκη.
Γιατί από νεαρότατη ηλικία, η Τζόαν Λι Φέρμορ (1912-2003) υπήρξε μια ικανότατη φωτογράφος. Την προσοχή της τραβούσαν συνήθως η αρχιτεκτονική, τα τοπία αλλά και τα νεκροταφεία, ενώ ήδη από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τής είχε ανατεθεί να φωτογραφίσει κτίρια που αποτελούσαν πιθανούς στόχους βομβαρδισμών. Στην Ελλάδα συνόδευε τον Λι Φέρμορ στις περιηγήσεις του και φωτογράφιζε όσα έβλεπαν, δικές της είναι εξάλλου οι φωτογραφίες στα βιβλία του Λι Φέρμορ «Μάνη» και «Ρούμελη». Αυτές που γνωρίζουμε τουλάχιστον, γιατί ήταν συχνό φαινόμενο να χρησιμοποιούνται φωτογραφίες της σε βιβλία, συνήθως για τον Λι Φέρμορ, αλλά να παραλείπεται το όνομά της στα credit. «Οι περισσότερες φωτογραφίες είναι πρακτικά «άγνωστες». Αυτή είναι η πρώτη έκθεση μιας άγνωστης καλλιτέχνιδας» εξηγεί στο BHΜΑgazino η επιμελήτρια της έκθεσης και φίλη της, Ολίβια Στιούαρτ. Η ίδια τη γνώρισε το 1983 στην Καρδαμύλη και ήταν δίπλα της όταν πέθανε έπειτα από πτώση στο σπίτι της. Ηταν επίσης εκείνη στην οποία ο ανάστατος Πάτρικ Λι Φέρμορ (1915-2011) ζήτησε να μαζέψει από το δωμάτιό της έγγραφα που έπρεπε να τακτοποιηθούν.
Κάπως έτσι ανακάλυψε, όπως λέει, χάρτινα κουτιά παπουτσιών με αρνητικά και κοντάκτ, τον θησαυρό μιας ζωής που η Τζόαν είχε καταχωνιασμένο σε ένα ντουλάπι. «Σκεφτόμουν ότι αποτελούν ένα πολύτιμο ιστορικό αρχείο για την Ελλάδα αλλά για τη ζωή της» θα πει η Στιούαρτ. Από τότε ξεκίνησε έναν αγώνα για να συμπεριληφθεί η δουλειά της Φέρμορ σε κάποιο μεγάλο φωτογραφικό αρχείο. Επειτα από πολλές προσπάθειες, ανταποκρίθηκε η Εθνική Βιβλιοθήκη της Σκωτίας, «προτού αναλάβει και το αρχείο του Πάτρικ Λι Φέρμορ». Η Στιούαρτ φρόντισε να κυκλοφορήσει και η μονογραφία της σε συνεργασία με τον βιογράφο τού Τζον Κράξτον, Ιαν Κόλινς. Το βιβλίο έφερε την έκθεση στο Μπενάκη και η Ολίβια Στιούαρτ, παραγωγός ταινιών και σύμβουλος σεναρίων το επάγγελμα, έγινε τελικά ο άνθρωπος που συστήνει στον κόσμο την Τζόαν Λι Φέρμορ και ως καλλιτέχνιδα.
Γιατί δεν φρόντισε όμως ποτέ να το κάνει η ίδια όσο ζούσε; Αυτή που ήταν μια γοητευτική αριστοκράτισσα, κόρη του υπουργού Ναυτιλίας του Ηνωμένου Βασιλείου (1931-36) Μπόλτον Αϊρες Μόνσελ, και είχε εξ απαλών ονύχων τεράστιο πλούτο αλλά και εκτυφλωτική ομορφιά –«Corn Goddess» την αποκαλούσε ο Λόρενς Ντάρελ επειδή ήταν ψηλή, αδύνατη και με ξανθά κοντά μαλλιά. Για να μη μιλήσουμε για το ελεύθερο, ατίθασο πνεύμα της ή για τη σχέση της με τον Λι Φέρμορ όταν ήταν ακόμη παντρεμένη με τον δημοσιογράφο τής «Daily Express», Τζον Ράινερ.
«Ηταν μια πολύ συνεσταλμένη γυναίκα, καθόλου εγωκεντρική, και περιφρουρούσε την ιδιωτικότητά της. Ηταν τελειομανής σε όλα, γιατί αυτές ήταν οι προδιαγραφές της, όχι επειδή αποζητούσε την κριτική αποδοχή. Δεν είναι ότι δεν την ένοιαζε που δεν αναγνωριζόταν η δουλειά της, απλώς θεωρούσε ότι η δουλειά του Πάντι ήταν πιο σημαντική. Η Τζόαν δεν έβαζε ποτέ τον εαυτό της πρώτο» θυμάται για τη φίλη της η Στιούαρτ. Ευτυχώς που υπήρξε μια εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Οταν ήρθε στην Ελλάδα το 1945 ως γραμματέας του σκιτσογράφου και υπευθύνου Τύπου της βρετανικής πρεσβείας Οσμπερτ Λάνκαστερ ήταν ο Πάτρικ που έσπευσε να την ακολουθήσει ως υποδιευθυντής Ανωτέρων Αγγλικών Σπουδών του Βρετανικού Συμβουλίου. Είχαν πλέον κάτι καινούργιο στη ζωή τους που θα εδραίωνε τη σχέση τους: την ατέλειωτη αγάπη τους για την Ελλάδα. l
«Τζόαν Λι Φέρμορ: Φωτογράφος και αγαπημένη»: Μουσείο Μπενάκη, Ελληνικός Πολιτισμός, Κουμπάρη 1 & Βασ. Σοφίας, Κολωνάκι, 23/5-21/10.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Μαϊου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ