«Ποιοι θα ψηφίσουν στην Αμερική; Εχουμε 2,5 εκατομμύρια Ελληνες. Οι περισσότεροι από αυτούς μπορούν να διεκδικήσουν την ιδιότητα του έλληνος πολίτη. […] Πόσα εκατομμύρια θα εγγραφούν; Αυτά τα εκατομμύρια σε ποια εκλογική περιφέρεια θα καταταγούν; […] Ενας που είναι δεύτερη γενεά, επειδή ο πατέρας του εξεκίνησε από την Αρκαδία θα ενεγράφετο στους εκλογικούς καταλόγους Αρκαδίας και θα εψήφιζε τους υποψηφίους Αρκαδίας; […] Και ποιο κόμμα θα εδέχετο στα 6 εκατομμύρια ψηφοφόρων Ελλήνων να προστεθούν ενάμισι έως 2 εκατομμύρια ψηφοφόροι οι οποίοι δεν έχουν, επαναλαμβάνω, τη δυνατότητα να εκτιμήσουν τα πολιτικά πράγματα όπως τα εκτιμούν οι Ελληνες;».
Κωστής Στεφανόπουλος, Πρακτικά Βουλής, Περίοδος Β’, Συνεδρίαση Ζ’
της 8ης Μαρτίου 1984, σ. 4737-4738.
της 8ης Μαρτίου 1984, σ. 4737-4738.
Τον Νοέμβριο του 1862 λαμβάνουν χώρα εθνικές εκλογές που περιλαμβάνουν στο εκλογικό σώμα Ελληνες από περιφέρειες όπως η –υπό οθωμανική κυριαρχία –Θεσσαλονίκη και Ηπειρος, αλλά ακόμη και το Λίβερπουλ και το Παρίσι. Το αποτέλεσμα υπήρξε εντυπωσιακό, καθώς από τις 103 περιφέρειες που αναδείκνυαν πληρεξούσιο περισσότερες από 30 δεν ανήκαν στο ελληνικό κράτος. Εκτοτε, οι Ελληνες δεν ξαναψήφισαν εκτός επικρατείας.
Για κάτι περισσότερο από έναν αιώνα (1862-1974) το θέμα σαν να ξεχάστηκε, καθώς προτεραιότητες ήταν άλλες. Επανήλθε στη Μεταπολίτευση και έκτοτε, για κάτι λιγότερο από μισό αιώνα, πάει και έρχεται σε μια συνθήκη θορυβώδους απραξίας. Και μάλλον θα συνεχίσει έτσι. Το δικαίωμα ψήφου των εκτός επικρατείας Ελλήνων ανήκει στα κατ’ εξοχήν μεγάλα εκκρεμή της Μεταπολίτευσης, ενώ ήδη κλείνουμε 17 χρόνια από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, που προέβλεψε την ανάγκη καθιέρωσης επιστολικής ψήφου ή άλλου πρόσφορου μέσου για την άσκηση πολιτικού δικαιώματος εκτός επικρατείας, με νόμο που ψηφίζεται με πλειοψηφία 2/3. Τέτοιος νόμος δεν ψηφίστηκε.
Ο φόβος απέναντι στο άγνωστο
Το ζήτημα επανήλθε με σχέδιο νόμου που επεξεργάστηκε η αξιωματική αντιπολίτευση, την ψήφιση του οποίου μάλιστα ο Κ. Μητσοτάκης έθεσε ως όρο για τη συναίνεση του κόμματός του στην επικείμενη ρύθμιση σχετικά με την εκλογική περιφέρεια της Β’ Αθηνών (βλ. συνέντευξή του στο «Βήμα», Κυριακή 13.5.2018).
Αλήθεια όμως: Τι μπορεί να εξηγεί ότι μια πολιτεία, η οποία αποδίδει τόσο μεγάλη –συμβολική αλλά και πραγματική –σημασία στη Διασπορά της, δεν έχει ακόμη μεριμνήσει να διευκολύνει την ψήφο της, όπως έκανε π.χ. η –συγκρίσιμη και γειτονική μας –Ιταλία; Πώς γίνεται από τη μια να τιμάμε διαρκώς τον μεγαλουργό «Απόδημο Ελληνισμό» και από την άλλη να μην τον διευκολύνουμε να ψηφίσει;
Η αιτία δεν είναι άλλη από τον φόβο σχεδόν όλων των κομμάτων απέναντι στο άγνωστο και αδιάγνωστο περιεχόμενο της εκλογικής θέλησης των εκτός επικρατείας συμπολιτών μας. Είναι αυτό ακριβώς που ειλικρινά έλεγε ο Κωστής Στεφανόπουλος το 1984, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η παράταση της εκκρεμότητας δεν έχει εκλογικό κόστος για κανέναν.
Το δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας
Επί της αρχής, το δικαίωμα των εκτός επικρατείας να ψηφίζουν χωρίς να χρειάζεται να γυρίσουν στη χώρα τους είναι εύλογο. Είναι πολίτες και ως τέτοιοι πρέπει να έχουν λόγο στα της πατρίδας τους. Αυτό όμως αφορά τους πάντες; Αφορά με τον ίδιο τρόπο αυτόν που «είναι δεύτερη (ή τρίτη) γενεά, επειδή ο πατέρας του εξεκίνησε από την Αρκαδία» με τον άνθρωπο που έφυγε από την Ελλάδα το 2010 ή αυτόν που συμπτωματικά την ημέρα των εκλογών βρίσκεται στο εξωτερικό;
Η απάντηση είναι απλή και σαφής: Οχι. Ενα τμήμα της ελληνικής Διασποράς δεν είναι εικονικοί πολίτες, αλλά πραγματικά υποκείμενα της πολιτείας μας. Ενα άλλο όμως αποτελείται από πρόσωπα που, ακόμη και αν φέρουν την ελληνική ιθαγένεια, δεν έχουν τον παραμικρό δεσμό με τη χώρα πέραν από μια (ψευδ-)αίσθηση νοσταλγίας και ηρωοποίησης του απόμακρου παρελθόντος ενός απογόνου που κάποτε εγκατέλειψε την Ελλάδα. Με όλον τον σεβασμό στους ανθρώπους αυτούς, η νοσταλγία τους δεν μπορεί να καθορίζει το παρόν και το μέλλον όσων ζούμε στην ελληνική επικράτεια.
Το δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας, με τη σειρά του, βασιζόμενο σε μια απόλυτη υποταγή στην αρχή της καταγωγής και τη θέση «άπαξ Ελλην, εσαεί Ελλην», δεν έχει τρόπους να ξεχωρίσει ποιος απόδημος μπορεί εύλογα να αξιώνει τη συμμετοχή του στον ελληνικό λαό και ποιος όχι. Από τη στιγμή που η ελληνική ιθαγένεια διαιωνίζεται στο εξωτερικό χωρίς προϋποθέσεις –αρκεί να αποδειχθεί πως ένας παππούς (ή προπάππος ή προ-προ-προπάππος) υπήρξε Ελληνας -, τότε δεν αποτελεί έκπληξη ότι βρισκόμαστε να είμαστε συμπολίτες με ανθρώπους που δεν έχουν ουδεμία σχέση με τα ελληνικά πράγματα, δεν έχουν ίσως ιδέα για αυτά, δεν μιλάνε καν ελληνικά κλπ., κλπ.
Η «πραγματική ταυτότητα»
Το ζητούμενο είναι με ποιον τρόπο θα αντιμετωπιστεί το παράδοξο καθεστώς εξομοίωσης του έλληνα μετανάστη ο οποίος επιθυμεί τη συμμετοχή του στις ελληνικές εκλογές, διότι συνεχίζει να έχει ζωτικούς δεσμούς με την Ελλάδα, με εκείνον για τον οποίο η Ελλάδα είναι κυρίως «ouzo», «thalassa», «souvlaki», «Olympiakos», «malakas», «Megas Alexandros», είτε μια μακρινή ανάμνηση μέσα από αφηγήσεις προπατόρων ή ένα καλοκαίρι διακοπών. Και μετά, φυσικά, «Macedonia is Greece»…
Ενας πρόσφορος τρόπος θα ήταν μια ρύθμιση στο δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας, η οποία εξ αντικειμένου θα περιορίζει άνευ όρων τη διαιώνιση της ιδιότητας του έλληνα πολίτη μετά την πάροδο δύο, λ.χ., γενεών εκτός Ελλάδας. Σε τελευταία ανάλυση, άλλο ο λαμιώτης καθηγητής στο Σάο Πάολο που έφυγε πριν από είκοσι χρόνια και παρακολουθεί εντατικά τι γίνεται στην Ελλάδα μέσω Internet και άλλο ο ελληνοβραζιλιάνος γιος ή εγγονός του που λίγα γνωρίζει από τη χώρα του πατέρα του.
Παραδείγματα συγκρίσιμα αντιμετώπισης του ζητήματος ευτυχώς υπάρχουν στην Ευρώπη και μπορούμε να πάρουμε ιδέες. Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά στα πολιτικά δικαιώματα των απόδημων Ελλήνων προϋποθέτει απαραιτήτως μια σοβαρή συζήτηση περί της πραγματικής ταυτότητας του απόδημου Ελληνα. Οσο κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν μπαίνουν στον ιδεολογικό κόπο να συζητήσουν το ποιος (πρέπει να) είναι πολίτης από τους Ελληνες της Διασποράς, τόσο η ρητορεία για τα εκλογικά δικαιώματα των αποδήμων θα παραμένει νομικά αλυσιτελής και πολιτικά υποκριτική. Θορυβωδώς άπρακτη.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ