Ορχάν Παμούκ: «Μακριά από την Κωνσταντινούπολη θα ήμουν τόσο θλιμμένος…»

Τα τελευταία δύο χρόνια ο Ορχάν Παμούκ γράφει. Συγγραφέας είναι, και μάλιστα πολυγραφότατος, ιδίως αν κρίνει κανείς από τον όγκο των βιβλίων του, οπότε η δραστηριότητά του αυτή δεν αποτελεί είδηση. Είδηση αποτελεί ότι η πλοκή του νέου του πονήματος διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό οθωμανικό νησί γύρω στα 1900

Τα τελευταία δύο χρόνια ο Ορχάν Παμούκ γράφει. Συγγραφέας είναι, και μάλιστα πολυγραφότατος, ιδίως αν κρίνει κανείς από τον όγκο των βιβλίων του, οπότε η δραστηριότητά του αυτή δεν αποτελεί είδηση. Είδηση αποτελεί ότι η πλοκή του νέου του πονήματος διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό οθωμανικό νησί γύρω στα 1900. «Ενα επινοημένο νησί που μοιάζει με την Κρήτη, τη Ρόδο και την Κύπρο και έχει ορθόδοξους και μουσουλμάνους κατοίκους» θα πει με φόντο τη θάλασσα του Ρεθύμνου. Γιατί άλλη μια είδηση αποτελεί το ότι αναγορεύθηκε προ ημερών επίτιμος διδάκτορας στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, γεγονός που του έδωσε την ευκαιρία να επισκεφθεί για πρώτη φορά τη Μεγαλόνησο και να δει από κοντά το φυσικό τοπίο και την αύρα του νησιού στο οποίο ταξίδευε μέχρι πρότινος μόνο μέσα από τα διαβάσματά του. Αλήθεια, πώς του φαίνεται η Κρήτη;
«Βρίσκομαι μόνο τρεις ώρες στο νησί, οπότε είναι μάλλον ειρωνικό να μιλήσω για τις εντυπώσεις μου. Ρωτήστε με περισσότερα αφότου έχω ταξιδέψει. Δεν θέλω να μιλάω για πράγματα που δεν γνωρίζω». Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έχω απέναντί μου τον Ορχάν Παμούκ με όλη την πληθωρική φύση του. Θα διαλέξει μια γωνιά στο ξενοδοχείο όπου φιλοξενείται για να μιλήσουμε χωρίς περισπασμούς, αν και τελικά το συγκεκριμένο σημείο θα αποδειχθεί το αγαπημένο πέρασμα πολλών φασαριόζικων λουομένων. Θα το αντιπαρέλθει στωικά και θα συζητήσει για όσα «γνωρίζει». Μεταξύ άλλων, για το τελευταίο βιβλίο του «Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά» (μτφρ. Στέλλα Βρετού) που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.
Ενα βιβλίο στα σπάργανα από το 1988, όταν στη διάρκεια διακοπών στο οικογενειακό εξοχικό στη Χάλκη την περίοδο που έγραφε το «Μαύρο Βιβλίο» του άρχισε να παρατηρεί με ολοένα αυξανόμενη περιέργεια τη διάνοιξη ενός πηγαδιού στο διπλανό οικόπεδο από έναν μάστορα και τον βοηθό του. Ο Παμούκ φρόντισε να τους γνωρίσει για να μάθει τα πάντα για την τέχνη τους, ενώ ζήτησε από τον αρχιμάστορα να του αφηγηθεί απρόοπτα συμβάντα. «Αυτό το βιβλίο είναι η εξέλιξη μιας από τις ιστορίες που μου αφηγήθηκε για τις περιπέτειές του όταν έσκαβε σε άγονο έδαφος» θα πει ο Παμούκ, ξεδιπλώνοντας την πρώτη πτυχή από το πολυεπίπεδο μυθιστόρημά του.

Πατέρες και γιοι σε Δύση και Ανατολή

Πέρα από την εντυπωσιακή τεχνική δημιουργίας ορύγματος νερού, αυτό που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και προκάλεσε το συγγραφικό ενδιαφέρον του Παμούκ ήταν η σχέση ανάμεσα στον μάστορα πηγαδά και στον βοηθό του. Οσο δούλευαν, χωρίς μηχανήματα γεώτρησης αλλά με κασμά και φτυάρι, ο μεγαλύτερος άνδρας ως μια αρχετυπική πατρική φιγούρα δασκάλευε και φώναζε στον μαθητή, ουσιαστικά «τον συνέθλιβε», όπως θα πει ο Παμούκ. Τη νύχτα, όμως, όταν τελείωναν με το σκάψιμο, ήταν τρυφερός μαζί του και έδειχνε το νοιάξιμό του με γλυκές ερωτήσεις. «Αρχισα να σκέφτομαι τι σημαίνει να είσαι πατέρας, ίσως επειδή δεν είχα ποτέ έναν σαν κι αυτόν. Ο δικός μου δεν ήταν συμπονετικός και περιποιητικός, αλλά ούτε μου φώναζε ποτέ, δεν με μάλωνε, δεν με συνέθλιβε, δεν με έκανε να αισθάνομαι ένα τίποτα. Οι περισσότεροι φίλοι μου είχαν τέτοιους πατεράδες. Επίσης, πολλές φορές ήταν «απών» επειδή είχε περιπέτειες με γυναίκες και όχι για πολιτικούς λόγους, όπως συμβαίνει στο βιβλίο με τον ήρωά μου. Αρχισα να αναρωτιέμαι τι σήμαινε για τη ζωή μου ότι δεν είχα έναν τέτοιο συντριπτικό πατέρα. Πρέπει να ομολογήσω ότι τελικά μού έδωσε την ελευθερία να λέω αυτό που πιστεύω, να είμαι δημιουργικός, να διαλέξω τον δικό μου δρόμο στη ζωή».
Παρεμπιπτόντως, ο Παμούκ είχε αποτίσει φόρο τιμής στον πατέρα του όταν του αφιέρωσε τον λόγο του στην απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2006. Ομως στο βιβλίο η έννοια του πατέρα δεν περιορίζεται μόνο στον γονεϊκό του ρόλο αλλά αποκτά μεγαλύτερες, αλληγορικές διαστάσεις. Δεν είναι δύσκολο να τις διακρίνει κανείς όταν ο ήρωας λέει ότι «στον τόπο μας δεν ζει κανείς χωρίς πατέρα, τον πατέρα-θεό, τον πατέρα-κράτος».
Η σχέση πατέρα και γιου στο βιβλίο γίνεται μια αφορμή για να μιλήσει ο Παμούκ, εμμέσως πλην σαφώς, για την πολιτική κατάσταση στην Τουρκία χωρίς να υπάρξει πουθενά νύξη για τον Ερντογάν. «Ο αυξανόμενος αυταρχισμός στην Τουρκία, οι 50.000 άνθρωποι στη φυλακή, είναι ένας από τους λόγους που έγραψα αυτό το βιβλίο. Δεν είμαι δημοσιογράφος για να παραθέσω αριθμητικά δεδομένα, αλλά κάνω ό,τι μπορώ για να ταυτιστώ και με τις δύο πλευρές και να διερευνήσω το θέμα με έναν πιο ποιητικό και φιλοσοφικό τρόπο. Στόχος μου ήταν να γράψω ένα μυθιστόρημα ιδεών, αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούν «φιλοσοφικό μυθιστόρημα»».
Τι κάνει λοιπόν ο Παμούκ για να το επιτύχει; Κατ’ αρχάς ανατρέχει σε δύο κλασικά κείμενα. Από τη μία στον «Οιδίποδα Τύραννο», ένα κείμενο που είχε πρωτοδιαβάσει στα 16 του, όταν ήταν μαθητής στο αγγλόφωνο γυμνάσιο Robert College στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη θυμάται πόσο είχε σοκαριστεί μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές του όταν διαπίστωσαν ότι ο ήρωας του Σοφοκλή σκοτώνει τον πατέρα του και παντρεύεται τη μητέρα του. «Μολονότι είχαμε συγκλονιστεί με την ιστορία του, τιμούσαμε την παράβασή του, το γεγονός ότι έσπασε τα ταμπού». Από την άλλη, είκοσι χρόνια μετά, όταν έγραφε το «Με λένε Κόκκινο», διάβασε πολλές κλασικές ισλαμικές ιστορίες, όταν κάποια στιγμή στα χέρια του έπεσε το περσικό έπος «Σαχναμέ», γνωστό και ως το «Βιβλίο των Βασιλέων», έργο του ποιητή Φερντοσί. Δύο εκδόσεις της Penguin Classics, καθεμία από τις οποίες είναι το αντεστραμμένο είδωλο της άλλης, σύμφωνα με τον Παμούκ. Στο «Σαχναμέ» ο Ρουστέμ, ένας πατέρας, ένας ακούραστος πολεμιστής από το Ιράν, σκοτώνει χωρίς να το γνωρίζει τον γιο του, Σουχράμπ, όταν βρίσκονται αντιμέτωποι στη μάχη. Η επιθυμία του Παμούκ να γράψει ένα δοκίμιο που θα συνέκρινε τα δύο κείμενα δεν υλοποιήθηκε ποτέ, όμως έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του αυτή τη λογοτεχνική αντιπαράθεση συνδύασε το δίπολο Οιδίποδα – Ρουστέμ με την παλιά ιστορία του πηγαδά στη Χάλκη και κατάφερε να γράψει ένα βιβλίο που μιλάει για το σήμερα χωρίς να λέει απολύτως τίποτε για αυτό.
«Οταν κλαίμε για τον Οιδίποδα, τιμούμε την ατομικότητα. Οταν κλαίμε για τον Ρουστέμ, είναι σαν να λέμε «είναι κακό αυτό που έκανες» αλλά σε καταλαβαίνουμε γιατί θέλησες να νικήσει ο στρατός σου. Οι σκληροί πατέρες σκοτώνουν τους γιους τους αλλά μας φέρνουν νερό, πολιτισμό, μας προστατεύουν και μας κάνουν ευτυχισμένους. Το βιβλίο υποστηρίζει ότι όσο πιο δυνατός ο πατέρας τόσο πιο δύσκολο είναι να διαφυλάξεις την ατομικότητά σου. Οσο πιο δυνατά χειροκροτεί η κοινωνία εκείνους που παραβαίνουν τους κανόνες τόσο πιο αδύναμος γίνεται ο πατέρας και πιο δημοκρατικός ένας άνθρωπος και μια κοινωνία». Το βαθύτερο ερώτημα που βρίσκεται όμως στην καρδιά αυτού του μυθιστορήματος σπεύδει να το ορίσει ο ίδιος ο Παμούκ. «Υπάρχει λοιπόν ο πατέρας που εκφοβίζει και παρ’ όλα αυτά ο κόσμος εξακολουθεί να τον θέλει. Γιατί όμως; Γιατί στα μέρη μου αρέσουν οι δυνατοί πατεράδες;» θα αναρωτηθεί.
Προκειμένου να απαντήσει το ερώτημα βάζει μεταξύ άλλων τον ήρωά του, τον βοηθό πηγαδά, ο οποίος τελικά γίνεται μεγαλοεργολάβος και χτίζει όλα τα περίχωρα της Κωνσταντινούπουλης, να διαβάζει τον «Ανατολικό δεσποτισμό» του Καρλ Αουγκουστ Βιτφόγκελ. Το επιχείρημα του γερμανού ιστορικού και σινολόγου σε αυτό το βιβλίο που είχε εκδοθεί τα χρόνια κλιμάκωσης του Ψυχρού Πολέμου ήταν ότι ο αυταρχισμός και η έλλειψη δημοκρατίας στην Κίνα συνέβησαν επειδή χρειάζονταν μεγάλα αρδευτικά κανάλια για τις καλλιέργειες.
Οπως λέει στο βιβλίο του ο Παμούκ: «Ο Βιτφόγκελ περιέγραφε εκτενώς στον «Ανατολικό δεσποτισμό» του ότι στην
Ασία, σε χώρες με δύσκολη γεωγραφία, όπως η Κίνα, η μεταφορά του νερού με υδάτινα κανάλια, φράγματα, δρόμους και υδραγωγεία που ήταν απαραίτητα για τη γεωργία απαιτούσε πολλή γραφειοκρατία και οργανωτική δομή. Υποστήριζε ότι αυτή η οργανωτική δομή μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με αυταρχικά καθεστώτα, σκληρούς βασιλείς και διοικητές, που δεν ανέχονταν ανυπακοή και αντίσταση, γι’ αυτό και δεν επιδίωκαν να έχουν κοντά τους, δηλαδή στη δημόσια διοίκηση και στα χαρέμια τους, μορφωμένα άτομα, αλλά σκλάβους απόλυτα υποτελείς σε αυτούς. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούσε το σύστημα».

Το πεπρωμένο φυγείν δυνατόν

Μολονότι ο Παμούκ ασχολήθηκε διεξοδικά με το θέμα της πατροκτονίας και της παιδοκτονίας, αναφέρει σχεδόν επί τροχάδην έναν άλλο κοινό τόπο των δύο κειμένων, του Σοφοκλή και του Φερντοσί. «Κανένας δεν μπορεί να γλιτώσει τη μοίρα του», όπως αποφαίνεται σοφά ο λαϊκός μάστορας. Ισως επειδή αυτή δεν είναι επ’ ουδενί η προσωπική άποψη του Παμούκ. «Δεν είμαι παλαιών αρχών ή παραδοσιακός, ότι δηλαδή η μοίρα μας είναι γραμμένη ή ότι οι παλαιοί μύθοι και το βάρος της Ιστορίας μάς καθορίζουν. Ερχομαι από μια συντηρητική χώρα όπου η παράδοση είναι πολύ ισχυρή, όπως επίσης η άποψη ότι έχουμε υποχρέωση απέναντί της. Της έχω υποβάλει τα σέβη σε όλα μου τα βιβλία. Μέσα από τον Καλβίνο και τον Μπόρχες, τη δεκαετία του ’80 στις ΗΠΑ, έμαθα να κοιτάζω την κλασική ισλαμική παράδοση και να εστιάζω στο μεταφυσικό, λογοτεχνικό μέρος, παραβλέποντας το θρησκευτικό κομμάτι της. Για εμένα η παράδοση δεν είναι ένα φορτίο, ιδίως από τη στιγμή που την αποδέχθηκα και την αντιμετωπίζω ως μια αποθήκη γεμάτη παιχνίδια. Πλέον υποστηρίζω ότι είμαστε όλοι ελεύθεροι και μπορούμε να της πούμε: «Φύγε από τον δρόμο μου». Το εξαιρετικό με το να είσαι άνθρωπος είναι ότι μπορείς να επινοήσεις, να κρίνεις, να κάνεις ακροβατικά με την παράδοση και να σκαρφιστείς καινούργιες ιστορίες».
Αλλά να μην ξεχάσουμε και τη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά από τον τίτλο του νέου βιβλίου και αντικείμενο του πόθου για τον ήρωα. Είναι μια γυναίκα με βαμμένα μαλλιά, όπως συμβαίνει με το 90% των γυναικών που έχουν τέτοια απόχρωση μαλλιών στην Τουρκία. «Η περίπτωση μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά είναι πολύ ιδιαίτερη. Στον Σαίξπηρ αλλά και στον Βορρά γενικότερα πρόκειται συνήθως για γυναίκες δυναμικές που είναι δύσκολο να τις ελέγξεις, κάποιες φορές ίσως και παράλογες (όπως η Σίλβια Πλαθ). Πρέπει να είσαι προσεκτικός γιατί μια γυναίκα με κόκκινα μαλλιά μπορεί να σου φέρει καταιγίδες. Τα ίδια ισχύουν πάνω-κάτω και στα δικά μου μέρη. Το γεγονός ότι η ηρωίδα μου βάφει τα μαλλιά της την καθιστά αυτομάτως πιο ανεξάρτητη, με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, και βέβαια για τους μάτσο άνδρες της Τουρκίας αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι φτηνή και εύκολη όσον αφορά την αρετή της. «Γιατί εξακολουθούν να βάφουν τα μαλλιά τους από τη στιγμή που υπάρχει αυτή η προκατάληψη;» αναρωτήθηκα. Υιοθετούν αυτή την περσόνα και αντιμάχονται την προκατάληψη χωρίς να αποδέχονται τα στερεότυπα. Αποφάσισα λοιπόν η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά να έχει τον τελευταίο λόγο στο βιβλίο, όπου θα εξιστορεί τη δική της εκδοχή των γεγονότων».

Ευημερία ή ελευθερία; Ιδού η απορία

Αυτή λοιπόν η ελαφρά συγκαλυμμένη αλληγορία έτυχε πολύ θερμής υποδοχής στην Τουρκία. Μέσα σε 14 μήνες έχει πουλήσει 400.000 αντίτυπα, τη στιγμή που το μέχρι πρότινος best seller του, το «Με λένε Κόκκινο», έχει φτάσει τα 250.000 αντίτυπα από όταν πρωτοεκδόθηκε το 1998. «Οι κυνικοί φίλοι μου στην Τουρκία λένε ότι «Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά» πουλάει γιατί είναι ένα βιβλίο μικρό και φτηνό. Επίσης, συγκριτικά με τα προηγούμενα βιβλία μου είναι λίγο πιο απλό» λέει και γελάει δυνατά. «Μικρό» για τα δεδομένα του Παμούκ, καθώς ξεπερνά τις 300 σελίδες, λιγότερο φιλόδοξο δηλαδή σε όγκο σε σχέση με τα μεγαθήρια «Ιστανμπούλ» (589 σελίδες) και «Μουσείο της Αθωότητας» (808 σελίδες) και την υπόλοιπη πληθωρική βιβλιογραφία του που θα επανακυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Πατάκη. Ενα μεστό βιβλίο που απαντά με τον καλύτερο τρόπο στο αφελές ερώτημα περί αναγκαιότητας της λογοτεχνίας σε καιρούς χαλεπούς σαν τους δικούς μας και εν προκειμένω της Τουρκίας.
Βέβαια για τον Παμούκ η λογοτεχνία δεν έχει κανέναν λόγο να δικαιολογήσει την ύπαρξή της. «Δεν είναι κάτι που μπορώ να συζητήσω, δεν νιώθω την ανάγκη να αμυνθώ υπέρ της, πηγάζει από μέσα μου» θα πει. Αλλά τελικά θα καταλήξει για άλλη μία φορά να μιλάει για όσα είναι αυταπόδεικτα για εκείνον, το βλέπεις ότι του είναι δύσκολο να ελέγξει τον χειμαρρώδη λόγο του όταν μιλάει για όσα τον παθιάζουν. «Μου το έλεγαν από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80: «Τα πράγματα είναι τόσο χάλια και εσύ γράφεις τις φανταχτερές ιστορίες σου», στο πνεύμα τού «η λογοτεχνία είναι πολυτέλεια» του Ζαν-Πολ Σαρτρ τη δεκαετία του ’60. Κοιτάξτε να δείτε, όπως σας είπα, ο αυταρχισμός επιδεινώνεται κι εγώ ήθελα να γράψω την ιστορία της «Γυναίκας με τα κόκκινα μαλλιά» επί τούτου, αλλά, γενικά μιλώντας, δεν γράφω τα βιβλία μου για να κάνω πολιτικά σχόλια. Ωστόσο, τόσο στη χώρα μου όσο και εκτός αυτής θεωρούν ότι γράφω πολιτικά βιβλία, εν μέρει επειδή η Τουρκία έχει τόσα προβλήματα, πολλά από τα οποία είναι ανεπίλυτα. Εγώ από την πλευρά μου γράφω για ανθρώπους που επηρεάζονται από αυτά τα προβλήματα. Δεν γράφω για να προωθήσω πολιτικές ιδέες. Αναπόφευκτα, καταλήγω να κάνω πολιτικά σχόλια μέσα από τα βιβλία μου. Τις περισσότερες φορές όμως τα πολιτικά μου σχόλια τα κάνω εκτός των βιβλίων μου, σε κάποια συνέντευξη, και τις περισσότερες φορές βρίσκω τον μπελά μου για αυτό. Συζητάς, θυμώνεις, χάνεις την αυτοκυριαρχία σου, μιλάς, μιλάς και μετά μπλέκεις».
Αυτή η τελευταία παραδοχή συνοδεύεται από ένα βροντερό γέλιο που φωτίζει ιδιαίτερα το πρόσωπο του Παμούκ. Ωστόσο, διατηρεί τα αντανακλαστικά του πάντα σε εγρήγορση για να «κατεβάσει ρολά» και να δυσανασχετήσει αστραπιαία με την ερώτηση που δεν θεωρεί κατάλληλη, και όχι πάντα επειδή ανιχνεύει ότι ελλοχεύει κάποια παγίδα πίσω της. Μπορεί να ήταν ανέκαθεν έτσι, μπορεί η περιπέτεια μετά από τις περιβόητες δηλώσεις του στην ελβετική εφημερίδα «Das Magazin» το 2005 σχετικά με τη σφαγή των Αρμενίων και των Κούρδων, η οποία τον έφερε στο εδώλιο του κατηγορουμένου και στο στόχαστρο των εθνικιστών, να έχει αφήσει τα σημάδια της πάνω του και να είναι προκαταβολικά καχύποπτος.
Για παράδειγμα, η φράση «όπως έχετε πει σε μια συνέντευξή σας» δεν κάθεται καθόλου καλά με τον Παμούκ. «Μη μου λέτε τι έχω πει σε άλλες συνεντεύξεις. Γιατί να μην τα πω όλα εδώ; Ρωτήστε με ευθέως». Θα μιλήσει χωρίς να διστάσει για την κατάσταση στην Τουρκία, ιδίως όταν η κουβέντα έρχεται στο «θαύμα» της οικονομικής ανάπτυξης επί Ερντογάν. «Αυτό που ξέρω είναι πως η δημοφιλία του κόμματός του δεν οφείλεται μόνο στη θρησκεία αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη που έφερε στο πλαίσιο της διακυβέρνησής του. Δυστυχώς όμως αυτή τη στιγμή δεν έχουμε δημοκρατία στην Τουρκία, αν εξαιρέσει κανείς τη διεξαγωγή εκλογών. Δεν μπορείς όμως να λες ότι έχεις δημοκρατία όταν δεν υπάρχει ελευθερία λόγου, κάτι που έχει κατασταλεί πλήρως τα τελευταία τρία χρόνια, ιδίως μετά το πραξικόπημα. Περίπου εκατό δημοσιογράφοι είναι στη φυλακή με το πρόσχημα ότι είναι τρομοκράτες. Ορισμένοι από τους συγγραφείς φίλους μου, όπως ο Αχμέτ Αλτάν, είναι στη φυλακή. Μας μένουν μόνο οι εκλογές, αλλά και αυτές είναι ελεγχόμενες» θα πει και θα σταματήσει απότομα τη σκέψη του.
Ας μην προεξοφλήσουμε όμως το αποτέλεσμα των εκλογών στα τέλη Ιουνίου. Ας πούμε ότι μένει να αποδειχθεί αν η οικονομική ευημερία ενεργοποιεί ύστερα από λίγο και την κοινή λογική ότι χρειάζεται και ελευθερία για να χαρείς τα οφέλη της. «Η οικονομική ανάπτυξη όπως επίσης η ασφάλεια είναι τα δύο πρωταρχικά αιτήματα σε όλον τον κόσμο. Τώρα, δείτε τι συμβαίνει σε μη ευρωπαϊκές χώρες, για παράδειγμα στην Ινδία. Ο πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι είναι αυταρχικός αλλά φέρνει οικονομική ανάπτυξη. Η χώρα έχει τη δική της αυτοκινητοβιομηχανία, τα έχω δει τα αυτοκίνητα, είναι μικρά και σχεδόν πλαστικά, αλλά είναι αυτοκίνητα. Ο κόσμος είναι χαρούμενος, πηδάει από τις μοτοσικλέτες στα αυτοκίνητά του, ψηφίζει τον Μόντι, και το δίλημμά του είναι πάνω-κάτω το ίδιο με της Τουρκίας και άλλων ασιατικών χωρών: ανάπτυξη ή ελευθερία; Η ζυγαριά γέρνει στην ανάπτυξη. Και στη Δύση συμβαίνει, δείτε τι έγινε στην Αμερική»!
«Αυτό από τη μία είναι κατάρα και από την άλλη μάς κάνει να αναλογιστούμε τι είχαμε μάθει από την κοινωνικοπολιτική σκέψη των δεκαετιών του ’40, του ’50 και του ’60: ότι όλος ο κόσμος θα αποκτήσει ευρωπαϊκού τύπου ελευθερία και οικονομία όταν αποκτήσει οικονομική ανάπτυξη» συνεχίζει.
«Και τι βλέπουμε σήμερα; Οτι υπάρχει οικονομική ανάπτυξη στα μέρη μου και στην Ινδία αλλά όχι απαραίτητα δημοκρατία. Τώρα το αν όλοι αυτοί οι παράξενοι ηγέτες, από τον Τραμπ και τον Μόντι έως τον Βίκτορ Ορμπαν, αποτελούν μια σύμπτωση, ένα ατύχημα ή μια περαστική φάση δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Βασικά δεν θέλω να σχολιάζω και πολύ την actualité (σ.σ.: την επικαιρότητα)» θα κλείσει, προφέροντας εμφατικά τη λέξη.
Ο Παμούκ έχει δηλώσει πόσο ενοχλείται όταν δίνει συνεντεύξεις για να μιλήσει για τα βιβλία του και μετά βλέπει δημοσιευμένο ένα κείμενο που μόλις και μετά βίας αναφέρεται σε αυτά. «Οι ευρωπαίοι συγγραφείς δεν αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα» έχει πει με μια υποψία καλοπροαίρετης ζήλιας αυτός ο σχεδόν βιβλιομανής αναγνώστης και συγγραφέας.

Η θλιμμένη Πόλη

Οχι ότι θα ήθελε ποτέ να είναι στη θέση κάποιου άλλου. Ο Ορχάν Παμούκ είναι κατά δήλωσή του ένας άνθρωπος βαθιά συνδεδεμένος με τον τόπο του και με τους δρόμους της πόλης του και λογικά και με την τουρκική υψηλή μπουρζουαζία στην οποία ανήκε η οικογένειά του. Γεννημένος το 1952, μένει στο ίδιο σπίτι στο Νισάντασι εδώ και περίπου 65 χρόνια, από όπου βλέπει τον Βόσπορο από ψηλά, και κάνει διακοπές στην Πρίγκηπο, όπου η θέα του σπιτιού του είναι παρόμοια. Είναι μια απαραίτητη συνθήκη για αυτόν να βλέπει τη θάλασσα «από αυτό το ύψος» και για να εξηγήσει καλύτερα τι εννοεί βγάζει το μικρό σημειωματάριό του και δείχνει τα θαλασσινά τοπία που έχει ζωγραφίσει στις σελίδες του από τα παράθυρα των σπιτιών του. Μικρός, εξάλλου, ήθελε να γίνει ζωγράφος, μολονότι η οικογενειακή ιστορία και παράδοση του έδειχνε τον δρόμο της αρχιτεκτονικής, δεδομένου ότι ο πατέρας του ήταν μηχανικός (αλλά και επίδοξος ποιητής, όπως μάθαμε στον λόγο του Παμούκ στη Σουηδική Ακαδημία). Τελικά, σπούδασε δημοσιογραφία, χωρίς να εξασκήσει ποτέ το επάγγελμα. Στα 22 του, όπως λέει, του λασκάρισε μια βίδα και άρχισε να γράφει μυθιστορήματα. Η ζωγραφική απ’ ό,τι φαίνεται δεν τον εγκατέλειψε ποτέ κι ας καταλαμβάνει πλέον αυτόν τον μικρό χώρο στη ζωή του. Οπως και η θάλασσα, βρίσκεται σταθερά μέσα του. «Η θάλασσα με κάνει χαρούμενο. Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, δεν μπορείς να τα εξηγείς όλα. Είναι ένα ρομαντικό τοπίο που με εμπνέει. Οταν μένω στη Νέα Υόρκη, έχω φροντίσει να μένω σε ένα διαμέρισμα που βλέπει τον ποταμό Χάντσον».
Τα ταξίδια στην Αμερική γίνονται για τις υποχρεώσεις του ως καθηγητή Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Μια περιοδική, σύντομη «εξορία», περίπου σαν εκείνη του Οιδίποδα από τη Θήβα ή του Ρουστέμ από το Ιράν, στην οποία όμως εκείνος επιλέγει να μην αποδώσει πολιτικά κίνητρα. Πάντα επιστρέφει στην Τουρκία, «στα μέρη μου», όπως θα αποκαλέσει για πολλοστή φορά την Κωνσταντινούπολη. «Τριάντα χρόνια τώρα, κάθε φθινόπωρο που πηγαίνω στο Πανεπιστήμιο, με ρωτάνε το ίδιο πράγμα: «Θα πας πίσω στην Τουρκία;». «Ναι, θα πάω» απαντώ σταθερά εγώ. Πάντα θέλω να γυρνάω. Δεν θα γυρίσω όταν συνειδητοποιήσω ότι μπορεί να μπω στη φυλακή. Δεν αισθάνομαι αυτή την απειλή ακόμη. Δεν μπορώ να με φανταστώ να ζω μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Θα ήμουν τόσο θλιμμένος…».
Ωστόσο και η παραμονή του στη χώρα δεν θα μπορούσε να είναι ανέφελη και ειδυλλιακή. Τους τελευταίους τέσσερις μήνες, προκειμένου να αποφύγει τη θλίψη της εξορίας, είχε πάθει κατάθλιψη, όπως λέει, εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης στη γείτονα. «Ολοι οι άνθρωποι που είναι σαν κι εμένα είναι βαριά θλιμμένοι, ορισμένοι ψάχνουν για δουλειά εκτός Τουρκίας, άλλοι που έχουν ακόμη τις δουλειές τους βλέπουν τους φίλους τους να απολύονται, όχι απαραίτητα επειδή διώκονται, όμως να, το περιοδικό που δούλευαν ή η εφημερίδα που διάβαζαν έχουν κλείσει. Οσα αρθρώνονταν δυνατά μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας ενός πανεπιστημίου ή σε έναν ημιδημόσιο χώρο έχουν γίνει πλέον ψίθυροι. Εχουμε δεκατέσσερις εφημερίδες στην Τουρκία και οι δωδεκάμισι ελέγχονται από την κυβέρνηση. Δεν υπάρχει ελεύθερη τηλεόραση στην οποία μπορώ να πάω και να μιλήσω, ακόμη και όταν υπήρχε ελευθερία ήταν δύσκολο να συμβεί αυτό» υπογραμμίζει.
«Αυτή είναι η κατάσταση. Είναι αδύνατον να μη σε πιάνει κατάθλιψη. Από την άλλη, υπάρχει η ανθρωπιά και η αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων, και να μην ξεχνάμε ότι 50% της Κωνσταντινούπολης, της πόλης μου, είπε «όχι» στον Ερντογάν. Οπότε ακόμη και όταν θέλει να κλείσει τους πάντες στη φυλακή, εγώ επιλέγω να μην είμαι απαισιόδοξος, γιατί η μισή χώρα δεν τον θέλει πλέον. Ολοι οι φίλοι μου είναι θυμωμένοι και όλοι πιστεύουν ότι δεν μπορείς να αποτελειώσεις την τουρκική δημοκρατία ή τουλάχιστον τις προσδοκίες για μια αξιοπρεπή, μοντέρνα, πολιτισμένη ζωή και ένα κράτος δικαίου. Αλλά κάντε μου μια άλλη ερώτηση».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Μαϊου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.