Οι συγκλονιστικές ημέρες που ζούμε μας προκαλούν να δούμε ξανά τον ανθρωπισμό ως μορφωτικό ιδανικό, ως πίστη της διάπλασης του ανθρώπου με τις αξίες της κλασικής αρχαιότητας. Θεμελιώδης αρχή του ανθρωπισμού είναι η αναγνώριση της αξίας της ανθρώπινης προσωπικότητας και η αναγνώριση της Ελλάδας και του πολιτισμού της ως θεμελίου της ευρωπαϊκής ζωής. Η ανθρωπιστική παιδεία καταργεί τον ρόλο του παρία πολίτη και δημιουργεί τον ελεύθερο πολίτη, τον άνθρωπο κριτή και παραγωγό γνώσεων, ιδανικών και αγαθών, τον διαχρονικά «σύγχρονο» άνθρωπο. Θα πρέπει να θεωρήσουμε επιτακτική την ανάγκη επανόδου στα ιδεώδη του ανθρωπισμού και της καλλιέργειας των ανθρωπιστικών σπουδών. Σήμερα, οι σπουδές αυτές ψυχορραγούν, ακολουθώντας την οικονομική κατάρρευση.
Ο καθηγητής και διατελέσας πρέσβης της Ιταλίας στη χώρα μας Michelangelo Jacobucci, γνωστός για τον φιλελληνισμό του, σε διάλεξή του με θέμα «Η Μεγάλη Μητέρα Ελλάδα μεταξύ Ανατολής και Δύσης» τόνισε κάτι που αξίζει να αναφερθεί σήμερα μπροστά στα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ενωση. «Στην παγκόσμια κοινωνία, που υποτίθεται ότι εμπνέεται από τη συνάντηση των πολιτισμών, ήρθε πλέον η ώρα να ξεκινήσει μια «επαναγραφή» του ιδρυτικού μύθου και της ιστορίας των ριζών μας, μια νέα αποτίμηση της συμβολής του Ελληνισμού και στη συνέχεια των «Ρωμαίων» της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης στην ανθρωπιστική αναβίωση του Ελληνισμού και την ανάδυση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας. Η επανεκτίμηση του πολιτιστικού βάρους της Μεσογείου θα μπορούσε να ωφελήσει λειτουργώντας ως αντίβαρο στη σημερινή αστάθεια της ΕΕ».
Την κάμψη των κλασικών σπουδών είχε επανειλημμένα επισημάνει ο αλησμόνητος καθηγητής Μ. Ανδρόνικος. Στην εφημερίδα «Το Βήμα», το 1981, με αφορμή την πρόθεση της γαλλικής κυβέρνησης να μετατρέψει τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας σε επιστημονικό ίδρυμα με πολύ γενικούς σκοπούς, ο Μ. Ανδρόνικος τόνισε: «Η ελληνική πολιτεία οφείλει να συνειδητοποιήσει πως από εδώ και πέρα δεν μπορούμε να στηρίζουμε την επιστημονική έρευνα του εθνικού μας χώρου στην καλή και συμφέρουσα προαίρεση των ξένων».
Δύο χρόνια αργότερα καταργήθηκαν οι έδρες Κλασικής Φιλολογίας στα αγγλικά πανεπιστήμια και τότε ο ίδιος καθηγητής έγραψε: «Αν οι άλλοι άρχισαν να χάνουν το ενδιαφέρον τους για την ελληνική αρχαιότητα, για εμάς ο πολιτισμός αυτός και η ιστορία του αποτελούν κομμάτι της ίδιας μας της ζωής, αφού εκεί βρίσκονται οι ρίζες της εθνικής μας υπόστασης. Τώρα μάλιστα, που οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί αισθάνονται απρόθυμοι να συνεχίσουν τη μακρότατη παράδοση των κλασικών σπουδών στον ευρωπαϊκό χώρο, είναι όχι μονάχα χρέος μας αλλά και ευκαιρία να βρεθούμε στην πρωτοπορία αυτών των σπουδών. Και ευτυχώς για εμάς, η υλική δαπάνη δεν είναι ανυπόφορη».
Το 1996 ο τότε υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου ξεκίνησε την προσπάθεια για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου Κλασικών Γραμμάτων σε συνεργασία Ελλάδας-Ιταλίας με στόχο τη διατήρηση της κοινής πολιτιστικής και γλωσσικής κληρονομιάς από την οποία αντλούνται τα απαραίτητα στοιχεία που ενώνουν τους νέους στην προσπάθεια για τη συνέχιση της οικοδόμησης μιας Ενωμένης Ευρώπης.
Στη συνέχεια το 2003, με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Παιδείας Π. Ευθυμίου, η Ελλάδα προσκάλεσε τους ευρωπαίους εταίρους της σε μια συστράτευση για τις κλασικές σπουδές. Ετσι, διοργανώθηκε στην Αθήνα και στον συμβολικό τόπο των Δελφών διεθνές συνέδριο κατά την ελληνική προεδρία της ΕΕ. Εκπρόσωποι από όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ αλλά και εκτός αυτής, προσωπικότητες των κλασικών γραμμάτων και πανεπιστημιακοί καθηγητές στήριξαν την ίδρυση του Κέντρου αυτού και κατέγραψαν τις δραστηριότητές του. Δυστυχώς, οι πρωτοβουλίες αυτές λησμονήθηκαν στη συνέχεια, και η δημιουργία του Κέντρου Κλασικών Γραμμάτων παρέμεινε «όραμα».
Στο «Βήμα» στις 8 Απριλίου 2018, σε άρθρο με θέμα «Αρχαιογνωστικές επιστήμες, το αναξιοποίητο ελληνικό πλεονέκτημα», οι ακαδημαϊκοί καθηγητές του ΑΠΘ Θ. Παπαγγελής και Α. Ρεγκάκος και ο πρύτανης του ιδίου πανεπιστημίου Π. Μήτκας τόνισαν ότι «ένα Κέντρο Αρχαιογνωστικών Επιστημών με διεθνείς αναφορές και ελληνικές συντεταγμένες μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό –κάποιοι θα έλεγαν, το ισχυρότερο –ελατήριο για την περίφημη εξωστρέφεια που χρειάζεται η χώρα».
Σήμερα πλέον, πιστεύω, οι συνθήκες έχουν ωριμάσει και επιβάλλεται να προχωρήσουμε μπροστά. Η Ελλάδα αξίζει και έχει τη δυνατότητα να γίνει το κέντρο των κλασικών αρχαιογνωστικών σπουδών.
Η κυρία Στέλλα Πριόβολου είναι ομότιμη καθηγήτρια, ειδική γραμματέας του Σώματος Ομότιμων Καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ