Κάθε δύο χρόνια, τις ζυγές χρονιές, το Σαλόνι Αυτοκίνητου του Παρισιού επαναφέρει στο προσκήνιο της παγκόσμιας αυτοκίνησης την Πόλη του Φωτός και τη συμβολή της στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής οπτικής για το αυτοκίνητο. Μέσα από τις θεματικές εκθέσεις αλλά και από άγνωστες ιστορίες στο παρασκήνιο κάθε έκθεσης ανακαλύπτουμε την αλήθεια για πράγματα που είχαμε φανταστεί αλλιώς. Στη διοργάνωση του 1950, για παράδειγμα, ο Φερδινάνδος Πόρσε, της ομώνυμης αυτοκινητοβιομηχανίας, δέχθηκε την επίσκεψη του Μαξ Χόφμαν, ενός αυστριακού επιχειρηματία που είχε μετακομίσει από τη γενέτειρά του στο Παρίσι και μετά στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας τού ’30. Ο πατέρας του Χόφμαν ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου ποδηλάτων και μέγας θαυμαστής των αυτοκινήτων, κάτι που δεν άφησε αδιάφορο τον νεαρό γόνο της οικογένειας Χόφμαν, ο οποίος το 1947 ίδρυσε στην (τότε) πιο εύπορη περιοχή του Μανχάταν, το Upper East Side, τη Hoffman Motor Company.
Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, ο Μαξ συνδύαζε δύο ασυνήθιστα για την εποχή και τον τόπο χαρακτηριστικά: τις μηχανολογικές γνώσεις με μια ιδιαίτερη –προφανώς ευρωπαϊκή –αισθητική καλλιέργεια. Λάτρευε το design και ήταν φανατικός συλλέκτης έργων τέχνης. Οταν το 1950 ο ελβετός δημοσιογράφος Μαξ Τρες έδειξε στον τότε 46χρονο Χόφμαν φωτογραφίες της πρώτης Porsche 356 o Αυστριακός είδε στο εμβληματικό sportscar μια επιχειρηματική ευκαιρία σε ένα έργο τέχνης. Αρχικώς παρήγγειλε δύο και αφού τις οδήγησε στις ΗΠΑ επιδεικνύοντας στους Αμερικανούς την άγνωστη Porsche, ταξίδεψε στο Παρίσι για τη συνάντηση με τον Φερδινάνδο Πόρσε. Εκεί συμφώνησε για την αγορά άλλων 15 αυτοκινήτων, λαμβάνοντας ταυτόχρονα τον τίτλο του ανεπίσημου εισαγωγέα Porsche στις ΗΠΑ.
Στο καθαρά επιχειρηματικό πεδίο ο Χόφμαν έκανε όλα όσα γνώριζε ότι θα άγγιζαν το αμερικανικό κοινό: συμμετείχε σε αγώνες και κέρδιζε, πρόβαλλε διαρκώς τον οδηγοκεντρικό χαρακτήρα των γερμανικών μοντέλων έναντι των αντίστοιχων αμερικανικών και μετατόπισε το ενδιαφέρον του πιο ψαγμένου κοινού της εποχής από την επίσης ευρωπαϊκή Jaguar στην Porsche αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Προτιμώ το φινίρισμα, τη δεξιοτεχνία και την οδική συμπεριφορά μιας Porsche από οτιδήποτε άλλο στην ίδια τιμή».
Η επίδραση της 356 στον ψυχισμό του Χόφμαν ήταν τεράστια και καθοριστική για την καθημερινή του ζωή. Πέρα από τον ρόλο που του αποδίδεται για τη δημιουργία της έκδοσης 356 Speedster, o αυστριακός φιλότεχνος απευθύνθηκε στον αμερικανό αρχιτέκτονα Φρανκ Λόιντ Ράιτ για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα: να «ζει» με την 356 ακόμη και όταν δεν την οδηγούσε. Ο Ράιτ θεωρείται ο εμπνευστής του στυλ Usonian που ήθελε τα σπίτια ενταγμένα απόλυτα στο φυσικό περιβάλλον χωρίς υπερβολές: κτίρια χαμηλού προφίλ με ελαφρώς κεκλιμένες στέγες και μεγάλες προεξοχές, κατασκευασμένα από φυσικά υλικά, με πολύ μεγάλα παράθυρα αντί για τοίχους και ενιαίο εσωτερικό –μια ιδιαίτερα πρωτοποριακή αντίληψη για την εποχή.
Ο Χόφμαν, συνεπαρμένος από τον τολμηρό σχεδιασμό και τους πειραματισμούς του αμερικανού αρχιτέκτονα, του ανέθεσε το 1955 τη σχεδίαση του δικού του σπιτιού. Από εκεί προέρχονται οι φωτογραφίες που βλέπετε, με την 356 να είναι ορατή από τις περισσότερες γωνίες, ως μέλος της οικογένειας του ιδιοκτήτη αλλά και ως ιεραπόστολος μιας λογικής που επανέρχεται στο προσκήνιο από αυτοκινητοβιομηχανίες οι οποίες επιχειρούν σήμερα να αναβιώσουν μία από τις χαρακτηριστικότερες προσεγγίσεις του 20ού αιώνα για το δίπολο «οικία-αυτοκίνητο».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Μαίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ