Σχόλια, επικρίσεις, αλλά και τριγμούς στο πολιτικό και δικαστικό σκηνικό έχει προκαλέσει η πρωτόγνωρη στα χρονικά της Μεταπολίτευσης παραίτηση του Νικολάου Σακελλαρίου από τον θώκο του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τόσο ο αιφνιδιαστικός της χαρακτήρας σαράντα ημέρες πριν από την επίσημη αποχώρησή του όσο και ο αντιμνημονιακός μανδύας υπό τον οποίο ενδύθηκε αφήνουν περιθώρια για πλείστες όσες εικασίες και σενάρια, όχι μόνο για το παρόν, αλλά και για το μέλλον της δημόσιας παρουσίας. Που δεν περιορίζονται στην ερμηνεία την οποία ο ίδιος επέλεξε, περί αδυναμίας του να ελέγξει τις διαρροές στις διασκέψεις για τον νόμο Κατρούγκαλου.
Η ανακοίνωση της παραίτησης on camera, η ένδυσή του με τήβεννο –καταχρηστικά, επιμένουν ανώτατοι δικαστές -, η φορτισμένη εκφορά του λόγου του, έκαναν θεατράλε τη στιγμή. Η δήλωση προσομοίαζε με πολιτικό μανιφέστο, διόλου σύνηθες για δικαστή, προκαλώντας τη μήνιν πολλών λειτουργών, καθώς στην ουσία επεχείρησε να τους χωρίσει σε δύο στρατόπεδα –είναι ενδεικτική η οργίλη ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών (από νέους και άξιους λειτουργούς) του ΣτΕ. Στο φόντο, δύο θρησκευτικές εικόνες και μία αναφορά στον Θεό: χαρακτηρίζοντας επώδυνη την απόφασή του, δήλωσε ότι έχει ήσυχη τη συνείδησή του, διότι δεν αποχωρεί αμαχητί, «αφού όλα αυτά τα χρόνια αγωνίστηκε με τη βοήθεια του Θεού τον αγώνα τον καλό».
Οι σχέσεις με την Εκκλησία
Δεν αποτελεί κοινό μυστικό η στενή σχέση του κ. Σακελλαρίου με την Εκκλησία και προσωπικά με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο· είναι αρκετοί που εκτιμούν ότι στη συγκεκριμένη σχέση οφείλεται εν πολλοίς η ανάδειξη του κ. Σακελλαρίου στην κορυφή του ΣτΕ από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, με προσωπική συναίνεση του Αλέξη Τσίπρα. Ο κ. Σακελλαρίου είχε μέχρι τότε εκφράσει τις αντιμνημονιακές πεποιθήσεις του, ουδέποτε ωστόσο ήταν πολιτογραφημένος στον χώρο της Αριστεράς. Την περίοδο κατά την οποία ανεδείχθη άλλωστε αυτό που συζητούνταν έντονα ήταν το πόσο κρίσιμη είχε αποβεί μία ψήφος του στο αρμόδιο Δικαστήριο, ώστε να προσμετρώνται ως έγκυρα τα λευκά ψηφοδέλτια στη διαμόρφωση του εκλογικού μέτρου –εξέλιξη που είχε ευνοήσει εκλογικά τον Αχιλλέα Καραμανλή, ύστερα από περιπέτεια με την έδρα του στις Σέρρες.
Η σύγκρουση του προέδρου του ΣτΕ με την κυβέρνηση ήταν τόσο σφοδρή που ο παραιτηθείς πρόεδρος έχασε –όπως λέγεται –και τον τελευταίο δίαυλο επικοινωνίας με την κυβέρνηση, από τους λιγοστούς που είχαν απομείνει μετά την εκδίκαση της υπόθεσης των τηλεοπτικών αδειών. Ο ίδιος διήνυε ούτως ή άλλως δύσκολη περίοδο εντός του Δικαστηρίου, καθώς εκ της φύσεώς του δεν υπήρξε ποτέ ο χαρισματικός εκείνος πρόεδρος που θα μπορούσε να το διευθύνει μαεστρικά. Μοναχικός, εσωστρεφής, χωρίς επικοινωνιακά προσόντα, κρίθηκε από πολλούς συναδέλφους του «στρυφνός» και «απόμακρος». Πληροφορίες κάνουν μάλιστα λόγο για επιστολές από ανώτατους δικαστές στις οποίες τού ασκούνταν σφοδρή κριτική για τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν σε θέματα εσωτερικής λειτουργίας του Δικαστηρίου.
Δεν αποκλείεται η «βουτιά»
Ενδεικτική της ιδιοσυγκρασίας του είναι και η στάση του αφότου παραιτήθηκε. Παρά το γεγονός ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει κάνει –με δημόσια ανακοίνωση –αποδεκτή την παραίτησή του, εν τούτοις ο κ. Σακελλαρίου συνεχίζει να πηγαίνει κανονικά στο Δικαστήριο –ενώ καθήκοντα προεδρεύοντος στο ΣτΕ ασκεί πλέον ο αρχαιότερος αντιπρόεδρος Αθανάσιος Ράντος, που είναι ένας από τους βασικούς υποψηφίους για τη διαδοχή του.
Οι αληθινές προθέσεις του κ. Σακελλαρίου θα καταδειχθούν στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον στρέφεται τώρα στην ανάδειξη του νέου προέδρου του ΣτΕ, τη χρονική στιγμή που αυτή θα συμβεί (ίσως και νωρίτερα από τα τέλη Ιουνίου), με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και το σοβαρό ενδεχόμενο αύξησης βάσει σχεδίου νόμου κατά δύο των θέσεων των αντιπροέδρων του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (αυξάνονται οι θέσεις που θα πρέπει να πληρωθούν άμεσα σε τέσσερις).
Η ονοματολογία δίνει και παίρνει, χωρίς να αποκλείεται ούτε αυτή τη φορά βουτιά στην επετηρίδα (ακούγονται τουλάχιστον τρεις σύμβουλοι Επικρατείας, πλην κάποιων εκ των αντιπροέδρων). Πηγές υψηλού κύρους συνιστούν νηφαλιότητα: «Οι εξελίξεις καθιστούν περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία την ανάδειξη ενός προσώπου στο τιμόνι του Δικαστηρίου που θα έχει την αποδοχή των συναδέλφων του, θα είναι σε θέση να τηρήσει ισορροπίες με την κυβέρνηση και ασφαλώς δεν θα υπολείπεται σε ειδικό βάρος, καθώς στην προοπτική μιας ενδεχόμενης αμφίρροπης εκλογικής αναμέτρησης ο νέος ή η νέα πρόεδρος του ΣτΕ θεωρείται εν δυνάμει υπηρεσιακός πρωθυπουργός».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ