«Η φασιστική επίθεση εναντίον του Γιάννη Μπουτάρη σηματοδοτεί έναν κίνδυνο για τη δημοκρατία και την ομαλότητα στη χώρα». Με αυτά τα λόγια ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης καταδίκασε με το πιο σκληρό τρόπο την επίθεση εναντίον του δημάρχου Θεσσαλονίκης καλώντας «τις πολιτικές δυνάμεις, δεξιές και αριστερές, που με οποιοδήποτε τρόπο έχουν κατά καιρούς ανεχθεί τη βία ή έχουν σιωπήσει» να κάνουν γενναία αυτοκριτική.
Θα ήθελα να κάνω μία παρατήρηση: εκείνοι που έχουν συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία του κλίματος μίσους στην ελληνική κοινωνία, οι ηθικοί αυτουργοί, οι ιδεολογικοί καθοδηγητές εκείνων που επιτέθηκαν στον Γιάννη Μπουτάρη, επέλεξαν να είναι απόντες από τη σημερινή συνεδρίαση.
Φαινόμενα αντικοινοβουλευτισμού, που συγκεκριμενοποιούνται με προσωπικές επιθέσεις σε φορείς πολιτικών αξιωμάτων, συναντήθηκαν με την δυσανεξία απέναντι σε αυτούς που μπορεί να έχουν μία διαφορετική γνώμη. Με αυτά ήρθε αντιμέτωπος ο Γιάννης Μπουτάρης.
Και με ένα τρίτο: Δυστυχώς στην χώρα έχουμε μεγάλη παράδοση βίας. Είμαστε η τελευταία χώρα που βίωσε εμφύλιο και ποτέ δεν φροντίσαμε οι πληγές να κλείσουν οριστικά. Πίσω από την επίθεση υπάρχει ένας απροσδιόριστος αριθμός ανθρώπων οι οποίοι έχουν διαπαιδαγωγηθεί με τέτοιο τρόπο τα τελευταία χρόνια, ούτως ώστε να μην ανέχονται οποιαδήποτε διαφορετική άποψη. Ιδίως, όταν αφορά στα εθνικά θέματα.
Πρέπει χωρίς περιφράσεις, χωρίς «ναι μεν αλλά», χωρίς αστερίσκους να καταδικάσουμε τη βία. Δεν είναι ανεκτή σε μία σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, σε μία δημοκρατία.
Μία κοινωνία που τα χει κάπως χαμένα εδώ και πάρα πολλά χρόνια είναι φυσικό να προσπαθεί να βρει απελπισμένα ενόχους. Και το πιο φυσικό είναι να προσπαθεί να βρει ενόχους ανάμεσα στους αιρετούς άρχοντες. Δυστυχώς, υπάρχει και στους κόλπους της πολιτικής ελίτ της χώρας μία μεγάλη κατηγορία που ποντάρει πάνω σε αυτό και κοιτάει να το εκμεταλλευτεί και να το κατευθύνει. Κερδίζει από το μίσος και τη διχόνοια. Η φασιστική επίθεση εναντίον του Γιάννη Μπουτάρη δεν πρέπει επιδερμικά να ερμηνευθεί ως εκτροπή κάποιων λίγων φανατικών. Σηματοδοτεί έναν κίνδυνο για τη δημοκρατία και την ομαλότητα στη χώρα. Οι πολιτικές δυνάμεις, δεξιές και αριστερές, που με οποιοδήποτε τρόπο έχουν κατά καιρούς ανεχθεί τη βία ή έχουν σιωπήσει πρέπει να κάνουν γενναία αυτοκριτική. Ιδίως ο Σύριζα που στην περίοδο πριν από την άνοδό του στην εξουσία δεν καταδίκαζε απερίφραστα, όπως επιβάλλεται, τη βία εναντίον πολιτικών προσώπων.
Δεν επιτρέπεται ένας δήμαρχος όπως ο Μπουτάρης να μην μπορεί να κυκλοφορήσει ελεύθερα στην πόλη του. Και εγώ έχω υποστεί επιθέσεις από διάφορες κατευθύνσεις και δυστυχώς σε μία περίπτωση ήμουν με την οικογένειά μου. Είναι μία οδυνηρή εμπειρία. Αυτό είναι κάτι απαράδεκτο το οποίο πρέπει να σταματήσει. Δεν θα τους κάνουμε την χάρη να εξαφανιστούμε.
Δεν θα τους περάσει.»