Πώς και δεν επενέβη η Ρωσία στη «βελούδινη επανάσταση» στην Αρμενία, μια μικρή, φτωχή χώρα του Καυκάσου, που ανήκει παραδοσιακά, από την εποχή των τσάρων, στη σφαίρα επιρροής του Κρεμλίνου;
Τι εξηγεί αυτή την ασυνήθιστη αδιαφορία-παθητικότητα του Βλαντίμιρ Πούτιν, που δεν έκανε τίποτε καθώς ο φιλορώσος πρωθυπουργός (και δύο φορές πρώην πρόεδρος) Σερζ Σαρκισιάν βρέθηκε αντιμέτωπος με λαϊκές διαμαρτυρίες στους δρόμους (κατηγορούμενος για αυταρχισμό α λα Πούτιν και διαφθορά) και εν τέλει αναγκάστηκε να παραιτηθεί;
Οι περισσότεροι αποδίδουν την αδράνεια του Πούτιν στο γεγονός ότι η Αρμενία δεν είναι Ουκρανία, ούτε Γεωργία και ο «τσάρος» δεν έχει ρεαλιστικούς λόγους να φοβάται «αλλαγή καθεστώτος», με εμπλοκή της CIA, των Ευρωπαίων ή και έντονα αντιρωσικών εγχώριων πολιτικών δυνάμεων εκεί.
Επισήμως, η Μόσχα χαρακτήρισε «εσωτερικό ζήτημα» τα γεγονότα στην Αρμενία και δεν έκανε τίποτα για να καταστείλει τις διαμαρτυρίες, γιατί γνωρίζει ότι όποια κυβέρνηση και αν αναλάβει (νέες εκλογές αναμένεται να προκηρυχθούν κάποια στιγμή στο μέλλον), η Αρμενία δεν πρόκειται να μπει στο ΝΑΤΟ ή στην ΕΕ –θα παραμείνει δεμένη στο άρμα της Ρωσίας, από την οποία εξαρτάται στρατιωτικά και οικονομικά.
«Προτεραιότητα οι σχέσεις με τη Μόσχα»
Ο ηγέτης της «ειρηνικής επανάστασης» Νικόλ Πασινιάν, ο οποίος εξελέγη μεταβατικός πρωθυπουργός από τη Βουλή στο Ερεβάν την Τρίτη, έσπευσε ήδη να τονίσει ότι «προτεραιότητα θα είναι οι σχέσεις με τη Μόσχα», ιδίως η στρατιωτική συνεργασία.
Ο 42χρονος πρώην δημοσιογράφος, που έβγαλε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους υποχρεώνοντας τελικά σε παραίτηση τον βετεράνο Σαρκισιάν με κίνημα ειρηνικής πολιτικής ανυπακοής, χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός, φρόντισε να καθησυχάσει το Κρεμλίνο.
Ναι, ο Πασινιάν προέρχεται από το μικρό πολιτικό μπλοκ Yelk, που σημαίνει Εξοδος, επειδή ζητούσε την αποχώρηση της Αρμενίας από την Ευρασιατική Οικονομική Ενωση (την απάντηση του Πούτιν στην ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης). Αλλά από τότε που βρέθηκε στην κορυφή του κινήματος διαμαρτυρίας, έχει ρίξει τους τόνους, επιμένοντας ότι οποιαδήποτε τελική απόφαση σχετικά με τις μελλοντικές διεθνείς οικονομικές συμφωνίες της Αρμενίας πρέπει να ληφθεί με δημοψήφισμα. Και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι Αρμένιοι (2,9 εκατ. άνθρωποι) εκτιμούν βαθιά τους ιστορικά στενούς δεσμούς με τη Ρωσία.
Ακόμα πιο σημαντικό: το Κρεμλίνο γνωρίζει ότι η Αρμενία θα παραμείνει πιστή στη Ρωσία, από την οποία εξαρτάται απολύτως για την ασφάλειά της. Τα τελευταία 10 χρόνια, ο πρώην ηγέτης Σαρκισιάν είχε εγκάρδιες, αν και όχι ιδιαίτερα θερμές, σχέσεις με τον Πούτιν. Μακριά από τις κάμερες, οι δύο πρόεδροι διαφωνούσαν σχετικά με την έκταση της στρατιωτικής βοήθειας της Ρωσίας στην Αρμενία και, πιο ανησυχητικό για τον Σαρκισιάν, την πώληση από την Ρωσία προηγμένων όπλων προς το Αζερμπαϊτζάν, εχθρικό γείτονα της Αρμενίας.
Προς το παρόν, οι ρώσοι αναλυτές δεν βλέπουν λόγους να υποψιάζονται ότι ο Πασινιάν, ή όποιος άλλος διάδοχος του Σαρκισιάν, θα βλάψει τη στρατηγική συμμαχία με τη Μόσχα, κυρίως διότι η Αρμενία δεν έχει βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις. Σε αντίθεση με τα φαινομενικά προηγούμενα στην Ουκρανία και τη Γεωργία, δεν υπάρχει προοπτική για ένταξη της Αρμενίας στο ΝΑΤΟ στο εγγύς μέλλον.
Οι δύο προϋποθέσεις
Ιστορικά, για να παρέμβει ο Πούτιν σε έναν από τους δορυφόρους της σοβιετικής εποχής, πρέπει να συντρέχουν τουλάχιστον δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να δει μια οξεία, άμεση απειλή για τα ζωτικά, εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας, όπως η πιθανή επέκταση ανταγωνιστικών δυτικών δυνάμεων (ΝΑΤΟ, ΕΕ) πολύ κοντά στα σύνορα της Ρωσίας. Δεύτερον, οι πιθανότητες για υπεράσπιση ή προώθηση των ζωτικών συμφερόντων της Ρωσίας μέσω της χρήσης στρατιωτικής βίας πρέπει να είναι σχετικά υψηλές (όπως στην Κριμαία).
Η πρώτη προϋπόθεση λείπει στην Αρμενία, επειδή η κυρίαρχη, φιλορωσική πτέρυγα της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της χώρας έχει διατηρήσει την εξουσία. Το κόμμα του Σαρκισιάν κυριαρχεί στη Βουλή, και με τη δική του στήριξη εξελέγη μεταβατικός πρωθυπουργός ο Πασινιάν (στη δεύτερη απόπειρα).
Για να παρέμβει η Ρωσία, ο Πασινιάν θα πρέπει να κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές και να προωθήσει με αποφασιστικότητα την ένταξη της Αρμενίας στο ΝΑΤΟ ή/και στην ΕΕ. Μέχρι στιγμής, δεν έχει δείξει τέτοιες προθέσεις.
Οποιες και αν είναι οι προσωπικές απόψεις του, συνειδητοποιεί ότι ούτε το ΝΑΤΟ έχει τη διάθεση να δεχθεί περισσότερα μετα-σοβιετικά κράτη βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, και η Αρμενία δεν έχει βιώσιμη εναλλακτική λύση, άλλη από τη Ρωσία ως εγγυήτρια της ασφάλειάς της, ενώ αντιμετωπίζει μονίμως δύο ιστορικούς εχθρούς στα σύνορά της, το Αζερμπαϊτζάν και βέβαια την Τουρκία.
Η Ρωσία έχει μια μεγάλη στρατιωτική βάση στην Αρμενία, οπότε αν η Μόσχα αποφασίσει να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία εκεί, θα μπορούσε θεωρητικά να το κάνει πιο γρήγορα από ό,τι στην Ουκρανία ή στη Γεωργία. Αλλά, προς το παρόν τουλάχιστον, τα οφέλη θα ήταν μικρότερα από τις συνέπειες και από το κόστος μιας τέτοιας παρέμβασης.
«Λάθος υπολογισμός»
Για «λάθος υπολογισμό από υπερφόρτωση, κυρίως λόγω της Συρίας» που δεν επέτρεψε στο Κρεμλίνο να κινηθεί γρήγορα από την αρχή της διαμαρτυρίας, τον Απρίλιο, μιλάει ο Πάβελ Μπάεφ σε ανάλυση για το Ινστιτούτο Brookings.
Η ιδέα ότι «η ρωσική αδράνεια στην Αρμενία ήταν ένα λάθος μπορεί να φανεί υπερβολική, αλλά βασίζεται στο γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα της Ρωσίας είναι συγκεντρωτικό σε ακραίο βαθμό –και η προσοχή του ηγέτη που λαμβάνει τις αποφάσεις (σ.σ. του Πούτιν) είναι αναπόφευκτα περιορισμένη» γράφει ο Μπάεφ.
Και εξηγεί: «Τη στιγμή που άρχιζε να φουντώνει η λαϊκή εξέγερση στην Αρμενία, η δέσμευση της Ρωσίας στη Συρία απαιτούσε όχι μόνο περισσότερους πόρους από τη Μόσχα (για παράδειγμα, για την ανασυγκρότηση του συστήματος αεροπορικής άμυνας της Συρίας), αλλά και επικέντρωση της προσοχής σε αυτήν την ταχέως μεταβαλλόμενη κρίση. Εν τω μεταξύ, υπήρξαν κλιμακούμενες εντάσεις στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, αφού το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε νέες βαρύτατες κυρώσεις, οι οποίες υποχρέωσαν ορισμένους στη Μόσχα να αναρωτηθούν αν η κυβέρνηση του Τραμπ είχε πραγματικά στόχο να υπονομεύσει την ελίτ που στηρίζει το καθεστώς του Πούτιν.
Η ανάγκη παρακολούθησης των εξελίξεων στην κορεατική χερσόνησο, όπου η έκθεση της Ρωσίας είναι υψηλή αλλά ο αντίκτυπος χαμηλός, αποτέλεσε άλλη μια πηγή άγχους, επομένως το σύστημα λήψης πολιτικών αποφάσεων στη Μόσχα αντιμετώπισε σημαντική υπερφόρτωση, πράγμα που αναπόφευκτα οδηγεί σε λάθος υπολογισμούς και καθυστερήσεις».
Επιπλέον, σημειώνει ο Μπάεφ, «από την έναρξη της κρίσης στην Ουκρανία στις αρχές του 2014, ο Πούτιν έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για τους μετασχηματισμούς της σύγκρουσης στον Καύκασο, και ποτέ δεν ανέπτυξε ιδιαίτερη χημεία με τον Σαρκισιάν. Το γρήγορο τέλος στην κλιμάκωση της σύγκρουσης στο Ναγκόρνο Καραμπάχ (σ.σ.: θύλακας με αρμενικό πληθυσμό εντός του Αζερμπαϊτζάν) τον Απρίλιο του 2016 θεωρήθηκε ως απόδειξη της ικανότητας της Ρωσίας να ελέγχει το status quo στον Καύκασο».
Ετσι, «είναι πολύ πιθανό ότι οι σύμβουλοι του Πούτιν θεώρησαν την ειρηνική πορεία τύπου Γκάντι του Πασινιάν σε όλη την Αρμενία στις αρχές Απριλίου σαν απλό θέατρο από έναν περιθωριακό ταραξία. Παρότι μια στρατιωτική επέμβαση αποκλειόταν, η Ρωσία έχει καταφέρει να εφαρμόσει ένα ευρύ φάσμα υβριδικών μέσων που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν αποτελεσματικά για να στηρίξουν τον Σαρκισιάν στο Ερεβάν. Αλλά η Μόσχα έχασε τη σωστή στιγμή για μια τέτοια έμμεση προβολή ισχύος» καταλήγει ο Μπάεφ.
HeliosPlus