Η Δικαιοσύνη αποτέλεσε ζητούμενο από τη γέννηση των κοινωνιών. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τη θεοποίησαν, την απέδωσαν τυφλή και ανόθευτη, απαλλαγμένη από επηρεασμούς και παρεμβάσεις.
Και αργότερα, στα χρόνια του Διαφωτισμού, χύθηκε πολύ μελάνι για την ορθή απόδοσή της.
Η Γαλλική Επανάσταση προέβλεψε τη διάκριση των εξουσιών ακριβώς για να κατοχυρώσει την ανεξαρτησία της, η οποία δυστυχώς ακόμη διεκδικείται.
Η παγκόσμια λογοτεχνία δημιούργησε εμβληματικά έργα για χάρη της και ο Οδυσσέας Ελύτης την ύμνησε με τρόπο μοναδικό: «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική, μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου» έγραψε ο ποιητής, για να το μελοποιήσει αργότερα ο Μίκης Θεοδωράκης και να το χιλιοτραγουδήσει μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση ολόκληρος ο ελληνικός λαός.
Παρά ταύτα, στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία η Δικαιοσύνη κακοποιήθηκε πάμπολλες φορές και χρησιμοποιήθηκε κατά το δοκούν από ηγεσίες και εξουσίες.
Στα μεταπολιτευτικά χρόνια γεννήθηκαν ελπίδες, αλλά και πάλι οι κατά καιρούς εξουσιαστές δεν άντεξαν την ελευθέρωσή της. Από την εποχή του Βαγγέλη Γιαννόπουλου μέχρι σήμερα οι παρεμβάσεις περίσσεψαν.
Στις μέρες μας η εθνολαϊκή κυβέρνηση, με διπλές παραστάσεις από τις χειρότερες εκδοχές κακοποίησης του θεσμού της Δικαιοσύνης, επιχείρησε κατά τρόπο μοναδικό την εργαλειοποίηση και χειραγώγησή της προκειμένου να επιτύχει την εξόντωση των αντιπάλων της και να εδραιώσει την εξουσία της.
Απειρα τα παραδείγματα που βεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Και βεβαίως η ίδια η κατάσταση της Δικαιοσύνης και η αντίληψη που κυριαρχεί στις τάξεις του ελληνικού λαού είναι δηλωτικά της προβληματικότητας που διακρίνει τον θεσμό.
Αυτή την ώρα η Δικαιοσύνη, και η απονομή της δικαιοσύνης, αποδίδεται από όλους τους ερευνητές, Ελληνες και ξένους, ως μείζονος σημασίας για την πορεία της οικονομίας και της χώρας διαρθρωτικό πρόβλημα.
Η δομή και η συγκρότησή της, η εξάρτησή της από την εκάστοτε κυβέρνηση και τα περιορισμένα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της, την καθυστέρησή της επιβεβαιώνουν και τις παρεμβάσεις κάθε λογής κυκλωμάτων επιτρέπουν.
Το ελληνικό σύστημα Δικαιοσύνης δεν αποδίδει το περί δικαίου αίσθημα, οι κάθε λογής παρεμβάσεις νοθεύουν την κρίση των δικαστών, οι υποθέσεις καρκινοβατούν, δεν δημιουργούν βεβαιότητα απονομής δικαίου, ούτε συγκροτούν ισχυρές βάσεις επίλυσης διαφορών. Με αποτέλεσμα να γενικεύεται η καχυποψία για τη χώρα και να αποθαρρύνονται όσοι θα ήθελαν να τοποθετηθούν και να επενδύσουν στην Ελλάδα.
Για να μην αναφερθούμε στις συνεχείς συντεχνιακού χαρακτήρα παρεμβάσεις του ίδιου του σώματος των δικαστών, το οποίο ουκ ολίγες φορές αποφασίζει κατά τα συμφέροντά του, διεκδικώντας ρόλο ακόμη και στην άσκηση δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Τα πρόσφατα περιστατικά, η πομπώδης παραίτηση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και πλήθος άλλων γεγονότων μαρτυρούν και βεβαιώνουν ότι η Δικαιοσύνη μόνο τυφλή και αδέκαστη δεν είναι.
Δεν χωρεί πια αμφιβολία ότι η χώρα οφείλει να ανασυγκροτήσει συνολικά τη Δικαιοσύνη. Να κατοχυρώσει την ανεξαρτησία της, να διευκολύνει τη λειτουργία της, αλλά και να ορίσει το πεδίο δράσης της.
Πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν να πάψει ο ευθύς διορισμός των ανωτάτων δικαστών από την κυβέρνηση.
Η ίδια η Δικαιοσύνη να καταλήγει βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και προσόντων σε έναν δυνητικό κατάλογο υποψηφίων για τις επίμαχες θέσεις, αυτοί να παρουσιάζονται στη Βουλή, να εκτίθενται στην κρίση και αξιολόγηση αρμοδίων κοινοβουλευτικών επιτροπών και βάσει συγκεκριμένων αποτελεσμάτων να επιλέγει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Τώρα είναι η ώρα για ριζικές αποφάσεις. Οσο διατηρείται το σημερινό καθεστώς παρεμβάσεων και εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης, η Δημοκρατία θα χάνει και η χώρα θα διολισθαίνει σταθερά σε τριτοκοσμικές καταστάσεις…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ