Εχουμε συνεκτική πολιτική για τα Βαλκάνια ή έχουμε απλώς προβλήματα (πΓΔΜ, Αλβανία) και πολυμερείς συναντήσεις που ενίοτε καταλήγουν σε απλά photo-opportunities; Το ερώτημα ανακύπτει καθώς την ερχόμενη Πέμπτη 17 Μαΐου πραγματοποιείται στη Σόφια της Βουλγαρίας η Σύνοδος Κορυφής Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) – Βαλκανίων με τη συμμετοχή των 28 χωρών-μελών της ΕΕ και των έξι χωρών των Δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Σερβία, Μαυροβούνιο, πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας / πΓΔΜ και Κόσοβο).

Θα είναι η δεύτερη σύνοδος αυτής της μορφής. Η πρώτη είχε πραγματοποιηθεί τον Ιούνιο του 2003 στη Θεσσαλονίκη/Χαλκιδική επί τέταρτης ελληνικής προεδρίας στο Συμβούλιο της ΕΕ. Ηταν η σύνοδος που άνοιξε τη διαδικασία για την ένταξη των χωρών αυτών στην ΕΕ με την υιοθέτηση της περίφημης διακήρυξης γνωστής ως Agenda της Θεσσαλονίκης. Για να γίνει αυτό, χύθηκε πολύ διαπραγματευτικό αίμα από την τότε ελληνική κυβέρνηση του Κ. Σημίτη (ο γράφων ήταν εκεί), καθώς ελάχιστες από τις τότε χώρες-μέλη της ΕΕ ήθελαν την προοπτική ένταξης των Βαλκανίων. Την επέβαλε ουσιαστικά η Ελλάδα με τη συνεργασία δύο-τριών άλλων χωρών. Αλλά βέβαια τότε ήταν η Ελλάδα που είχε φωνή και βάρος στην Ενωση. Μπορούσε να διαπραγματεύεται με αξιοπιστία την ένταξή της στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ), την προσχώρηση των Βαλκανίων, το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα αλλά και να χειρίζεται με «ευρωπαϊκό ήθος» τον πόλεμο στο Ιράκ που είχαν αρχίσει οι ΗΠΑ.

Η νέα σύνοδος πραγματοποιείται κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον της Ενωσης είχε ατονήσει σημαντικά για την περιοχή των Βαλκανίων. Η διαδικασία της διεύρυνσης είχε ουσιαστικά «παγώσει» μετά την ένταξη της Κροατίας (2013). Η οικονομική κρίση και άλλα προβλήματα έκαναν την Ενωση εξόχως εσωστρεφή. Προείχε η διάσωση του συστήματος. Ενώ η εμπειρία της κρίσης της Ελλάδας αλλά και της διεύρυνσης με τις χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης δεν ήταν και ιδιαίτερα ενθαρρυντική για νέα διεύρυνση. Επρεπε να προηγηθεί η εμβάθυνση. Ετσι όταν ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ανέλαβε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2014) διακήρυξε ότι δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά νέα ένταξη χώρας στη διάρκεια της θητείας του. Και όντως δεν υπήρξε. (Υπήρξε όμως το ακριβώς αντίθετο: η απόφαση μιας χώρας, της Βρετανίας, να αποχωρήσει από το σύστημα –Brexit.)
Μια σειρά από εξελίξεις ωστόσο επανέφεραν τα Βαλκάνια στην agenda της Ενωσης και στην επανενεργοποίηση της διευρυνσιακής διαδικασίας. Πρώτα απ’ όλα η συνειδητοποίηση ότι χωρίς την ορατή προοπτική της ένταξής τους τα Βαλκάνια μπορεί να διολισθήσουν σε συγκρουσιακή κατάσταση, με όλες τις ολέθριες συνέπειες για την ευρύτερη ευρωπαϊκή σταθερότητα (προσφυγικές ροές κ.λπ.). Δεύτερον, την απουσία της ΕΕ επιχείρησαν να καλύψουν άλλες δυνάμεις, κυρίως η Ρωσία αλλά και η Κίνα και βεβαίως η Τουρκία. Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των τριών είναι οξύτατοι, ενώ η Ρωσία χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να εδραιώσει την επιρροή της στην ευαίσθητη αυτή περιοχή, καθώς οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται και πάρα πολύ. Τρίτον, οι μεταναστευτικές ροές μέσω του «βαλκανικού διαδρόμου» προς την Κεντρική Ευρώπη υπογράμμισαν επίσης τη γεωγραφική σημασία και όχι μόνο των Βαλκανίων. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Ευρωπαϊκή Ενωση αποφάσισε να θέσει σε επανεκκίνηση τη διευρυνσιακή διαδικασία παρουσιάζοντας μια νέα στρατηγική και ένα νέο πακέτο προτάσεων για την επιτάχυνσή της.

Στη λογική αυτή, προτείνει, μεταξύ άλλων, την ένταξη των δύο χωρών, Μαυροβουνίου και Σερβίας –που έχουν προχωρήσει την ενταξιακή διαπραγμάτευση –μέχρι το 2025, την έναρξη διαπραγματεύσεων με δύο άλλες χώρες, Αλβανία και πΓΔΜ, και την εντατικοποίηση της προενταξιακής προετοιμασίας για τις άλλες χώρες, Βοσνία, Κόσοβο. Το τελευταίο βέβαια απέχει πολύ από την ΕΕ λόγω των ειδικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει με τη Σερβία αλλά και με πέντε άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ, ανάμεσά τους και η Ελλάδα (λόγω Κύπρου), που δεν αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία του. Ετσι η χώρα δεν έχει υποβάλει καν αίτηση ένταξης ακόμη. Στο πλαίσιο αυτό και με τη βοήθεια της Βουλγαρίας ως προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ πραγματοποιείται η δεύτερη βαλκανική διάσκεψη στη Σόφια.

Αλλά ποια είναι η αντίδραση της Ελλάδας, της χώρας που πρωταγωνίστησε στο άνοιγμα της διευρυνσιακής διαδικασίας με τα Βαλκάνια; Το υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε μια ανακοίνωση 714 λέξεων για το διευρυνσιακό πακέτο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τα Βαλκάνια. Στην ανακοίνωση αυτή αφιερώνει τέσσερις (4) ακριβώς λέξεις στη ρητορική υποστήριξη της διεύρυνσης λέγοντας το τετριμμένο ότι «η Ελλάδα διαχρονικά στηρίζει τη διεύρυνση» και τις υπόλοιπες 710 στις προϋποθέσεις, προαπαιτούμενα, κριτήρια, αιρεσιμότητες κ.λπ. που θα πρέπει να εκπληρωθούν για να προχωρήσει η διευρυνσιακή διαδικασία! Ουσιαστικά δηλαδή η Ελλάδα εμφανίζεται εξόχως επιφυλακτική έως αρνητική στην επιτάχυνση της διευρυνσιακής διαδικασίας με τα Βαλκάνια. Από πρωταγωνιστής εμφανίζεται ως ουραγός. Πρόκειται για μια εμφανώς μίζερη προσέγγιση που δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα.

Οπωσδήποτε τα «κριτήρια της Κοπεγχάγης» για την ένταξη (δημοκρατία, σεβασμός κράτους δικαίου, κ.λπ.) θα πρέπει να γίνουν σεβαστά, αλλά δεν χρειάζεται ειδικά η Ελλάδα να πλειοδοτεί σε υπερβολικές, πρόσθετες προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα για να προχωρήσει η διαδικασία. Την ανακοίνωση αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γράψει και η πλέον αρνητική χώρα-μέλος για την ένταξη των Βαλκανίων. Η Ελλάδα οφείλει να ξαναγίνει και πάλι η πρωταγωνιστική δύναμη για την ένταξη των Βαλκανίων στην ΕΕ, καθώς έτσι διασφαλίζει τα δικά της πάγια συμφέροντα για σταθερότητα, δημοκρατία και ευημερία στην περιοχή. Τα ήξεις αφήξεις δεν έχουν κανένα νόημα. Και ούτε οι επιμέρους συναντήσεις ή η απλή κινητικότητα αποτελούν το υποκατάστατο συνεκτικής πολιτικής. Οι βαλκανικές μας αντιφάσεις θα πρέπει να τερματισθούν…

Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο με τίτλο «Ελλάδα – Ευρωπαϊκή Ενωση: Τρία λάθη και πέντε μύθοι» (Θεμέλιο).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ