Ελαφρά ελληνικά τραγούδια
Αλέξης Πανσέληνος Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018
σελ. 328, τιμή 15,50 ευρώ
Πώς μπορεί να συναντηθούν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (από το 1950 μέχρι και το 1953) ένας ζωγράφος που χαλάει ξαφνικά τις σχέσεις του με έναν σημαντικό οικονομικό παράγοντα, μια πλούσια κόρη με άστατη καρδιά, ένας βιομήχανος χαλβά, ένας επιχειρηματίας με αδιαφανές δίκτυο δραστηριοτήτων, ένας κεντροαριστερός δικηγόρος που εκλέγεται βουλευτής, ένας πιτσιρικάς που είναι βυθισμένος στις σεξουαλικές του φαντασιώσεις, ένα πρώην στέλεχος της ΟΠΛΑ που είναι πλέον έτοιμο να αναλάβει οποιαδήποτε ύποπτη δουλειά, δυο αδέλφια με αιμομικτικό δεσμό, ένας στρατιωτικός που αγωνίζεται πάση θυσία να αποφύγει τη συμμετοχή του στον πόλεμο της Κορέας και ένας παράξενος πρωτοπρόσωπος αφηγητής που ξέρει όσο κανένας άλλος την τέχνη των μεταμορφώσεων; Και επιπροσθέτως, τι ακριβώς κάνουν κοντά σε ανθρώπους σαν κι αυτούς μορφές της ιστορίας και της λογοτεχνίας, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Γεώργιος Καρτάλης, ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιάννης Σκαρίμπας, ο Αγγελος Τερζάκης, ο Μ. Καραγάτσης και ο Στράτης Μυριβήλης; Και επίσης πώς θα συνδεθούν όλα αυτά με τα καλλιστεία και την παρουσίασή τους από φιλόδοξες νεαρές ηθοποιούς, με τις εκτελέσεις των κομμουνιστών ή με τον βασιλιά, τον ρόλο της Αυλής, τις παρεμβάσεις των Αμερικανών και τη δράση της κατασκοπίας;
Τα Ελαφρά ελληνικά τραγούδια του Αλέξη Πανσέληνου δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα (αν και έχουν κάθε προϋπόθεση για να λειτουργήσουν με έναν τέτοιο τρόπο) ούτε τοιχογραφία μιας περιόδου και κάποιων γενεών (αν και διαθέτουν το αναπεπταμένο πεδίο για να κοιτάξουν και προς αυτή την κατεύθυνση). Ο συγγραφέας ξεκινάει από τα τραγούδια και τις μουσικές που ακούγονται αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (από τους στίχους του Μενεστρέλ μέχρι τα κομμάτια του Βαμβακάρη, του Μητσάκη και του Σουγιούλ), βάζοντας επίσης στο παιχνίδι κέντρα διασκέδασης, εμπορικά μαγαζιά, ζαχαροπλαστεία, τυπογραφεία, ταβέρνες και ξενοδοχεία, χωρίς εκ παραλλήλου να παραλείψει δημοφιλή αναγνώσματα, μάρκες τσιγάρων και αστυνομικά περιοδικά, συνδυασμένα με τη μόδα που ντύνει άντρες και γυναίκες ή με τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και τις συνοικίες της.
Η αφήγηση δεν τείνει προς την πύκνωση και τη σύνθεση, αλλά προς την πολυκεντρικότητα και την πολυμέρεια, καθώς οι ιστορίες τις οποίες στεγάζει αποφεύγουν να συνταιριαστούν οργανικά μεταξύ τους, περιορισμένες είτε σε μια συγκυριακή είτε σε μιαν απλώς τυχαία επαφή. Παραμένοντας σε αυτή την ελλειπτική τροχιά θα αποκτήσουν γρήγορα μεγάλη αυτονομία (κάποτε είναι δυνατόν να τις διαβάσουμε σαν ξεχωριστά διηγήματα), χωρίς από την άλλη μεριά να πάψουν να αποτελούν ένα σαφώς συγκολλητικό υλικό, όπου τον λόγο διεκδικεί και η αυτοβιογραφία μείον τον οποιονδήποτε νοσταλγικό εκβιασμό (ο μικρός Στάθης εκπροσωπεί την παιδική ηλικία του Πανσέληνου και ο κεντροαριστερός δικηγόρος που έχει γίνει βουλευτής δεν είναι άλλος από τον πατέρα του Ασημάκη). Και τι αναδεικνύει αυτό το υλικό; Μα, μιαν Αθήνα που μολονότι εξακολουθεί να βρίσκεται στη μέγγενη του Εμφυλίου, προσπαθεί απεγνωσμένα να ατενίσει την ελπίδα, πλέκοντας εκ νέου το ατομικό και το συλλογικό στην προοπτική ενός ριζικά καινούργιου κόσμου. Ο κόσμος βέβαια αυτός δεν θα ανατείλει ποτέ, εκτός κι αν εμπιστευτούμε την απογειωτική φαντασία των τελευταίων αράδων του βιβλίου που δείχνουν τι θα μπορούσε όντως να σημαίνει μια άλλη διάταξη των πραγμάτων. Ο Πανσέληνος κεντάει στον καμβά του τα πιο διαφορετικά στοιχεία (από το έλασσον στο μείζον και τανάπαλιν) δίχως να χάνει ούτε στιγμή τον έλεγχο της οικονομίας του και κατορθώνοντας να μας μεταδώσει το σημαντικότερο: την αίσθηση της ζωής πάνω στο ακατάπαυστο κύλισμά της.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ