To «Mινόρε της Αυγής» ήταν το πρώτο ρεμπέτικο που άκουσε στη ζωή του ο Ιταλός Τόμας Κούνστλερ από δύο έλληνες φίλους του όταν σπούδαζε κινηματογραφική παραγωγή στο Λονδίνο. Και έκτοτε άρχισε να αναζητεί να ακούσει ρεμπέτικα τραγούδια, «αφού σε αυτά νιώθω ότι αντανακλάται η προσωπική, βαθιά εσωτερική κατάσταση μελαγχολίας που έχω, μαζί με ένα συναίσθημα λαχτάρας για πρόσωπα που αγάπησα πολύ» μας λέει ο Κούνστλερ. «Πιστεύω ότι το ρεμπέτικο έχει εξαιρετική δύναμη ως κινηματογραφικό υλικό. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως όταν ακούω αυτή τη μουσική νιώθω ότι ενεργοποιείται η ενσυναίσθησή μου». Τόσο που αποφάσισε μετά τις σπουδές του στο Λονδίνο να μην επιστρέψει στη Ρώμη αλλά να εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου άρχισε εξαντλητική έρευνα πάνω στο ρεμπέτικο και ένιωσε να τον συναρπάζει ακαριαία η προσωπικότητα του Μάρκου Βαμβακάρη. Αρχισε να φτιάχνει τη μορφή του σε μικρά ειδώλια από πηλό, όπως και άλλων ρεμπέτηδων, γύρισε δύο animation ταινίες μικρού μήκους που έγιναν viral, το «Δεν λες κουβέντα» και το «Ρεμπέτικο». Τώρα ετοιμάζει μια μεγάλου μήκους βιογραφική non stop animation ταινία με τίτλο «Μάρκος» και συμπαραγωγό το Animasyros. Με ήρωες φτιαγμένους από πηλό, αυτό που ονομάζουμε puppet animation ή claymotion.
Το εξωτικό ρεμπέτικο
«Για έναν Ιταλό το ρεμπέτικο δεν είναι μόνο μουσικά αλλά και κοινωνικά εξωτικό» μας λέει ο Βασίλης Καραμητσάνης, πρόεδρος του Animasyros, το οποίο μέσα σε 10 χρόνια καθιερώθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ του είδους στην Ευρώπη. Πείστηκε τόσο μάλιστα για το αποτέλεσμα της ταινίας που αποφάσισε να γίνει το Αnimasyros για πρώτη φορά στην ιστορία του συμπαραγωγός σε ταινία, με τη βεβαιότητα ότι το φιλμ «έχει τη δυναμική να βγει κανονικά σε μεγάλες αίθουσες». Οταν γνώρισε τον Κούνστλερ στη Σύρο, αυτός είχε φτιάξει ήδη δεκάδες κουκλάκια σαν δοκίμια αυτών που βάζει στην ταινία, τα οποία απεικόνιζαν τον Βαμβακάρη σε κάθε φάση της ηλικίας του: παιδί, έφηβο, νέο, φτασμένο δημιουργό, στην παρακμή του.
«Ο Τόμας προέρχεται από οικογένεια γραφιστών, και μάλιστα με αυτή την ιδιαίτερη αισθητική εικονογράφησης που υπάρχει στην Ιταλία, ενώ ταυτόχρονα τον χαρακτηρίζει ο τρόπος που εκμεταλλεύεται την πλαστικότητα που του δίνει το puppet animation» σημειώνει ο κ. Καραμητσάνης. «Η ταινία που ετοιμάζει για τον Βαμβακάρη έχει μια διάχυτη αχλή μελαγχολίας που απεικονίζει την γκριζόμαυρη εποχή που ζούσαν οι ρεμπέτες, αλλά και τις διακρίσεις σε βάρος τους. Η ταινία αποδίδει αυτό που σήμερα λέμε «ψυχικός πόνος». Κάτι που εύγλωττα και διαβρωτικά αποτυπώνεται στη μουσική του Βαμβακάρη».
Οταν έρχεται η κάθαρση
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε εκτενή έρευνα για τη ζωή του Βαμβακάρη και το ίδιο το ρεμπέτικο, με κάποια μυθοπλαστικά στοιχεία, για την ακρίβεια «τεχνικές μυθοπλαστικές διορθώσεις» παρατηρεί ο κ. Καραμητσάνης. Η ταινία θα έχει διάρκεια περίπου 70 λεπτά και αναμένεται να βγει στους κινηματογράφους το 2019. Υπάρχουν πρωτότυπα σκηνικά σε μικρογραφίες, για τον σχεδιασμό των οποίων έγινε εξαντλητική έρευνα ώστε να αναπαριστούν αρχιτεκτονικά και όχι μόνο την ταραγμένη εποχή που έζησε ο Βαμβακάρης σε Σύρο και Πειραιά. Εκτενείς είναι οι υπαίθριες λήψεις στον Πειραιά, ενώ θα υπάρχουν περί τα 100-150 διαφορετικά κουκλάκια για να αποτυπώσουν κυρίως τον κόσμο στα κακόφημα κέντρα του Πειραιά όπου εμφανιζόταν ο Βαμβακάρης στην αρχή της καριέρας του.
«Οι ταινίες για το ρεμπέτικο που κάνω έχουν, θα έλεγα, μια θεραπευτική αξία, όπως η ίδια η μουσική του. Μια διάσταση κάθαρσης. Πιστεύω ότι με το «Μάρκος» το κοινό θα ζήσει μια σημαντική κινηματογραφική εμπειρία, θα δει έναν κόσμο που σήμερα δεν υπάρχει, θα εξερευνήσει τα μουσική του ρεμπέτικου, τη δυναμική του, και θα ζωντανέψουν οι βασικοί χαρακτήρες που διαμόρφωσαν την ιστορία του» λέει ο Τόμας Κούνστλερ. «Η ζωή του Μάρκου έχει ό,τι χρειάζεται μια ταινία: χαρά, πόνο, έρωτα, βάσανα. Αρα το φιλμ θα αποδώσει αυτή τη γλυκόπικρη ουσία που ορίζει το ίδιο το ρεμπέτικο. Και ελπίζω να δημιουργήσει στο κοινό μια νοσταλγική διάθεση για αυτόν τον χαμένο κόσμο που τόσο καθοριστικά σημάδεψε την ελληνική κοινωνία και κουλτούρα».
Πλήθος χαρακτήρων θα εμφανιστούν σε αυτό το ιδιαίτερο animation με κούκλες. Ο Μάρκος, η πρώτη του γυναίκα Ζιγκοάλα (αποτυπώνεται στην ταινία σαν μια γυναίκα που τον στοίχειωσε), η δεύτερη γυναίκα του Βαγγελιώ, ο γιος του Στέλιος, ο παιδικός του φίλος Μιχάλης, οι γονείς του, η περιβόητη Φραγκοσυριανή, οι ρεμπέτες Νίκος Μάθεσης, γνωστός και ως «Τρελάκιας», Ανέστης Δελιάς, Γιώργος Μπάτης και ο Στράτος Παγιουμτζής (με τους τρεις τελευταίους ο Βαμβακάρης αποτέλεσε την περιβόητη ομάδα με την ονομασία «Η Τετράς του Πειραιά»).
Ο ρεμπέτης και ο τενόρος
Θα αποκαλυφθούν κάποιες ιστορίες λιγότερο γνωστές. Οπως εκείνη όταν ο Μάρκος Βαμβακάρης στη χρυσή του περίοδο βρέθηκε στο στούντιο ηχογράφησης του Παναγιώτη Τούντα. Την ίδια ημέρα ήταν εκεί και ένας διάσημος λυρικός τραγουδιστής που όταν είδε τον Μάρκο άρχισε να φωνάζει ότι δεν πρόκειται να μοιραστεί το στούντιο ηχογράφησης με έναν ρεμπέτη. Το βέτο που έβαλε και η απαξίωσή του είχαν ως αποτέλεσμα να τον διώξει ο Τούντας κακήν κακώς και να ηχογραφήσει μόνο με τον Βαμβακάρη.
Σύμφωνα με το σενάριο ο Μάρκος Βαμβακάρης, ήδη 54 ετών και στην παρακμή του, πηγαίνει με τον γιο του Στέλιο στο Πέραμα και στη διαδρομή τού αφηγείται ιστορίες που χάραξαν την πορεία του και τη σχέση του με το ρεμπέτικο. Μια ακόμα χαρακτηριστική που περιλαμβάνεται στην ταινία είναι η εξής: Ο Μάρκος είναι θρύλος, τον γνωρίζουν όλοι. Κάνει περιοδεία σε όλη την Ελλάδα και για πρώτη φορά ύστερα από 20 χρόνια επιστρέφει στη Σύρο. Παίζει με την «Τετράδα του Πειραιά», όλοι χορεύουν. Με την άκρη του ματιού του εντοπίζει μια νέα όμορφη γυναίκα που τον κοιτάζει μέσα από το πλήθος. Μέχρι να γυρίσει το κεφάλι του όμως, αυτή εξαφανίζεται. Το επόμενο πρωί ο Μάρκος αρχίζει να συνθέτει το τραγούδι του «Φραγκοσυριανή» αφιερωμένο στην άγνωστη καθολική Συριανή. Λίγο αργότερα η ταινία μάς μεταφέρει σε μια ταβέρνα στην Αθήνα τη στιγμή που παίζουν τη «Φραγκοσυριανή» και ξαφνικά τα πάντα σταματούν καθώς ακούγεται η έκρηξη μιας βόμβας. Είναι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος…
«Ομορφη θλίψη» στον Πειραιά
«Θέλω να οδηγήσω το κοινό μέσω αυτής της μουσικής περιπέτειας στα σκοτεινά δρομάκια του Πειραιά και να το βοηθήσω να νιώσει αυτή την «όμορφη θλίψη» του ρεμπέτικου. Ομως πάνω απ’ όλα, αυτή η ταινία είναι το όνειρό μου» λέει ο Τόμας Κούνστλερ. Η σκηνογραφία θα είναι σημαντική σε αυτή τη συνολική αίσθηση, καθώς τα πάντα θα είναι χειροποίητα, τόσο τα σκηνικά όσο και τα μικροσκοπικά αντικείμενα στην ταβέρνα ή στο σπίτι, «ώστε να δημιουργηθεί μια ζεστή και ταυτόχρονα σκληρή ατμόσφαιρα που πιστεύω πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να απεικονιστεί ο κόσμος των υπογείων του Πειραιά του ’30». Το φιλμ όμως θα έχει και μια λεπτομερή επισκόπηση για την εξέλιξη του ρεμπέτικου πέραν του Βαμβακάρη, από τις επιρροές των προσφύγων που έφτασαν από τη Μικρά Ασία (υπάρχουν και σχετικές στιγμές άφιξης στον Πειραιά την ώρα που ο Μάρκος δούλευε στο λιμάνι), μέχρι την καθιέρωση και μετά την παρακμή που έκανε την κοινή γνώμη να αντιμετωπίζει τους ρεμπέτες ως παρίες. Ετσι θα υπάρξουν μουσικές αναφορές και στους Εσκενάζυ, Τσιτσάνη, Κερομύτη και άλλους διαμορφωτές του ρεμπέτικου και της μουσικής ύστερα από αυτό. Και όπως έλεγε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, «ο Βαμβακάρης είναι το δέντρο της λαϊκής μας μουσικής και όλοι οι άλλοι τα κλαδιά».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ