«Οήλιος ανατέλλει από τα παράλια βουνά της Μασσαλίας και τα βαθυγάλανα νερά τον δέχονται με μια ηδονική φρικίαση. Τα μπαμπακένια μικρά σύγνεφα της Ανατολής χρυσίζουν κ’ έπειτα αναφλέγονται. Τα ξερονήσια ροδίζουν. (…) Μ’ αρέσει να βλέπω τα λιμάνια να ξυπνάνε. Στις έρημες ακόμα αποβάθρες δε βλέπει κανείς παρά δυο-τρεις γέρους που ακουμπώντας στους παχειούς σιδερένιους στύλους απ’ όπου πιάνονται τα σχοινιά των αραγμένων καραβιών, καπνίζουν αργά την πίπα τους. Ενας ψαράς, σκυμμένος μέσα στη βάρκα του, βγάζει μ’ ένα μικρό τενεκέ τα νερά της. Οι αχτίδες του ήλιου επισκέπτονται, ένα-ένα τα γέρικα καΐκια τ’ αραγμένα πλάι-πλάι –και τα ξυπνάνε. Τα μαύρα σκυλιά τους στέκονται στις πλώρες και χασμουριούνται».
Μόνο τα μαύρα σκυλιά που περιγράφει ο Κώστας Ουράνης στο «Από τον Ατλαντικό στη Μαύρη Θάλασσα» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας) δεν είδα εγώ εκείνο το πρωί, στην προκυμαία του μεγαλύτερου λιμανιού της Γαλλίας. Αντ’ αυτών είδα δύο κατάμαυρες γάτες που περίμεναν να τους ρίξουν το πρωινό τους ψάρι. Ολα τα άλλα, και οι ηλικιωμένοι με τις πίπες τους και οι ψαράδες και τα καΐκια και οι αχτίδες του ήλιου, ήταν εκεί, σε μια επαναλαμβανόμενη με κάθε ανατολή εικόνα, έναν πίνακα λουσμένο στο διάσημο φως της Κυανής Ακτής που ζωντανεύοντας αέναα επιβεβαιώνει πως αυτό το λιμάνι έχει ψυχή αγέραστη.
Μασσαλία, λοιπόν! Με ιστορία 26 αιώνων, αποικία της Φώκαιας, αρχαίας πόλης της Ιωνίας. Το μεγαλύτερο, σήμερα, λιμάνι της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης. Πατρίδα της «Μασσαλιώτιδας», του πολεμικού εμβατηρίου που τραγουδούσαν οι Μασσαλιώτες και έγινε εθνικός ύμνος της χώρας. Μια τεράστια αγκαλιά που σχηματίζεται από τους γύρω κατάφυτους λόφους και φτάνει στη θάλασσα, καταλήγει σε μια μακρόστενη ορθογώνια μαρίνα γεμάτη σκάφη και βάρκες. Και που κλείνει μέσα της χιλιάδες μετανάστες –Αφρικανούς και Αραβες, Τούρκους, Αρμένιους, Εβραίους, Κινέζους και τόσους άλλους –που βρήκαν σε αυτό το σημείο της Μεσογείου μια νέα πατρίδα. Αυτή η αίσθηση της φτωχομάνας γίνεται ιδιαίτερα έντονη στις υποβαθμισμένες ακόμη γειτονιές γύρω από το κέντρο, αν και η κατάσταση, λένε, έχει αλλάξει προς το καλύτερο.
Ανατρέχω σε δημοσίευμα του «Βήματος» στις 27/9/2012. Τίτλος: «Μασσαλία, η πιο επικίνδυνη πόλη στην Ευρώπη για τους νέους». Υπότιτλος: «18 έφηβοι έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο συμμοριών αυτό το καλοκαίρι». Διαβάζω πως «το 26% των κατοίκων της πόλης ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, με το ποσοστό αυτό να ανέρχεται στο 40% στα βόρεια, υποβαθμισμένα προάστια, εκεί όπου βασιλεύει η (παρ)ανομία, το έγκλημα, το εμπόριο ναρκωτικών και οι αλληλοσκοτωμοί ανάμεσα στις συμμορίες νεαρών που διακινούν την κοκαΐνη και τα χάπια». Παρότι η κατάσταση έχει πράγματι βελτιωθεί τώρα και νιώθει κανείς μεγαλύτερη ασφάλεια, ο αέρας εκτός από θαλασσινό ιώδιο εξακολουθεί να φέρει και αυτήν την ιδιαίτερη μυρωδιά της παρακμής, κυρίως όταν χαθείς σε κάτι στενά, ανήλιαγα δρομάκια. Είναι, εξάλλου, η παρακμή ένα από τα κύρια συστατικά των λιμανιών.
Εδώ, όµως, είναι και στεφανωμένη με τρόπο καταλυτικό από τη Θεία Χάρη. Πάνω από το πολύβουο λιμάνι, πάνω από την εκτεταμένη πόλη, στην κορυφή ενός λόφου (χρειάζονται γερά πνευμόνια για να ανεβείτε με τα πόδια), η Notre-Dame de la Garde, που ξεκίνησε από εκκλησάκι τον 12ο αιώνα για να μετατραπεί σε βασιλική τον 19ο, προσθέτει πινελιές μεγαλείου στον πίνακα. Ολόχρυσο το εσωτερικό της. Χρυσή και η θάλασσα που απλώνεται στα πόδια σου όπως τη βλέπεις από ψηλά, από την κορυφή της σκάλας που οδηγεί στην είσοδο του ναού. Κοιτάζεις γύρω και εντυπωσιάζεσαι από το μέγεθος της πυκνοκατοικημένης πόλης. Πρέπει να βιαστείς αν θέλεις να δεις όσο το δυνατόν περισσότερα.
Ξεκινώντας από το Le Panier, την κακόφημη κάποτε γειτονιά («Η τριλογία της Μασσαλίας», Ζαν-Κλοντ Ιζό, εκδ. Πόλις) που εξελίχθηκε σε μία από τις ομορφότερες. Εκεί όπου στην αρχαιότητα λειτουργούσε μια αγορά, σήμερα χτυπά η τουριστική καρδιά της πόλης. Στα «σύνορά» της, ο εντυπωσιακός Καθεδρικός κοιτάζει προς τη θάλασσα, ενώ σχεδόν απέναντί του τα μοντέρνα Musée Regards de Provence και Musée des Civilisations de l’Europe et de la Méditerranée (MuCEM) επιβεβαιώνουν τη μετάβαση της ιστορικής πόλης στη νέα εποχή. Ομοίως και το κοντινό εμπορικό κατάστημα «Les Τerrasses du Ρort», εκεί που για χρόνια λειτουργούσαν οι αποθήκες του λιμανιού.
Δίπλα στα µουσεία, ενωμένο σχεδόν με αυτά, το φρούριο του Αγίου Ιωάννη είναι μία ακόμη ενδιαφέρουσα στάση στη βόλτα στο παραλιακό μέτωπο. Η τεράστια ρόδα του λούνα παρκ αποτελεί αγαπημένη ατραξιόν στο λιμάνι, το ίδιο και το ιδανικό για «παράξενες» φωτογραφίες στέγαστρο-καθρέφτης, το «L’Οmbrière» του διάσημου αρχιτέκτονα Νόρμαν Φόστερ. Από εκεί περπατήστε στην κεντρική La Canebière, τον διάσημο δρόμο που χαράχτηκε τον 17ο αιώνα, και χαθείτε στα γύρω δρομάκια. Εννοείται πως μια βόλτα στο Boulevard d’Athènes είναι απαραίτητη για εμάς τους Ελληνες μόνο και μόνο λόγω ονόματος. Και ένα tip: εδώ, στη Μασσαλία, γεννήθηκε το 1870 ο Παύλος Μελάς. Ετερο tip: Αν ως έφηβοι είχατε διαβάσει τον «Κόμη Μόντε Κρίστο» του Αλέξανδρου Δουμά, στο κοντινό νησάκι του Ιφ θα δείτε την καστροφυλακή του.
Στα ουκ ολίγα μουσεία της πόλης, όπως το Musée d’Histoire de Marseille και το Musée d’Archéologie Méditerranéenne, θα μάθετε πολλά για την ιστορία της. Περισσότερες ιστορίες σάς περιμένουν στους δρόμους και στις γειτονιές της, αν και οφείλουμε να το επαναλάβουμε: η Μασσαλία εξακολουθεί να κρύβει τους κινδύνους της, οπότε θα ήταν ασφαλέστερο να περιοριστείτε στο κέντρο της και να αποφύγετε τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές. Ετσι κι αλλιώς, αυτό το κέντρο έχει πολλά να σας προσφέρει, και το πρωί και το βράδυ –αυτό το μαγικό βράδυ που, πάντα κατά τον Ουράνη: «Πάνω στα νερά του λιμανιού καθρεφτίζονται αστέρια και φανάρια. Οι ανοιχτές πόρτες των ταβερνών κάνουν φωτεινές τρύπες μέσα στη νύχτα. (…) Ω, η μαγεία του φεγγαριού πάνω από τα παλιά, κοιμισμένα λιμάνια. (…) Δεν ακούγεται τώρα τίποτ’ άλλο, παρά το λίκνισμα του νυχτερινού ανέμου, τα τριξίματα των σκαφών των γέρικων ξαρμάτωτων καϊκιών –που είναι παρόμοια με σιγανά αναστενάγματα, αναστενάγματα γερόντων που μετακινούνται στον ύπνο τους». Μασσαλία! l

Πρωτέας και Γκυπτίς

Σύμφωνα με τον θρύλο, ιδρυτής της Μασσαλίας ήταν ο Πρωτέας, τον 6ο π.Χ. αιώνα, ο οποίος έφυγε από την πατρίδα του τη Φώκαια φιλοδοξώντας να ανοίξει εμπορικούς δρόμους. Η περιοχή στην οποία βρίσκεται σήμερα η πόλη κατοικούνταν από διάφορες φυλές Λιγουρίων και ο αρχηγός μιας εξ αυτών τού πρόσφερε το χέρι της κόρης του Γκυπτίς. Ο Πρωτέας δέχτηκε και εγκαταστάθηκε σε έναν λόφο με τη γυναίκα του, θέτοντας ουσιαστικά τα θεμέλια του οικισμού που γρήγορα εξελίχθηκε σε μεγάλη εμπορική αποικία.

Η ιστορία της bouillabaisse

Ηταν το φαγητό του φτωχού: Οι ψαράδες της Μασσαλίας έβραζαν σε θαλασσινό νερό τα ψάρια που είχαν μείνει απούλητα, επειδή ήταν μισοφαγωμένα από άλλα ψάρια ή κατώτερης ποιότητας, και έτρωγαν τον ζωμό τους μουλιάζοντας μέσα του κρουτόν με σκόρδο. Η συνταγή εμπλουτίστηκε και πλέον σήμερα η μπουγιαμπέσα, μια γαλλική εκδοχή της δικής μας κακαβιάς, σερβίρεται παντού: και στις φθηνές, καθημερινές ταβέρνες, αλλά και στα ακριβά εστιατόρια, «πειραγμένη» από τα μαγικά χέρια βραβευμένων σεφ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ