Μary Beard
Γυναίκες & Εξουσία. Ενα μανιφέστο

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018
σελ. 138, τιμή 11 ευρώ

Τι κοινό έχουν ο αποκλεισμός της Πηνελόπης στον γυναικωνίτη και η ήττα της Χίλαρι Κλίντον στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016; Εκ πρώτης όψεως, τίποτα, έως ότου τουλάχιστον η Μέρι Μπέαρντ, διαπρεπής κλασικίστρια του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, επισημάνει ότι εντάσσονται στο ίδιο συνεχές της ανδρικής περιχαράκωσης και αποκλεισμού του δημόσιου λόγου των γυναικών. Στο τελευταίο της συνοπτικό, δηκτικό και οξυδερκές δοκίμιο με τίτλο «Γυναίκες και εξουσία» η Μπέαρντ δεν σκοπεύει βέβαια να υποστηρίξει ότι η θέση της γυναίκας έχει παραμείνει αναλλοίωτη στην κοινωνία εδώ και 2.000 χρόνια. Θα επιχειρηματολογήσει όμως υπέρ της θέσης ότι παρά τις επαναστατικές αλλαγές του 20ού αιώνα στην πορεία προς την ισότητα η δημόσια παρουσία των γυναικών, και ιδιαίτερα ο λόγος τους, περιορίζεται από βαθιά παγιωμένους στη δυτική κουλτούρα μηχανισμούς.

Δικαίωμα έκφρασης

Η εξουσιαστική προτροπή του νεαρού Τηλέμαχου προς τη μητέρα του, Πηνελόπη, να επιστρέψει στο δωμάτιό της στη ραψωδία Α της «Οδύσσειας» αποτελεί την καταστατική αρχή αποκλεισμού της δημόσιας φωνής της γυναίκας. Ρητορική και λόγος ήταν ιδιότητες σύμφυτες με τον ανδρισμό στην αρχαιότητα, επομένως η κουλτούρα της περιόδου αναγνωρίζει δικαίωμα έκφρασης στη γυναίκα μόνο ως θύμα ή ως μάρτυρα. Περιπτώσεις όπως αυτές της Λουκρητίας, της Φιλομήλας ή της Ορτανσίας στη λατινική γραμματεία, στιγμές δηλαδή που στη γυναίκα επιτρέπεται να καταγγείλει τον βιασμό ή να υπερασπίσει τη συμφέροντα του φύλου της, συνιστούν τις επιτρεπόμενες εξαιρέσεις. Το ίδιο συνέβαινε αν επρόκειτο να μιλήσει υπέρ της οικογένειας, του συζύγου ή των παιδιών της. Αντίθετα, η Αφρανία, η οποία σύμφωνα με έναν ρωμαίο ανθολόγο του 1ου αι. μ.Χ. διεκδικούσε λόγο στο φόρουμ με «αλλεπάλληλες αγωγές ενώπιον των πραιτόρων», χαρακτηριζόταν «ασύνετη» επειδή αγόρευε η ίδια στις υποθέσεις της, σε σημείο μάλιστα που «εξαντλούσε τους πάντες με τις «υλακές» και τα «γαβγίσματά» της».

«Μια γυναίκα που θα μιλούσε δημόσια εξ ορισμού δεν ήταν γυναίκα –στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις» διαπιστώνει η Μπέαρντ. Ακριβώς αυτή τη διάκριση φαίνεται να κληροδοτεί η αρχαιότητα στους νεότερους χρόνους. Εξ ου και στην ομιλία της Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας στα στρατεύματά της το 1588 εν αναμονή της ισπανικής επίθεσης της «Αήττητης Αρμάδας» ο λόγος της, μεταφερόμενος από έναν «αναξιόπιστο σχολιαστή», κάνει ρητή αναφορά στην παρομοίωση της βασίλισσας με βασιλιά, του θηλυκού με αρσενικό. Τα στεγανά για την Μπέαρντ παραμένουν ως σήμερα: το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και γνώρισε δύο γυναίκες πρωθυπουργούς, τη Μάργκαρετ Θάτσερ και την Τερέζα Μέι, δεν είχε ποτέ γυναίκα υπουργό Οικονομικών, ενώ η Τζάκι Οτλι, η πρώτη σχολιάστρια στην ιστορία του «Match of the Day», προγράμματος-θεσμού του BBC και μακροβιότερης σήμερα ποδοσφαιρικής εκπομπής στον κόσμο (από το 1964), γνώρισε το 2007 καταιγισμό αρνητικών ανδρικών σχολίων. «Οσες γυναίκες καταφέρνουν να επιβάλουν τη φωνή τους, πολύ συχνά υιοθετούν κάποια παραλλαγή της «ανδρόγυνης» οδού» σχολιάζει η βρετανίδα κλασικίστρια. «Αυτό επέλεξε η Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν έκανε μαθήματα φωνητικής, για να προσδώσει στη φωνή της βάθος προκειμένου να αυξήσει το κύρος της».

Κύρος και εξουσία

Η παρατήρηση αυτή σχετικά με το κύρος και την εξουσία συνιστά πρόλογο για το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Καίρια επισήμανση και απαρχή του συλλογισμού της Μπέαρντ αποτελεί εδώ η διαπίστωση ότι «το διανοητικό και πολιτισμικό μας πρότυπο για τα πρόσωπα που κατέχουν εξουσία παραμένει καθοριστικά αρσενικό. […] Για να το θέσω διαφορετικά, δεν έχουμε κάποιον οδηγό, κάποιο πρότυπο, για το πώς μοιάζει μια «ισχυρή» γυναίκα· το μόνο που μας έρχεται στον νου είναι ότι μάλλον μοιάζει με άντρα». Τα κοστούμια και τα παντελόνια της Ανγκελα Μέρκελ ή της Χίλαρι Κλίντον είναι ενδεικτικά. Αν από τη μια πλευρά, λέει η Μπέαρντ, οι επιλογές αυτές δηλώνουν «την άρνηση των ισχυρών αυτών γυναικών να γίνουν δέσμιες της εμφάνισής τους, όπως είναι η μοίρα πολλών συζύγων πολιτικών», από την άλλη συνιστά και «μια απλή τακτική -όπως το χαμήλωμα του τόνου της φωνής –[…] ώστε μια γυναίκα να φαίνεται περισσότερο αρρενωπή, ώστε να ταιριάζει στην εξουσία». Και πάλι το σήμερα διαλέγεται με τα πρότυπα που παρέχει η αρχαιότητα. Η «ανδρόβουλος» Κλυταιμνήστρα, δολοφόνος του συζύγου της Αγαμέμνονα, ο μύθος των Αμαζόνων, η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη λειτουργούν στην πραγματικότητα ως άρνηση, όχι ως επιβεβαίωση της γυναικείας φύσης. Διόλου παράξενο που οι ακραίοι Ρεπουμπλικανοί δεν αρκέστηκαν στο σύνθημα «Lock her Up!» αλλά προχώρησαν σε μια δημιουργική αναμόρφωση του αγάλματος του Μπενβενούτο Τσελίνι από τον 16ο αιώνα το οποίο εικονίζει τον Περσέα να κραδαίνει το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας με τον Ντόναλντ Τραμπ στον ρόλο του ήρωα και τη Χίλαρι Κλίντον στη θέση του αποκεφαλισμένου τέρατος.
Συμβολικές διαφοροποιήσεις, και μάλιστα με αντιστροφή των σημείων εκείνων που υποτίθεται ότι την αποδυναμώνουν, έχει ενίοτε πετύχει η γυναικεία εξουσία: η Μπέαρντ θυμίζει τη μεταθατσερική χρήση του όρου «handbag» στη βρετανική πολιτική όπου η «τσαντιά» δηλώνει τη χωρίς οίκτο συντριβή ενός προσώπου ή μιας ιδέας. Παρόμοιες περιπτώσεις, ωστόσο, εξηγεί, εμπίπτουν στην κατηγορία των τεχνασμάτων. Εφόσον η εξουσία αντιμετωπίζεται ως κάτι που αφορά την ελίτ, τις ηγετικές ικανότητες, το δημόσιο κύρος, το διεκδικήσιμο κτήμα, και εφόσον ασκείται από άνδρες, απαιτείται η διαφορετική πρόσληψή της ώστε να ταυτιστεί με τις γυναίκες. «Σημαίνει ότι θα την αποσυνδέσεις από το δημόσιο κύρος. Σημαίνει ότι θα τη σκεφτείς ως συνεργασία, ως εξουσία και των οπαδών, όχι μόνο των ηγετών. Σημαίνει, πάνω απ’ όλα, ότι θα αρχίσεις να θεωρείς την εξουσία αρετή και προσόν, όχι κτήμα».
Μια τέτοια αντίληψη περί εξουσίας θα αποτελούσε προφανώς ιδεατή απάντηση στο αδιέξοδο της σημερινής πολιτικής.

Ωστόσο, όσον αφορά τη χρήση της εξουσίας, τα κορυφαία παραδείγματα σύγχρονων γυναικών πολιτικών, είτε πρόκειται για την Ανγκελα Μέρκελ και τη Χίλαρι Κλίντον είτε για την Ιντιρα Γκάντι, την Κριστίνα Φερνάντες και την Ντίλμα Ρούσεφ, δείχνουν περισσότερο εξαρτώμενα από το σχήμα της εκάστοτε πολιτικής κουλτούρας παρά από μια διακριτή έμφυλη πρόσληψή της. Πράγματι, και η ίδια η Μπέαρντ τη διατυπώνει ως πρόταση διαφοροποίησης του πεδίου άσκησης της πολιτικής. Ζήτημα, όπως τονίζει σε πολλά σημεία του βιβλίου, ανάγκης στοχασμού πάνω στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε όλοι μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ