Η νεκρολογία ως δημοσιογραφική εξειδίκευση είναι αναμφίβολα αγγλοσαξονική υπόθεση. Οχι ότι δεν απαντάται σε άλλες σχολές ανά την υφήλιο. Απλώς δεν αντιμετωπίζεται ως διακριτή μορφή τέχνης. Στις 24 Δεκεμβρίου 1994, για παράδειγμα, ο «Economist» δημοσίευε έναν ύμνο στη διαχείριση του είδους από τη βρετανική δημοσιογραφία, επισημαίνοντας τη λειτουργία του ως «πηγή ανθρώπινου ενδιαφέροντος» και «μελλοντικού μωσαϊκού κοινωνικής ιστορίας»: «Αναγνωρίζοντας στιγμιαία το πέρασμα μιας ζωής υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι ο κόσμος μας διαμορφώνεται και χρωματίζεται όχι μόνο από τις πράξεις των μεγάλων ηγετών και την αλληλοδιαπλοκή των οικονομικών δυνάμεων, αλλά από αμέτρητους μικρότερου μεγέθους συνεργάτες, χορευτές, αεροπόρους, εφευρέτες, γιατρούς, διασκεδαστές, αρχιτέκτονες, αθλητές του κρίκετ, στοχαστές, εγκληματίες ή απλούς κομπάρσους στη σκηνή της Ιστορίας».
Κάτι παραπάνω από ένα τέταρτο του αιώνα ύστερα από αυτήν την υψιπετούς ρητορικής διακήρυξη εκδημοκρατισμού, οι «New York Times», η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη φήμη παγκοσμίως για την ακρίβεια της έρευνας και την ποιότητα της γραφής στο συγκεκριμένο αντικείμενο, όπως και η μοναδική για το τμήμα νεκρολογιών της οποίας έχει γυριστεί ολόκληρο ντοκιμαντέρ («Obit.», 2016), προέβαινε στην de facto ομολογία ότι επί δεκαετίες απέκλειε συστηματικά γυναίκες, Αφροαμερικανούς και μη λευκούς εν γένει από τη μεταθανάτια προβολή των επιτευγμάτων της ζωής τους. Ως αντιστάθμισμα (αν και αυτό δεν ειπώθηκε ποτέ τόσο ξεκάθαρα), οι «New York Times» ξεκίνησαν την ημέρα της Γυναίκας, στις 8 Μαρτίου 2018, ένα πρόγραμμα υπενθύμισης ξεχασμένων ανθρώπων: το «Overlooked» φιλοδοξεί πλέον να αποκαταστήσει την ισορροπία μεταξύ ανδρών και γυναικών, λευκών και μη, γηγενών και αλλοδαπών.
Τόσο ο διευθυντής του τμήματος νεκρολογιών των «New York Times», Γουίλιαμ Μακ Ντόναλντ, όσο και η υπεύθυνη της ψηφιακής του έκδοσης, Αμίσα Παντνάνι, φρόντισαν εξαρχής να προστατέψουν την υστεροφημία της εφημερίδας. «Δεν το κάναμε για λόγους ενοχής» δήλωνε ο πρώτος στα μέσα Μαρτίου στο ηλεκτρονικό περιοδικό «The Intercept». «Περισσότερο το κάναμε για λόγους περιέργειας και επιθυμίας να αναγνωρίσουμε πρόσωπα που για διάφορους λόγους είχαν παραλειφθεί». Σύμφωνα με την Παντνάνι, η παράλειψη σημαντικών ονομάτων όπως αυτά της ποιήτριας Σίλβια Πλαθ, της συγγραφέως Σαρλότ Μπροντέ ή της φωτογράφου Νταϊάν Αρμπους μπορεί να οφείλεται σε καθυστερημένη ενημέρωση για τον θάνατό τους ή απόρριψη από τον εκάστοτε αρχισυντάκτη για λόγους άσχετους με την ποιότητα του έργου τους.
Επισήμως όμως, διά του προλογικού σημειώματος που συνοδεύει την ψηφιακή έκδοση, η εφημερίδα άφηνε κατά μέρος τις γενικότητες θίγοντας το ζήτημα της δημόσιας μνήμης: «Το ποιον θυμόμαστε και με τι τρόπο συνδέεται εγγενώς με την άσκηση κρίσης. Κοιτάζοντας λοιπόν κανείς τα αρχεία των νεκρολογιών μπορεί να πάρει ένα σκληρό μάθημα για το πώς η κοινωνία αξιολογούσε διάφορα επιτεύγματα και εκείνους που τα είχαν επιτύχει». Με λίγα λόγια, οι «New York Times» έμμεσα παραδέχονταν ότι είχαν λειτουργήσει και οι ίδιοι ως φορείς προκαταλήψεων, στερεοτύπων και αποκλεισμών.
Με αφετηρία την προβολή της ισότητας στο πρόσωπο σημαντικών γυναικών του παρελθόντος, η εφημερίδα έχει μέχρι στιγμής εστιάσει σε 24 πρόσωπα (23 γυναίκες και έναν άνδρα) που ποικίλλουν από πρώιμες αγωνίστριες των πολιτικών δικαιωμάτων, όπως η γνωστή τότε δημοσιογράφος του Νότου Αϊντα Γουέλς (1862-1931), έως την Μαντουμπάλα (1933-1969), θρυλική ηθοποιό του Μπόλιγουντ και οικεία σε μια προηγούμενη γενιά Ελλήνων από το ομώνυμο άσμα που τραγούδησε το 1959 ο Στέλιος Καζαντζίδης. Τις παραγνωρισμένες διασημότητες Σίλβια Πλαθ, Σαρλότ Μπροντέ και Νταϊάν Αρμπους συμπληρώνουν η Εϊντα Λάβλεϊς (1815-1852), προικισμένη μαθηματικός της εποχής της και κόρη του λόρδου Βύρωνα, και η Μάργκαρετ Αμποτ (1878-1955), η πρώτη αμερικανίδα ολυμπιονίκης, νικήτρια στο γκολφ γυναικών της Ολυμπιάδας του Παρισιού, το 1900. Τη διαφορετικότητα ως σεξουαλικό προσανατολισμό, στάση ζωής ή ρόλο ενσαρκώνουν η διαφυλική ακτιβίστρια Μάρσα Π. Τζόνσον (1945-1992), η Μπέσι Σπρίνγκφιλντ (1911-1993), γνωστή ως «βασίλισσα μοτοσικλετίστρια του Μαϊάμι», αναβάτρια της δικής της Harley Davidson όταν ακόμη τέτοιες συνήθειες λογίζονταν άσεμνες για τις γυναίκες, και η ορειβάτισσα Αλισον Χάργκριβς (1962-1995) που κατέκτησε μόνη της, χωρίς ομάδα υποστήριξης και συσκευή οξυγόνου, την κορυφή του Εβερεστ, τον Μάιο του 1995.
Οι ιστορίες ωστόσο που μαγνητίζουν περισσότερο το βλέμμα είναι αυτές που ταιριάζουν περισσότερο με την περιγραφή του «Economist» –των «απλών κομπάρσων στη σκηνή της Ιστορίας». Γυναικών όπως η Χάριοτ Ντέιλι (1867-1957), η οποία το 1898 έγινε η πρώτη τηλεφωνήτρια του Καπιτωλίου στην τηλεφωνική υπηρεσία της αμερικανικής Γερουσίας, εξοικειώνοντας τους μάλλον απρόθυμους, σύμφωνα με τις περιγραφές της, νομοθέτες με την τεχνολογική πρωτοπορία της εποχής.
Εξίσου συναρπαστική είναι η αφήγηση της καριέρας της Μαρίας Μποτσκάρεβα (1889-1920), μιας από τις ελάχιστες αξιωματικούς του ρωσικού στρατού: διάσημη στον καιρό της, η Μποτσκάρεβα διοίκησε μια γυναικεία μονάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ταξίδεψε στο εξωτερικό, συναντήθηκε με τον αμερικανό πρόεδρο Γούντροου Γουίλσον και τον βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο Ε’, επιχείρησε να καταταγεί στις αντεπαναστατικές ομάδες που μάχονταν τον Κόκκινο Στρατό, συνελήφθη και εκτελέστηκε ως εχθρός του λαού.
Δεν θα πρέπει να δει κανείς την πρωτοβουλία των «New York Times» ως περίπτωση καθυστερημένης εφαρμογής της πολιτικής ορθότητας. Οι λεγόμενοι «πόλεμοι της κουλτούρας» έληξαν στην Αμερική τη δεκαετία του ’80 και στα χρόνια του Τραμπ ό,τι υπήρξε ορθό στο πολιτικά ορθό (ο σεβασμός των μειοψηφιών στον δημόσιο λόγο) έχει εξορκιστεί οριστικά. Πρόκειται όμως εδώ για διόρθωση που συμπίπτει με μια συγκεκριμένη συγκυρία και μια αντίστοιχη πρωτοβουλία ενός άλλου κορυφαίου θεσμού της αμερικανικής δημοσιογραφίας, του «National Geographic».
Αφιερώνοντας το τεύχος Απριλίου στο ζήτημα της φυλής και του ρατσισμού, το περιοδικό προχώρησε διά της διευθύντριάς του, Σούζαν Γκόλντμπεργκ, στην ομολογία ότι «για δεκαετίες η κάλυψή μας ήταν ρατσιστική. Για να αρθούμε υπεράνω του παρελθόντος μας, πρέπει να το αναγνωρίσουμε». Καθώς η έκδοση συνέπιπτε με την 50ή επέτειο από τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1968, οι ιθύνοντές της ανέθεσαν την επανεξέταση των πρότερων πρακτικών τους στον Τζον Εντουιν Μέισον, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια με ειδίκευση την ιστορία της φωτογραφίας και την ιστορία της Αφρικής.
Μελετώντας το αρχείο του «National Geographic» o Μέισον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το περιοδικό «έως τη δεκαετία του 1970 […] αγνοούσε τους εγχρώμους που ζούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, αναγνωρίζοντάς τους σπάνια ως κάτι παραπάνω από εργάτες ή υπηρέτες». Οσο για τους ιθαγενείς άλλων τόπων του κόσμου, εκείνοι παρουσιάζονταν στερεοτυπικά ως κυνηγοί ή ευγενείς άγριοι, συχνά χωρίς τα ρούχα τους –ειδικά αν επρόκειτο για γυναίκες. «Αντίθετα με περιοδικά όπως το «Life», το «National Geographic» δεν έκανε πολλά για να απομακρύνει τους αναγνώστες του από τα εγκαθιδρυμένα στερεότυπα της αμερικανικής κουλτούρας. […] Το «National Geographic» δεν δίδασκε, αλλά περισσότερο ενίσχυε τα μηνύματα που [οι άνθρωποι] είχαν ήδη λάβει και αυτό γινόταν σε ένα περιοδικό τεράστιου κύρους. […] Υπήρχε μια γραμμή χρώματος και το «National Geographic» αντικατόπτριζε αυτήν ακριβώς την όψη του κόσμου».
Ο συσχετισμός με το φυλετικό ζήτημα είναι ενδεικτικός και για το κλίμα στο οποίο ωρίμασε η πρωτοβουλία των «New York Times». Οπως έγραφε στις 8 Μαρτίου η υπεύθυνη της ψηφιακής έκδοσης των νεκρολογιών, Αμίσα Παντνάνι, η αρχική ιδέα προέκυψε τους πρώτους μήνες του 2017 στο περιθώριο των έντονων συγκρούσεων που είχαν ξεσπάσει στη δημόσια σφαίρα έπειτα από μια σειρά φόνων μαύρων πολιτών από αστυνομικούς σε διάφορες Πολιτείες, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα χωρίς λογοδοσία, σε άλλες με ευνοϊκή δικαστική μεταχείριση των θυτών. Στο φως του χειμάρρου αποκαλύψεων για τα πεπραγμένα του Χάρβεϊ Γουάινστιν και των ομοίων του, η αντίστοιχη κατάθεση μαρτυριών που συνόδευσε την ανάδυση του κινήματος διαμαρτυρίας «Black Lives Matter» ξεχάστηκε, όπως όμως θυμίζει η Παντνάνι σε εκείνη τη χρονική στιγμή πολλοί μίλησαν δημόσια για «προσωπικές ιστορίες αδικίας και διακρίσεων, υποτιμητικών και μειωτικών συμβάντων που τους έκαναν να αμφισβητούν την αίσθηση τού ανήκειν τους στον κόσμο».
Στο παραπάνω πλαίσιο η κίνηση των «New York Times» άγγιξε οπωσδήποτε μια χορδή του αμερικανικού κοινού. Οταν οι συντελεστές του προγράμματος κάλεσαν τους αναγνώστες να ανταποκριθούν με τις δικές τους προτάσεις για μελλοντικές δημοσιεύσεις, είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί έσπευσαν να προτείνουν δικούς τους συγγενείς, δίνοντας έμφαση στην ανάδειξη ανθρώπων της καθημερινότητας. Περισσότερες από 2.600 παρόμοιες προτάσεις απευθύνθηκαν προς την εφημερίδα, η οποία ανέβασε στον δικτυακό της τόπο μια πρώτη επιλογή από αυτές στις 21 Μαρτίου.
Από την άλλη πλευρά, δεν έλειψε και η κριτική της εν λόγω πρωτοβουλίας. Σύμφωνα με άρθρο του ηλεκτρονικού περιοδικού «The Intercept» στις 18 Μαρτίου, η λογική που αποδίδει τους έως τώρα αποκλεισμούς της εφημερίδας στην κομφορμιστική συμμόρφωση με τα στερεότυπα της ευρύτερης κοινωνίας δεν φαντάζει απόλυτα πειστική. Παρά το γεγονός ότι το 60% των δημοσιογράφων που προσλήφθηκαν στην εφημερίδα το 2017 είναι γυναίκες και το 35% μη λευκοί, η αρθρογράφος Σάγια Μοχάτζερ σημειώνει ότι το ουσιαστικό πρόβλημα είναι άλλο: όχι οι περιορισμοί της Ιστορίας, αλλά οι περιορισμοί των αντιλήψεων του τι συνιστά είδηση. «Είναι σαφές ότι για μακρό χρονικό διάστημα δύο τρόποι υπήρχαν ώστε να συμπεριληφθεί κανείς στη σελίδα των νεκρολογιών των «New York Times»: το να είναι κανείς πολύ σημαντικός ή να είναι πολύ παράξενος ή ασυνήθιστος». Οι «ευχάριστες αφηγήσεις» υπερτερούσαν των κριτηρίων της είδησης. Για μια εφημερίδα που πορεύεται από το 1896 με το μότο «All the News that’s Fit to Print» στην πρώτη σελίδα της, η κριτική είναι αυστηρή, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δίκαιη. Τώρα μένει να εξιλεωθεί διά της έμπρακτης μεταμέλειας.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Μαϊου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ