Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί. Διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς
Μετάφραση Αννα Δαμιανίδη
Εκδόσεις Επίκεντρο, 2018
σελ. 344, τιμή 16 ευρώ
Ο προκλητικός τίτλος «Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί», αν και κατά τι επιθετικότερος του πρωτότυπου αγγλικού («Fools, Frauds and Firebrands»), αποδίδει εν τούτοις με επιτυχία το περιεχόμενο του εν λόγω τόμου: πρόκειται για μια κατά μέτωπον επίθεση στις επιστημονικές πρακτικές και στο πολιτικό σκεπτικό μιας σειράς επιφανών αριστερών διανοουμένων. Δράστης, ο βρετανός φιλόσοφος σερ Ρότζερ Σκράτον, γνωστή και σημαίνουσα μορφή του παραδοσιοκρατικού συντηρητισμού, ο οποίος φιλοδοξεί να ανατρέψει το εννοιολογικό οικοδόμημα της Νέας Αριστεράς με αφετηρία τις μαρξιστικές καταβολές του.
Μαρξισμός και σύγχυση
Το έργο του Σκράτον ασκεί αμείλικτη κριτική σε πολλούς: Ερικ Χόμπσμπαουμ, Ε. Π. Τόμπσον, Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, Ρόναλντ Ντουόρκιν, Ζαν-Πολ Σαρτρ, Μισέλ Φουκό, Γκιόργκι Λούκατς, Μαξ Χόρκχαϊμερ, Τέοντορ Αντόρνο, Γιούργκεν Χάμπερμας, Λουί Αλτουσέρ, Ζακ Λακάν, Ζιλ Ντελέζ, Αντόνιο Γκράμσι, Ρέιμοντ Γουίλιαμς, Πέρι Αντερσον, Εντουαρντ Σαΐντ, Αλέν Μπαντιού, Σλάβοϊ Ζίζεκ δέχονται τα βέλη του. Αν εξαιρέσουμε τους Γκάλμπρεϊθ και Ντουόρκιν, οι οποίοι είναι ένοχοι περισσότερο προώθησης της liberal ατζέντας και «γρονθοκοπήματος της συντηρητικής συνείδησης» παρά μαρξιστικών παρεκκλίσεων, οι υπόλοιποι εγκαλούνται για την επιστημολογική τους ανεπάρκεια. Η ρητή ή υπόρρητη στράτευσή τους στη μαρξιστική ανάλυση των κοινωνικών, ιστορικών και φιλοσοφικών δεδομένων υπέταξε τον στοχασμό τους σε ένα πλαίσιο που δεν ανταποκρίνεται στα εμπειρικά δεδομένα και προϋπέθετε τη στρέβλωσή τους προκειμένου να προκύψουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Γράφοντας, για παράδειγμα, τη βρετανική ιστορία ως ιστορία της ταξικής πάλης ο Ερικ Χόμπσμπαουμ παραμέριζε τον παράγοντα του έθνους και τις μη επινοημένες παραδόσεις, όπως το κοινό δίκαιο (common law). Στον βωμό της «αντιαστικής ρητορικής» του, και παρά την εκπεφρασμένη αντίθεσή του στη σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία το 1956, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ συνέχισε επί δεκαετίες να προτρέπει τους συμπατριώτες του «να κρίνουν τον κομμουνισμό από τις προθέσεις του και όχι από τις πράξεις του». Σε αναζήτηση των «μυστικών δομών της εξουσίας» και πειστικής απόδειξης ότι «όλοι οι παραδεδεγμένοι παραδοσιακοί τρόποι διαμόρφωσης της κοινωνίας ανάγονται σε τελευταία ανάλυση σε μορφές κυριαρχίας» ο πρώιμος Φουκό ενδιαφερόταν «περισσότερο για τον ρητορικό αντίκτυπο παρά για την ιστορική ακρίβεια».
Εκείνο το στοιχείο ωστόσο που αναδεικνύει και αποδομεί με ιδιαίτερη ευστοχία ο Σκράτον είναι η νεφελώδης θεωρητικολογία στην οποία επιδόθηκε μεγάλη μερίδα της νέας αριστερής διανόησης. Πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας οργουελιανής «Newspeak» («νέας ομιλίας» στο «1984»), ενός λόγου εγκαθιδρυμένου στη «λογική της μαγείας» που καλλιεργεί τη σύγχυση, αρνείται την πραγματικότητα και φιλοδοξεί «να ασκήσει εξουσία πάνω της». Διακρίνει δύο κύρια ρεύματα: τους κληρονόμους της γερμανικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας στα πρόσωπα των Λούκατς, Χορκχάιμερ, Αντόρνο και Χάμπερμας, από τη μία πλευρά, τους οπαδούς της γαλλικής φιλοσοφικής και ψυχαναλυτικής παράδοσης Αλτουσέρ, Λακάν, Ντελέζ, Μπαντιού και Ζίζεκ, από την άλλη. Οσον αφορά τους Γερμανούς, ο Σκράτον ισχυρίζεται ότι κοινό στοιχείο στη θεωρία της πραγμοποίησης, στην κριτική της μαζικής κουλτούρας, στον επικοινωνιακό ορθολογισμό είναι η κενότητα του λόγου: στην κρυπτική γραφή του Χάμπερμας «οι ορισμοί καταπίνονται από ταυτολογίες, οι οποίες καταπίνονται από ορισμούς σε μια ακολουθία που μοιάζει ατελείωτη». Ο Αλτουσέρ παράγει μια μετα-θεωρία σε μια «νέα και θωρακισμένη γλώσσα στην οποία δεν μπορεί να τεθεί κανένα ερώτημα και δεν μπορεί να δοθεί καμία απάντηση», ο Λακάν μια «μηχανή ανοησιών» βασισμένη σε ένα συνονθύλευμα αναμασώμενων μαθηματικών και σημειολογικών όρων, την οποία κληροδοτεί στους Ντελέζ και Μπαντιού. Οσο για τον Ζίζεκ, εκεί «το αποτέλεσμα είναι μια ασταμάτητη ροή λέξεων, εικόνων, επιχειρημάτων και αναφορών που προχωρούν από ζήτημα σε ζήτημα, από θεωρία σε θεωρία, αποφεύγοντας όλα τα εμπόδια που η απλή λογική μπορεί να θέσει στον δρόμο τους».
Αναγνώριση και πολεμική
Αν και σε καμία στιγμή δεν μετριάζει τη δηλητηριώδη πρόζα του, ο Σκράτον αναγνωρίζει, έστω και απρόθυμα, τη διανοητική ποιότητα επιλεγμένων αντιπάλων. «Παρά τα ηθικά του ελαττώματα, δεν μπορούμε να αρνηθούμε το ανάστημα του Σαρτρ ως στοχαστή και συγγραφέα» σημειώνει. Επαινεί τον Ερικ Χόμπσμπαουμ και τον Ε. Π. Τόμπσον για το «έξοχο ερευνητικό πνεύμα» τους, τον Μισέλ Φουκό για τον «τρόπο που χειριζόταν τη γαλλική γλώσσα, τη λατρεία του για τα αρχαία κείμενα και τους παράδρομους της ιστορίας, τη φλογερή φαντασία και το όμορφο στυλ του», όπως εκφράστηκαν στους δύο τελευταίους τόμους της «Ιστορίας της σεξουαλικότητας», την πρόσφατη παραγωγή άρθρων του Πέρι Αντερσον για το «London Review of Books» όπου «αναδείχθηκε σε νηφάλιο, μελαγχολικό και διεισδυτικό κριτικό της εποχής μας».
Παρ’ όλα αυτά, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με νηφάλια αποτίμηση, αλλά με κείμενο πολεμικής. Ο ίδιος ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει στην εισαγωγή «μάλλον προβοκατόρικο» και δεν θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό. Εν μέρει γιατί όντας ενταγμένος στη βρετανική παράδοση του εμπειρισμού (δεν διάκειται τυχαία ευνοϊκότερα προς τον εμπειριστή ιστορικό Ε. Π. Τόμπσον) ο Σκράτον δυσπιστεί προς τις ευρωπαϊκές αναζητήσεις ενός θεωρητικού πλαισίου των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών· εν μέρει επίσης γιατί μια πρότερη διαμάχη με το ίδιο αντικείμενο υπήρξε η αρχή του τέλους της πανεπιστημιακής του καριέρας στο κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Εξ ου και συχνά απέχει από το να είναι αμερόληπτος: κρίνει, για παράδειγμα, τον Εντουαρντ Σαΐντ εξ αντανακλάσεως, ως επίγονο του Αντόνιο Γκράμσι, και στις τρεις σελίδες με τις οποίες τον κατακεραυνώνει («ο «Οριενταλισμός» δεν είναι παρά ένα σκάνδαλο ψευδολογιοσύνης») απουσιάζει οποιοδήποτε παράθεμα της σκέψης του.
Συνεπής συντηρητικός, ο Ρότζερ Σκράτον εντάσσεται, όπως παρατηρεί στον πρόλογο του βιβλίου ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του ΑΠΘ Ανδρέας Πανταζόπουλος, στη χορεία των διανοουμένων εκείνων που επιχειρούν να ανανεώσουν τη δεξιά σκέψη επαναφέροντας έναν φιλελεύθερο πολιτικά συντηρητισμό, επανεπιβεβαιώνοντας τις καταβολές του στη νεωτερικότητα, ανακτώντας την ηγεμονία της κουλτούρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν αποπειράται να ορίσει «τι είναι Δεξιά», στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, στέκεται σε τρεις έννοιες: κοινωνία των πολιτών, θεσμούς και λογοδοσία προσώπων και θεσμών. Ευρυμαθής και δηκτικός, αξίζει να διαβαστεί τόσο για τις αντιφάσεις που υποδεικνύει στο έργο μείζονων αριστερών στοχαστών όσο και για την εκ βάθρων ανατροπή του σκεπτικού σύγχρονων γκουρού της Νέας Αριστεράς όπως οι Μπαντιού και Ζίζεκ. Με την προσοχή, την επιφύλαξη και τον έλεγχο που πάντοτε απαιτεί η ανάγνωση ενός λόγου στα θεμέλια του οποίου συνυπάρχουν η στέρεη επιστημονική αμφισβήτηση των κρινομένων και η εμφανής πολιτική αντιπάθεια για τις απόψεις τους.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ