Στη δυνατότητα επέκτασης των υφιστάμενων συμβάσεων παραχώρησης αναζητεί «σωσίβιο» για να καλύψει το κενό έργων και πόρων το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών. Παράλληλα, αναζητεί στην επέκταση του χρόνου και του φυσικού αντικειμένου των συμβάσεων το «παράθυρο» για να λάβει τη συγκατάθεση και των παραχωρησιούχων για τη μείωση των διοδίων τελών, με όχημα το νέο αναλογικό δορυφορικό σύστημα διοδίων.
Σε αυτή την στόχευση έχει αναφερθεί το τελευταίο διάστημα και ο αρμόδιος Υπουργός κ. Χρήστος Σπίρτζης, ο οποίος στο πλαίσιο επίσημης επίσκεψης στην Ήπειρο, ζήτησε τη στήριξη της Επιτροπής Μεταφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την προώθηση αυτής της πρωτοβουλίας. Εξάλλου, στο περιθώριο κοινής συνέντευξης τύπου με την επικεφαλής της Επιτροπής, κυρία Karima Delli υποστήριξε πως η κυβέρνηση προτίθεται να προχωρήσει σε «συνολική συζήτηση» με τους παραχωρησιούχους για τη χρονική επέκταση των 35ετών συμβάσεων παραχώρησης στους οδικούς άξονες, με παράλληλη προσθήκη νέων έργων και απώτερο στόχο να μειωθούν οι τιμές των διοδίων.
Εχθές, ο γενικός γραμματέας Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, κ. Γιώργος Δέδες, κατά τις εργασίες του 2ου Συνεδρίου Υποδομών και Μεταφορών, ανέφερε ότι σύντομα θα γνωστοποιηθεί η πρόταση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εντάσσεται, όπως είπε, στον στρατηγικό σχεδιασμό για τα νέα έργα με συμβάσεις παραχώρησης. «Με δεδομένη την περιορισμένη χρηματοδότηση του Δημοσίου, αυτός περιλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο θα είναι η στοχευμένη δημοπράτηση χρηματοδοτήσιμων έργων που παρουσιάζουν αναπτυξιακή αποδοτικότητα, συνεισφέρουν στην περιβαλλοντική αναβάθμιση και έχουν συγκεκριμένα οφέλη για το κοινωνικό σύνολο. Ταυτόχρονα, εξετάζεται η δυνατότητα επέκτασης των υφιστάμενων συμβάσεων με σκοπό την κατασκευή συγκεκριμένων νέων οδικών τμημάτων».
Για μια «χρυσή ευκαιρία», όχι μόνο για τη χώρα, αλλά και για τον κατασκευαστικό κλάδο, έκανε λόγο ο γενικός γραμματέας Υποδομών. Πρόκειται για μια πρακτική που δεν είναι καινούργια για τα δεδομένα της ΕΕ, αφού υπάρχουν ήδη αντίστοιχες αποφάσεις για άλλα κράτη μέλη. Όπως επισήμανε ο κ. Δέδες, η Γαλλία ήδη επέκτεινε συμβάσεις παραχώρησης αυτοκινητοδρόμων με έναν προϋπολογισμό της τάξης των 6 δισ. ευρώ, ενώ το προηγούμενο δεκαήμερο υπήρξε αντίστοιχη απόφαση της ΕΕ για επέκταση παραχωρήσεων της Ιταλίας με επιπλέον χρηματοδότηση 8,5 δισ. ευρώ.
Βασικό εμπόδιο στις περιπτώσεις αυτές είναι φυσικά η Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν, η οποία δεν δείχνει ιδιαίτερη ελαστικότητα στο ζήτημα των απευθείας αναθέσεων έργων. Θα πρέπει λοιπόν να πεισθεί για την αναγκαιότητα να προστεθεί, χωρίς ανοιχτούς διαγωνισμούς, φυσικό αντικείμενο στις υφιστάμενες συμβάσεις παραχώρησης. Η μέχρι σήμερα ιστορία έχει δείξει ότι πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία που χρειάζεται καλή προετοιμασία και πολύ χρόνο.
Σε συναντήσεις με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, οι παραχωρησιούχοι έχουν ήδη διατυπώσει τη θέση ότι μια τέτοια επέκταση είναι δυνατή υπό
προϋποθέσεις, για την υλοποίηση νέων έργων. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να γίνει επαναπροσδιορισμός των χρηματοοικονομικών μοντέλων των παραχωρήσεων, άρα νέες τροποποιήσεις των υφιστάμενων συμβάσεων. Εδώ θα έχουν φυσικά λόγο και οι τράπεζες που χρηματοδοτούν τους παραχωρησιούχους, οι οποίες αναμένεται να είναι και οι πιο δύσπιστες εφόσον «πέσει» στο τραπέζι και η μείωση των χρεώσεων των διοδίων.
Για την υποβοήθηση της αρμόδιας υπηρεσίας ως προς τη διερεύνηση της δυνατότητας επέκτασης των υφιστάμενων Συμβάσεων Παραχώρησης Αυτοκινητοδρόμων, έχει συγκροτηθεί Ομάδα Εργασίας, με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών. Σε αυτήν αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής: «Η διερεύνηση της δυνατότητας αυτής προϋποθέτει, για κάθε υποβαλλόμενη πρόταση, σε πρώτη φάση, την εκπόνηση των πάσης φύσεως μελετών και ερευνών που είναι αναγκαίες για τον ασφαλή προσδιορισμό της τεχνικής λύσης, του κατασκευαστικού κόστους αυτής καθώς και της μελέτης κόστους-οφέλους. Επίσης απαιτείται η εκπόνηση των κυκλοφοριακών μελετών που είναι αναγκαίες για την δημιουργία του νέου χρηματοοικονομικού μοντέλου, που θα επιτρέψει στο Δημόσιο, σε δεύτερη φάση και κατά την απόλυτη κρίση του, να εξετάσει κατά πόσον είναι συμφέρουσα και υπό ποιους όρους η επιλογή της επέκτασης κάθε Σύμβασης Παραχώρησης».