Viet Thanh Nguyen
Ο συνοδοιπόρος

Μετάφραση Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Utopia, 2018
σελ. 652, τιμή 18,50 ευρώ

Στην Αθήνα η ώρα ήταν εννιά το βράδυ και στο Λος Αντζελες έντεκα το πρωί. Ο 47χρονος Βιέτ Θαν Νγκουιέν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, διάβαζε φοιτητικές εργασίες τη στιγμή που τηλεφωνήσαμε. Το 2016 ήταν η χρονιά του. Το εκρηκτικό πρώτο μυθιστόρημά του Ο συνοδοιπόρος (πρωτότυπος τίτλος: The Sympathizer, 2015) απέσπασε το Βραβείο Πούλιτζερ στην κατηγορία της μυθοπλασίας. Το βιβλίο –μια νέα και πρωτότυπη προσέγγιση στον πόλεμο του Βιετνάμ που προκάλεσε αίσθηση στις Ηνωμένες Πολιτείες –κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά και, με τούτη την αφορμή, ο βιετναμέζικης καταγωγής αμερικανός συγγραφέας ανταποκρίθηκε ένθερμα στο αίτημα του «Βήματος» για μια συνομιλία. «Η οπτική των Αμερικανών πάνω σ’ αυτόν τον πόλεμο, ο τρόπος που επέλεξαν να συζητούν γι΄ αυτόν και να τον θυμούνται, επικράτησε εν τέλει σε ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο οι οπτικές γωνίες των Βιετναμέζων, είτε επρόκειτο για τη νικήτρια είτε για την ηττημένη πλευρά, επισκιάστηκαν πλήρως. Θέλησα λοιπόν να γράψω ένα μυθιστόρημα αρκετά δυνατό ώστε να δοκιμάσει και να υπονομεύσει και, ει δυνατόν, να αλλάξει αυτή τη μονόπλευρη θεώρηση των πραγμάτων. Αυτό όμως δεν είναι και τόσο εύκολο, ξέρετε, επειδή η επίδραση της ποπ κουλτούρας παραμένει τεράστια, δηλαδή ακόμη κι αυτοί που μπορεί να καταδικάζουν τις αμερικανικές επεμβάσεις στον υπόλοιπο πλανήτη, αρέσκονται να βλέπουν τις ταινίες του Χόλιγουντ» υπογράμμισε ο Βιέτ Θαν Νγκουιέν, ο οποίος εγκατέλειψε το Βιετνάμ σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών. Επέστρεψε στη χώρα των γονιών του αφότου είχε τριανταρίσει.

Η μνήμη του πολέμου


«Από πολύ μικρός πάντως, από τότε που ήμουνα δέκα ή έντεκα, παρακολουθούσα κι εγώ αυτές τις ταινίες (λ.χ. «Αποκάλυψη, τώρα!», «Platoon», «Full Metal Jacket») και, πραγματικά, ο μοναδικός ρόλος των Βιετναμέζων είναι είτε να τους καταδιώκουν, είτε να τους σκοτώνουν, είτε να τους διασώζουν. Πιστεύω ότι αυτό εντυπώθηκε βαθιά μέσα μου. Επρεπε όμως να αρχίσω να σπουδάζω πρώτα και να διαβάσω περισσότερη Ιστορία, προκειμένου να καταφέρω να το διαχειριστώ πνευματικά όλο αυτό. Σύγχυση και οργή ένιωθα τότε. Η οργή αυτή δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Και τη χρησιμοποιώ στον «Συνοδοιπόρο». Πολλοί Αμερικανοί που διάβασαν το βιβλίο σοκαρίστηκαν λίγο, επειδή τους φάνηκε καινοφανές, επειδή δεν είναι συνηθισμένοι να τους επικρίνουν ή να τους αντιμιλάνε, ειδικότερα, οι Ασιάτες ή οι Βιετναμέζοι που ζουν στις ΗΠΑ. Η οργή μου, ωστόσο, κατευθύνεται μέσω του μυθιστορήματος και προς την πλευρά των βιετναμέζων νικητών εκείνου του πολέμου. Αυτοί έκαναν μετά φρικτά πράγματα στους ηττημένους συμπατριώτες τους. Η προσωπική τραγωδία για μένα ήταν ότι η οικογένειά μου βρέθηκε στην πλευρά των χαμένων. Η συλλογική τραγωδία για το Βιετνάμ ήταν ότι οι νικητές δεν προσπάθησαν αργότερα ούτε για την ομόνοια ούτε για την επούλωση των πληγών. Διότι φαίνεται πως οι νικητές, μετά τη μάχη, δεν ξέρουν πώς να επιτύχουν την ειρήνη»
ανέφερε ο ίδιος, που ανέπτυξε τις θέσεις του και στη μελέτη «Nothing Ever Dies: Vietnam and The Memory of War» (Τίποτα ποτέ δεν πεθαίνει: Το Βιετνάμ και η μνήμη του πολέμου) που εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 2016. Η επιστημονική έρευνα ήταν πολύχρονη και απαίτησε αρκετά ταξίδια στη Νοτιοανατολική Ασία. Τον «Συνοδοιπόρο» τον έγραψε μέσα σε περίπου δύο χρόνια. Δύο εγχειρήματα διαφορετικών προδιαγραφών συνέπεσαν και, ασφαλώς, επηρέασαν το ένα το άλλο.
Ο φοβερός αφηγητής στο μυθιστόρημα είναι ανώνυμος. «Είμαι κατάσκοπος, κοιμώμενος, διπρόσωπος. Δεν εκπλήσσει ίσως το ότι είμαι και δίβουλος». Παίζει διπλό παιχνίδι, δίνει πληροφορίες στους Βόρειους μέσα από το στρατόπεδο των Νοτίων. «Ηθελα το μυθιστόρημα να είναι και διασκεδαστικό, να μοιάζει και με μαύρη κωμωδία, να είναι και μια σάτιρα για όλους τους εμπλεκομένους» τόνισε ο Βιέτ Θαν Νγκουιέν. Γιατί όμως επέλεξε, συγκεκριμένα, να είναι κατάσκοπος ο πρωταγωνιστής; «Πρώτον, επειδή απολαμβάνω τα κατασκοπευτικά μυθιστορήματα. Δεύτερον, ένας κατάσκοπος αποδεικνύεται εξαιρετικά λειτουργικός στη λογοτεχνία. Οχι μόνο επειδή συντονίζεται με κομβικά γεγονότα, αλλά και επειδή διερευνά τον χαρακτήρα των ανθρώπων. Επιπλέον, σκεφθείτε το εξής: συνήθως ο κατάσκοπος ήταν παρών σε σημαντικές ιστορικές περιόδους, τον 19ο και τον 20ό αιώνα, όταν οι Ευρωπαίοι ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και για την εποχή της αποικιοκρατίας. Θέλησα, επομένως, να το αντιστρέψω κάπως αυτό το είδος του μυθιστορήματος. Εδώ δεν μιλάει κάποιος ευρωπαίος κατάσκοπος από μια πολύχρωμη, εξωτική, αλλόκοτη χώρα». Μήπως όμως η επιλογή του κατασκόπου έγινε επειδή θα αναδείκνυε καλύτερα (και ευκρινέστερα) αυτή τη διανοητική και ψυχολογική διττότητα του πρωταγωνιστή; «Απολύτως. Η κινητήριος δύναμη του αφηγητή μου εδράζεται ακριβώς στο ότι νιώθει μονίμως διχασμένος. Ο ήρωάς μου, εκτός των άλλων, κατασκοπεύει και διαφορετικούς πολιτισμούς. Είναι μισός Βιετναμέζος, μισός Γάλλος. Ενσαρκώνει τις πολιτισμικές διαφορές Ανατολής και Δύσης, είναι κομμουνιστής αλλά συμμερίζεται και τους καπιταλιστές, σιχαίνεται αυτό που κάνουν οι Αμερικανοί αλλά λατρεύει και την κουλτούρα τους. Και το πλέον σημαντικό, από ιστορική και πολιτική σκοπιά, είναι ότι όλα αυτά συντελούνται σε μια κρίσιμη καμπή του Ψυχρού Πολέμου, όταν η γη του Βιετνάμ είχε μετατραπεί σε μια ζεματιστή σκακιέρα για μεγάλες δυνάμεις, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία, την Κίνα και τη Σοβιετική Ενωση».

Η εκλογή Τραμπ

Ουσιαστικό μέρος της συζήτησής μας κάλυψαν, όπως είναι φυσικό, τα ζητήματα της ταυτότητας, της μετανάστευσης αλλά και της προσφυγικής κρίσης. Κάπου εκεί αναδύθηκε η φιγούρα του Ντόναλντ Τραμπ. «Η εκλογή του μου προξένησε αρνητικά συναισθήματα. Ωστόσο, δεν μπορώ να πω ότι εξεπλάγην. Είναι γεγονός ότι ο νέος πρόεδρος αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο κομμάτι της Αμερικής και, ασφαλώς, αυτό το κομμάτι δεν είναι καινούργιο, υφίσταται στην Αμερική από την ίδρυσή της. Στην αμερικανική κουλτούρα, η παρόρμηση να είσαι ρατσιστής, ξενόφοβος, σοβινιστής, πολεμοχαρής, ενυπάρχει εξίσου με όσα αντιπροσώπευε ο Ομπάμα, την ποικιλομορφία, την ενσωμάτωση, τη συνοχή και την ανεκτικότητα. Η διαδοχή αυτή περιγράφει τις αντινομίες του αμερικανικού χαρακτήρα. Το ερώτημα για μένα είναι αν ο Τραμπ θα αποδειχθεί το τέλος του λεγόμενου «λευκού εθνικισμού» ή αν απλώς είναι ένας ακόμα γύρος μιας παλιάς ιστορίας που συνεχίζεται». Ο Βιέτ Θαν Νγκουιέν μάς είπε ότι μετά την έκδοση του «Συνοδοιπόρου» έλαβε και μηνύματα μίσους από αναγνώστες. «Ενα από τα πλέον ενδιαφέροντα ήταν από κάποιον βετεράνο του Βιετνάμ, οδοντίατρο, μορφωμένο κατά τ’ άλλα άνθρωπο, που ζει σε μια μητρόπολη των ΗΠΑ. Μου έγραφε ότι πρέπει να είμαι περισσότερο ευγνώμων προς τις ΗΠΑ και, επειδή διέκρινε την αγάπη μου για τον κομμουνισμό (!), με παρακίνησε να πάρω τον γιο μου και να πάω από εκεί που ‘ρθα, πίσω στο Βιετνάμ. Αυτή είναι η κοινοτοπία του ρατσισμού. Είτε πρέπει να αγαπάς τη χώρα σου άκριτα είτε πρέπει να εξαφανιστείς. Πολλοί Αμερικανοί συμφωνούν μαζί του, ξέρετε, ότι αυτό που πρέπει να κάνω εγώ –και οι άνθρωποι σαν εμένα στις ΗΠΑ –είναι να καθίσω καλά και να βγάλω τον σκασμό». Ομως δεν έκανε τη χάρη σε κάτι τέτοιους. Ευτυχώς. Είναι συγγραφέας. Και αξίζει την προσοχή σας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ