«Εμείς μάλλον χάσαμε το μυαλό μας και φτιάξαμε έναν δίσκο με 16 τραγούδια»
Αυτό γράφει, μεταξύ άλλων, στο σημείωμά της στο βιβλιαράκι του νέου της cd η Ελένη Τσαλιγοπούλου. Ισως ένιωθε ότι χρωστούσε στους θαυμαστές της (κόντρα στις επιταγές της εποχής) άφθονο υλικό, μια και έχουν ήδη περάσει επτά χρόνια από το τελευταίο δισκογραφικό της εγχείρημα. Το νέο της άλμπουμ, «Των φίλων τα σπίτια» ο τίτλος του, θα κυκλοφορήσει εντός ολίγων ημερών από τη Feelgood Records και αποτελεί μια πολυσυλλεκτική δουλειά όπου η δημοφιλής τραγουδίστρια ξεδιπλώνει τις διάφορες πτυχές της: τη γυναίκα-κορίτσι, τη θεραπαινίδα της παράδοσης, την αισθαντική ερμηνεύτρια. Υπάρχουν μουσικές που υπογράφει η ίδια μαζί με τον Σπύρο Χατζηκωνσταντίνου, συνεισφορές παλιών γνώριμων (Κώστας Λειβαδάς, Νίκος Ζούδιαρης, Σταύρος Σιόλας, Γιώργος Ανδρέου), αλλά και συνθέσεις από πιο πρόσφατες αφίξεις στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού (Αποστόλης Βαλαρούτσος, Κώστας Μπουντούρης, Αριστείδης Χατζησταύρου). Ομοίως μακρά, εντυπωσιακή και πληθωρική και η λίστα με τα ονόματα των στιχουργών.
Κυρία Τσαλιγοπούλου, γράψατε ξανά μουσική για αυτόν τον δίσκο, όπως και στον προηγούμενο, αλλά δεν έχετε δοκιμαστεί καθόλου στον στίχο. Γιατί; «Να πω πρώτα πως δεν θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτρια. Εχω όμως αποκτήσει έναν μουσικό κώδικα μετά από τα περισσότερα από 30 χρόνια που τραγουδάω, έναν δικό μου μουσικό κόσμο. Θα μου άρεσε πάρα πολύ να μπορούσα να γράφω στίχους, στενοχωριέμαι που δεν είμαι καλή σε αυτό. Εχω, βέβαια, εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που ξέρουν καλά τη γλώσσα. Τους λέω εντομολόγους, γιατί μπορούν να «φωτογραφίσουν» μια στιγμή, μια λεπτομέρεια, και βασισμένοι σε αυτήν να γράψουν ένα υπέροχο κείμενο. Από τους στίχους ξεκινάω πάντα όταν αποφασίζω να πω κάτι».
Πώς και τολμήσατε να βγάλετε έναν δίσκο με τόσα τραγούδια σε μια εποχή που τα άλμπουμ δεν πουλάνε; «Η δισκογραφία έχει πράγματι πάρει άλλη τροπή, όμως είτε βγάλεις oκτώ είτε δεκαπέντε τραγούδια είναι το ίδιο, αφού δεν υπάρχει ραδιόφωνο που να επιτρέπει στους παραγωγούς εύκολα να παίξουν κάποιο κομμάτι πέραν αυτών που προωθούνται ως singles. Ετσι το τόλμησα λοιπόν».
Τι χρειάζεται να συμβεί για να απελευθερωθεί κανείς και να χορεύει όπως εσείς επάνω στη σκηνή; «Νομίζω ότι έρχεται μια στιγμή που πετάς τα περιττά και καταλαβαίνεις πόσο σε αφορά η τέχνη σου. Τα τελευταία χρόνια όλοι οι τραγουδιστές βασιζόμαστε στο live, εκεί δίνουμε βαρύτητα. Ηθελα να αποβάλω λοιπόν τη συστολή –με την κακή έννοια τη λέω τη λέξη -, το να είσαι κάπως επάνω στη σκηνή, τη σοβαροφάνεια, να το παίζεις ντίβα, σταρ. Προσπαθώ μέσα από την αλήθεια μου να γίνουμε όλοι ένα και να μεταφέρω τα συναισθήματα που χρειαζόμαστε: την ελευθερία, τη χαρά, τη συγκίνηση, τον διονυσιασμό, την ευαισθησία. Και τα παπούτσια μου που τα βγάζω συνήθως κατά τη διάρκεια του προγράμματος το κάνω επειδή έχω μεγαλώσει πια και δεν μπορώ να στέκομαι δύο ώρες πάνω στα ψηλοτάκουνα. Τα φοράω, τα δείχνω και τα βγάζω μετά. Το πιο αστείο είναι ότι αν δεν τα βγάλω ο κόσμος νομίζει ότι δεν έχω περάσει καλά».
Είναι πιο εύκολο για έναν καλλιτέχνη να ξεπεράσει τις φοβίες του; Και αν ναι, αυτό γίνεται επειδή χρειάζεται να βουτάει πιο συχνά στα άδυτα του ψυχισμού του; «Νομίζω πως ναι, αλλά για εμένα είναι πιο απλή η εξήγηση: γιατί μπορεί και εκτονώνει την αρνητική ενέργεια, είτε είναι σωματική, πυρετός, αρρώστια, είτε μια δύσκολη κατάσταση ψυχολογική. Εγώ μόλις ανεβαίνω στη σκηνή ό,τι και να μου συμβαίνει περνάει, εξαφανίζεται. Χωρίς προσπάθεια, χωρίς αντιπυρετικό, χωρίς να πάω για ψυχανάλυση. Η χύτρα της ανθρώπινης υπόστασης ανοίγει τη βαλβίδα της».
Τι λειτουργεί σαν βάλσαμο; Η αγάπη του κοινού; «Ειδικά όσον αφορά την τέχνη του τραγουδιού, που είναι η πιο λαϊκή μορφή τέχνης, και μόνο η χαρά της αγάπης που εισπράττεις σε κάνει να μην είσαι κομπλεξικός άνθρωπος –νομίζω ότι και οι πολιτικοί θα ήθελαν να είναι τραγουδιστές κατά βάθος, αφού αυτή την αποδοχή κυνηγάνε. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, όμως. Εγώ, ως πολύ νεαρή μάνα μικρού παιδιού που αποφάσισε να χωρίσει για να γίνει τραγουδίστρια, ήρθα αντιμέτωπη με την κατακραυγή, το φτύσιμο μιας μικρής, συντηρητικής πόλης της ελληνικής επαρχίας. Το πλήρωσα το όνειρό μου.
Μετά από αυτό που πέρασα επέλεξα εγώ να πω τα «ναι» και τα «όχι» μου όπως ένιωθα ότι έπρεπε. Δεν ήθελα την ευκολία, αλλά τη δυσκολία, γιατί η τέχνη είναι όλη μου η ζωή. Και ξέρετε πόσα πράγματα έχασα; Δεν μπόρεσα να γίνω καλή σύζυγος, καλή μητέρα, καλή φίλη. Μέχρι τα 40 δεν μπορούσα να ανταποκριθώ σε κανέναν από αυτούς τους ρόλους. Η δουλειά ήταν τα πάντα για εμένα. Δεν προλάβαινα να πάρω αναπνοή. Ειδικά εκείνα τα χρόνια που τραγουδούσαμε κάθε βράδυ σχεδόν. Τουλάχιστον τώρα με την κρίση έγινε η διορθωτική κίνηση. Είναι πιο δύσκολο το οικονομικό, αλλά το προτιμώ χίλιες φορές αυτό. Χαίρομαι πάντως που ο κόσμος με αγαπάει και νομίζω ότι χάρη σε αυτή την αγάπη μεγαλώνω υγιώς, με περισσότερη ψυχική ηρεμία».
Στην εικόνα που είχαν οι άλλοι για εσάς εγκλωβιστήκατε ποτέ; «Πολλές φορές γίνεται αυτό. Είμαι όμως και μια ιδιαίτερη περίπτωση. Οταν ξεκίνησα τραγουδούσα πολύ ωραία τα σμυρναίικα, τα λαϊκά, τα ρεμπέτικα. Ο πρώτος μου δίσκος ήταν ωστόσο το «Σώπα κι άκουσε» που είχε πιο ηλεκτρικό ήχο. Μετά ακούστηκε το «Να με προσέχεις», που ήταν μια μπαλάντα. Εφτασα τώρα να έχω στη δισκογραφία μου ελάχιστα λαϊκά τραγούδια. Στη συνείδηση του κόσμου έχω καταγραφεί ως λαϊκή τραγουδίστρια, αλλά σχεδόν ό,τι έχω ηχογραφήσει είναι πιο πολύ ποπ. Η στάμπα της λαϊκής τραγουδίστριας είναι ευχή και κατάρα. Για πολλούς θα παραμείνω για πάντα η Ελενίτσα. Λέω καμιά φορά στη Δήμητρα Γαλάνη: «Αχ, Δήμητρα, γέρασα». Και μου απαντάει: «Εσύ; Εσύ παιδί μου και στα ογδόντα η Ελενίτσα θα είσαι»».
Με τον τίτλο του άλμπουμ αποτίνετε φόρο τιμής στη φιλία. Πώς ξεχωρίζει ένας αναγνωρίσιμος άνθρωπος τους αληθινούς φίλους από τους κόλακες και τους αυλικούς; «Τους καταλαβαίνεις τους κόλακες, τους ανέχεσαι για πολύ λίγο, δεν μπορείς να τους κρατάς κοντά σου. Μια φορά κατάλαβα επίσης ότι υπήρχε κάποιος στο στενό μου περιβάλλον γιατί εγώ ήμουν πολύ πιο ισχυρή, πιο δυνατή, και επρόκειτο για έναν άνθρωπο που είχε την τάση να θυματοποιεί τον εαυτό του. Το συζητήσαμε και σταματήσαμε να κάνουμε παρέα γιατί πολύ απλά δεν το άντεχα. Θα πω βέβαια ξανά ότι μετά τα 40 απέκτησα σοβαρά φίλους, πριν δεν είχα, δεν υπήρχε χρόνος. Και είμαι και αρκετά συνεπής απέναντί τους. Πάντως, ενώ γενικώς έχω μια αλεγρία και φαίνομαι εξωστρεφής, είμαι σχετικά κλειστός άνθρωπος».
Το καλοκαίρι, πέρα από τις δικές σας συναυλίες, θα συμμετάσχετε και στο μεγάλο αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη που διοργανώνει το «Ολοι Μαζί Μπορούμε». Ποια τραγούδια θα θέλατε να πείτε; «Τσιτσάνης είναι, ό,τι και να πω χαρούμενη θα είμαι. Ειδικά αν είναι κάποιο της Μαρίκας Νίνου, που είναι η αγαπημένη μου. Πάτησα πάνω στη Νίνου. Επινόησε έναν τρόπο ερμηνείας που φαίνεται πολύ σύγχρονος ακόμη και σήμερα, ήταν μπροστά από την εποχή της. Ακούς πώς λέει το «Πες μου αν με βαρέθηκες» του Μανώλη Χιώτη και παθαίνεις πλάκα. Είναι μία από τις ηρωίδες μου».
Υπάρχει ένα τραγούδι στον δίσκο, το «Με αγάπη πια δεν μοιάζει», που είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με ό,τι έχετε ηχογραφήσει… «Μιλάει για το πώς νιώθουμε εμείς οι γυναίκες με ευνουχισμένους άνδρες δίπλα μας, έτσι το διαβάζω. Ζούμε σε μια εποχή που οι γυναίκες έχουν ευνουχίσει τους άνδρες και έχουν μείνει και οι γυναίκες μόνες και οι άνδρες φοβισμένοι. Και όσο πάμε σε μικρότερες ηλικίες, θα δούμε ότι τα αγόρια τρέμουν τα κορίτσια, τα οποία από τη φύση τους είναι πιο ολοκληρωμένες προσωπικότητες σε εκείνη τη φάση. Γενικά η γυναίκα έχει άλλου είδους εκτόπισμα, αλλά φοβάμαι πως έχει παραγίνει η κατάσταση».
Δεν θα πρέπει και οι άνδρες να το πάρουν απόφαση ότι η δυναμική στις σχέσεις των φύλων έχει αλλάξει; «Νομίζω ότι περάσαμε στην αντίπερα όχθη, δεν βλέπω γυναίκες ευτυχισμένες, βλέπω γυναίκες που δεν ξέρουν τι θέλουν. Σαφώς και υπάρχει ο αγώνας για την ισότητα, για τα ίδια δικαιώματα, κατά του σεξισμού, όμως κάποιες φορές αναρωτιέμαι τι ακριβώς ζητάμε όσον αφορά τις σχέσεις, κάπου έχει ξεφύγει το πράγμα».
Τις προηγούμενες ημέρες συζητούσαμε νυχθημερόν για τον μουσικό διαγωνισμό της Eurovision. Σας ενοχλεί να καταλαμβάνεται τόσο μεγάλο μέρος του δημόσιου λόγου από έναν τέτοιο θεσμό; «Γνωρίζω ότι πίσω από κάθε μεγάλο ντόρο κρύβεται το γεγονός ότι κάποιοι βγάζουν πολλά χρήματα από αυτή την ιστορία. Η Ελένη Φουρέιρα είναι ένα πρόσωπο που ταιριάζει στο θέμα Eurovision, συνδυάζει εικόνα, φωνή και κίνηση –δεν κατάλαβα βέβαια τι έλεγε το τραγούδι της –αλλά αυτό που κλήθηκε να κάνει το έκανε τέλεια. Βγάζω όμως το καπέλο σε αυτούς που ψήφισαν και ανέβασαν στην πρώτη θέση πέρυσι το τραγούδι που εκπροσωπούσε την Πορτογαλία, γιατί είχε μια συγκινητική ευαισθησία και δεν περίμενα να διακριθεί».
Τα φαινόμενα της πίστας, ο Ρέμος ή η Πάολα φέρ’ ειπείν, σας ασκούν οποιουδήποτε είδους γοητεία; «Θεωρώ ότι είναι πολύ μάγκες όσοι τραγουδάνε στους αχανείς αυτούς χώρους και κάθονται τόσες ώρες, μέχρι το πρωί, με την ένταση να χτυπάει κόκκινο. Είναι δύσκολη εργασία. Εγώ αισθάνομαι τσικό μπροστά σε αυτούς, δεν θα μπορούσα να το κάνω ποτέ, εδώ τραγουδάω δυόμισι ώρες και είμαι κουρέλι μετά. Θέλω τη μαμά μου. Να πω όμως εδώ ότι άλλο το τι ακούγεται στην πίστα και άλλο τι δισκογραφεί ο καθένας. Ο Ρέμος έχει πει στους δίσκους του και κάποια πολύ ωραία τραγούδια. Εμένα πάντως δεν με ενδιαφέρει η καθαρή διασκέδαση, με ενδιαφέρει η τέχνη του τραγουδιού, διότι κουβαλάω μνήμη. Θέλω στις εμφανίσεις να υπάρχει θέση και για την παράδοσή μας, αλλά είναι πιο ευαίσθητα πράγματα αυτά, χρειάζονται συγκεκριμένες συνθήκες».
Υπάρχουν νέοι καλλιτέχνες στους οποίους θα ποντάρατε για το μέλλον; «Είναι τόσο ρευστή η εποχή που δεν ξέρω αν θα μπορούσα να μιλήσω για το μέλλον. Από τη νεότερη γενιά, τη Μαρίνα Σάττι την εκτιμώ πολύ, κάνει κάτι με τον δικό της τρόπο και ο κόσμος ανταποκρίνεται σε αυτό. Περιμένω να δω την εξέλιξή της γιατί δεν αρκεί ένα τραγούδι. Υπάρχουν φυσικά παιδιά που έχουν δώσει ήδη δείγμα γραφής, η Ελεωνόρα
Ζουγανέλη ή η Νατάσσα Μποφίλιου που έχει επιμείνει στην τριάδα συνθέτης-στιχουργός-ερμηνεύτρια και πολύ καλά έχει κάνει. Μου αρέσει πολύ και η Μαρίζα Ρίζου. Εχω προσέξει και άλλες ωραίες φωνές, στο YouTube ή στο ραδιόφωνο, και εύχομαι να υπάρξει ξανά αυτό που είχαμε ζήσει με το έντεχνο στη δεκαετία του ’90, τότε που σαν να υψώσαμε όλοι μαζί ένα τείχος και άνθησαν πολλά πράγματα. Μου λείπει όμως το κάτι καινούργιο, ακούω πράγματα που σε κάτι παλιό πατάνε. Ολοι αυτοί που ανέφερα έχουν ταλέντο, θα ήθελα να δούμε τι νέο έχουν να προτείνουν».
Ζουγανέλη ή η Νατάσσα Μποφίλιου που έχει επιμείνει στην τριάδα συνθέτης-στιχουργός-ερμηνεύτρια και πολύ καλά έχει κάνει. Μου αρέσει πολύ και η Μαρίζα Ρίζου. Εχω προσέξει και άλλες ωραίες φωνές, στο YouTube ή στο ραδιόφωνο, και εύχομαι να υπάρξει ξανά αυτό που είχαμε ζήσει με το έντεχνο στη δεκαετία του ’90, τότε που σαν να υψώσαμε όλοι μαζί ένα τείχος και άνθησαν πολλά πράγματα. Μου λείπει όμως το κάτι καινούργιο, ακούω πράγματα που σε κάτι παλιό πατάνε. Ολοι αυτοί που ανέφερα έχουν ταλέντο, θα ήθελα να δούμε τι νέο έχουν να προτείνουν».
Υπάρχει κάτι που σας αγχώνει όταν μπαίνετε στο στούντιο για να γράψετε τραγούδια; «Το πώς θα πετάξω όλο το ψέμα της ωραιοπάθειας, του να αρέσκεσαι να ακούς τη φωνή σου. Αυτό σου το δίνει ο χρόνος. Η πείρα σε βοηθάει να είσαι ειλικρινής μέσα στο αίσθημα ενός τρίλεπτου τραγουδιού. Αυτό είναι το μεγάλο άγχος ημών των τραγουδιστών στο στούντιο, διότι «ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει», που λένε. Η αλήθεια δεν με έχει προδώσει ποτέ. Οσο ήμουν πιο νάρκισσος και σκεφτόμουν «τι φωνή που έχω η άτιμη», έκανα λάθη. Εχει και η νιότη τα στραβά της».
Τη φωνή σας την προσέχετε; «Δεν είμαι καθόλου πειθαρχημένη. Προσπαθώ να κόψω το τσιγάρο γιατί καπνίζω πολλά χρόνια πια. Δεν προσέχω τη διατροφή μου, μου αρέσει πολύ να τρώω, να πίνω τα κρασιά μου, τα τσίπουρά μου –γιατί είμαι και από τη Νάουσα, μου αρέσει να βρίσκομαι με τους φίλους μου και να ζω χαλαρά. Δεν γυμνάζομαι, λάθος μου, το παραδέχομαι, δεν τα λέω αυτά για να κάνω την έξυπνη. Δεν έχω κανένα σύστημα για να προφυλάσσομαι. Το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνω είναι να κόψω το τσιγάρο για να έχω μπροστά μου ίσως μια δεκαπενταετία σε καλή φωνητική κατάσταση, προκειμένου να ασχοληθώ με τα δύσκολα πράγματα που θέλω. Θα ήθελα να κάνω ένα αφιέρωμα στον Απόστολο Καλδάρα και στον Γιάννη Σπανό, θέλω να τραγουδήσω διαφορετικά κάποια παραδοσιακά τραγούδια».
Σας τρομάζει το ενδεχόμενο να μην μπορείτε κάποια στιγμή να τραγουδάτε; «Δεν έχω το εργαλείο που είχα στα 25 ή στα 30 μου. Μέσα στα χρόνια, όμως, αυτό που έχει σημασία είναι η ερμηνεία, και αυτή έρχεται μόνο μέσα από τη ζωή, μόνο έτσι εισχωρείς σε βάθος. Ποτέ δεν έφτασε μόνο μια καλή φωνή, πρέπει να είσαι και ένας έξυπνος ερμηνευτής, ένας αληθινός ερμηνευτής. Θα με ρίξει πολύ το να χάσω τη φωνή μου, όμως δεν ξέρω αν θα έχω και την όρεξη να ανεβαίνω στη σκηνή σε μεγάλη ηλικία. Θα ήθελα να γίνω γιαγιά με την ησυχία μου, να έχω ένα εγγονάκι, να ξαναγίνω μια πιο απλή γυναίκα. Να με ενδιαφέρει το νοικοκυριό μου και όχι οι σύνθετες, καθημερινές έγνοιες που είναι συνυφασμένες με το τραγούδι και την έκθεσή μου στη σκηνή. Οταν πάψει να είναι το live η ζωή μου, εύχομαι να είμαι μια σπουδαία γιαγιά και μια κανονική γυναίκα. Αν ζήσω πολλά χρόνια».
Αισιόδοξη είστε; «Οχι, θεωρώ ότι είναι μη αναστρέψιμη αυτή η κατάσταση και ίσως έρθουν και χειρότερες μέρες, γιατί τα προβλήματα μεγεθύνονται, γίνονται παγκόσμια. Εμείς οι Ελληνες, πάντως, για πολλά χρόνια ασελγήσαμε πάνω στη ζωή μας, όλοι θέλαμε να την κάνουμε πιο εύκολη, να γίνουμε πλούσιοι, ζητούσαμε ρουσφέτια. Είμαστε βέβαια τυχεροί και έχουμε αυτό το φως. Νομίζω πως ο καθένας πρέπει να βρει τη δική του άκρη, τον τρόπο να ζει πιο ουσιαστικά, με λιγότερα ίσως. Δεν μπορούμε να περιμένουμε μόνο από το πολιτικό σύστημα τις λύσεις, πρέπει να κάνουμε κάτι κι εμείς, να βρούμε τι μας βοηθάει να είμαστε ψυχικά υγιείς. Το πολύ άγχος δεν οδηγεί πουθενά».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Μαϊου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ